Αστός περιπατητής του Παρισιού και της γαλλικής υπαίθρου (Εμίλ Ζολά, Οι ώμοι της μαρκησίας, Εκδόσεις Ίκαρος)

Ο Ζολά οσμίζεται την ατμόσφαιρα της εποχής του και ως λογοτέχνης με ουσιώδη πένα που θυμίζει παλέτα, καταγράφει αυτά που οι φίλοι του Μανέ, Μονέ και Τουλουζ Λωτρέκ ζωγραφίζουν. Σε αυτήν την συγγραφική παλέτα ξεδιπλώνει το μωσαϊκό των συναισθημάτων των ηρώων του, την ανησυχία τους, τους φόβους τους, τα ζητήματα που τους απασχολούν, όπως το χρήμα, η φτώχεια, η συντροφικότητα, η μοναξιά, οι σχέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Έτσι μέσα από τα χρώματα με τα οποία ντύνει τις ιστορίες του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα παρελθόν που δείχνει να επαναλαμβάνεται και σήμερα με άλλη μορφή. Περιγράφει τόσο στα διηγήματά του, όπως άλλωστε και στα μυθιστορήματά του, την αγωνία και την δυσκολία με την οποία οι σύγχρονοί του και συμπατριώτες του βιώνουν τον χώρο και τον χρόνο σε μία Γαλλία που αλλάζει σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό και χωροταξικό, πολλές φορές εις βάρος του ανθρώπου λόγω της εξέλιξης της επιστήμης, της πάλης των τάξεων, της αναδιαμόρφωσης του αστικού τοπίου που αναβαθμίζει τις υποδομές αλλά υποβαθμίζει την ποιότητα της προ βιομηχανικής επανάστασης εποχής. 

Διακρίνουμε σε όλα σχεδόν τα διηγήματα της παρούσας έκδοσης, καθώς έχει γράψει πολλά που δεν είναι γνωστά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, μία διάχυτη μελαγχολία και μία εύπλαστη πραγματικότητα που διέπεται από τους νόμους μίας σκληρής καθημερινότητας και μίας αγριότητας που δεν έχει σταματημό όσο ο άνθρωπος γίνεται θύμα της υποτιθέμενης εξέλιξής του. Άνθρωποι που επιβουλεύονται τις ζωές των διπλανών τους και φθονούν την επιτυχία του πλησίον τους, κυρίες που περπατάνε τις μεγάλες λεωφόρους του εκσυγχρονισμένου Παρισιού και μέσα στην χλιδή τους αδιάφορες και ψυχρές ποτίζουν με ελεημοσύνη τους αδικημένους, ζώα όπως το γέρικο άλογο σαν από μύθο του Αισώπου που παραμερίζονται και λησμονούνται λόγω γήρατος ενώ έχουν προσφέρει μία ολάκερη ζωή, αυτά είναι μεταξύ άλλων τα πρόσωπα που απασχολούν έντονα την ψυχή του Ζολά.