Το χρονολόγιο τροφοδοτεί δίχως αμφιβολία τον αναγνώστη με πολύτιμα στοιχεία για τους λόγους που οδήγησαν τον αυτόχειρα συγγραφέα στην αλλόκοτη συλλογή διηγημάτων, τα οποία επιμελήθηκε και τα οποία απαρτίζονται μεταξύ άλλων από ένα συνεχές και βίαιο παραλήρημα. Και αυτό γιατί παρουσιάζουν, όχι άδικα, αν διαβάσουμε προσεκτικά τα συμβάντα που καθόρισαν την ζωή του συγγραφέα, μία ωμή αποτύπωση της αμερικανικής πραγματικότητας στην Δυτική Βιρτζίνια των δεκαετιών ’60 και ’70 και έναν οικογενειακό βίο καθόλου χαρούμενο και πολύ οδυνηρό μετά την ασθένεια του πατέρα του. Ο Pancake ανήκει στους καταραμένους δημιουργούς όπως ο συμπατριώτης του David Forster Wallace και κανείς ίσως δεν θα μπορέσει να ερμηνεύσει τους λόγους που τον οδήγησαν στην αποτρόπαιη αυτή πράξη. Δείχνει να βρίσκεται παρών σε κάθε στιγμή αφήγησης των ιστοριών που μοιάζουν με κραυγή αγριότητας σε μία αμερικανική ύπαιθρο που βιώνει πρωτόγνωρες σκηνές σκληρότητας από ανθρώπους αδυσώπητους και σχεδόν βάρβαρους γιατί αυτή ήταν η μοίρα που τους εξασφαλίστηκε.
Οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση των διηγημάτων του είναι οριακά ανεκτές, σχεδόν αφόρητες και διακατέχονται από έναν έντονα δραματικό τόνο και από ένα ασήκωτο φορτίο. Ο χρόνος κάπου εκεί μοιάζει να σταματάει και να κοιτάει κατάματα τους ήρωες. Κάτι σαν τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ όπου η αναμονή είναι βασανιστική και εξωθεί τους πρωταγωνιστές σε ενατένιση και διάλογο με το βρώμικο εγώ τους σαν η κάθαρση δεν έχει ώρα άφιξης. Αμαρτίες, ψέματα, προδοσίες, αιματοκυλίσματα, διαφθορά και φθορά, όλα βρίσκονται στον κόσμο, τον εξουθενωμένο από τις ανθρώπινες αδυναμίες που δεν λένε να λάβουν τέλος. Ο λόγος του Pancake, διανθισμένος με πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα και βουτηγμένος μέσα σε ιδιωματισμούς μίας περιοχής που θυμίζει εξορία, έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα στον ρυθμό της τραχύτητας με την οποία περιέγραψαν ανάλογες καταστάσεις και περιστατικά ομότεχνοι του όπως ο Στάινμπεκ και ο Φώκνερ.
