Η Μίτφορντ ακολουθεί πολύ το αφηγηματικό ύφος του Χένρι Τζέιμς στην προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην αγγλική ύπαιθρο. Οι ιστορίες της Μίτφορντ είναι μία καταγραφή ηθογραφική του καιρού της και ένα μωσαϊκό ανάλυσης χαρακτήρων και προσώπων. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες που υφαίνει με περίπλοκους κόμπους και περίτεχνο δέσιμο είναι άνθρωποι από τις ανώτερες τάξεις της αγγλικής κοινωνίας την οποία ενδεχομένως να κατακρίνει για τις ανώφελες και ανούσιες πολλές φορές δραστηριότητες και ενασχολήσεις. Αυτή η ιδιαίτερη κυρία με το αγγελικό πρόσωπο, είχε μέσα της το δαιμόνιο του ανθρώπου που θέτει εαυτόν ενώπιον της ανάκρισης του κοινού ίσως με μία διάθεση να εξιλεωθεί για τα δικά της σφάλματα. Ο Έζρα Πάουντ έγραψε το εξής: “Η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να κάνει την ανθρωπότητα να συνειδητοποιεί τον εαυτό της.” Βέβαια, ακολουθεί πολύ και την αφηγηματική τέχνη των συγγραφέων του 19ου αιώνα όπως η Τζέιν Όστιν, ο Τόμας Χάρντυ και οι αδελφές Μπροντέ, οι οποίοι και αυτοί ακτινογράφησαν, εμμέσως πλην σαφώς, τα τρωτά σημεία της άστατης ανθρώπινης φύσης.
Παλεύοντας για μια ευτυχία που έχει όμως πολλές φορές ακριβό αντίτιμο
Η Μίτφορντ επικεντρώνεται, μέσω των βιωμάτων της δικής της οικογένειας την οποία θέτει στο στόχαστρο της αφήγησής της, στη ζωή και τα πεπραγμένα δύο κοριτσιών που διάγουν παράλληλους βίους και βρίσκονται στο κυνήγι της ευτυχίας και του έρωτα. Οι ιστορίες της Μίτφορντ είναι γεμάτες συναισθηματισμό, ενέχουν το κοινωνικό στοιχείο αλλά και εξίσου και την σάτιρα καθώς στις ανθρώπινες σχέσεις, τις τόσο εύθραυστες και ασταθείς, πάντα συμβαίνουν κάθε είδους ευτράπελα. Η Μίτφορντ μας δίνει μια εξαιρετική ακτινογραφία των ανθρώπων που η ίδια συναναστρεφόταν στον περίγυρο του οικογενειακού της περιβάλλοντος και άρα μπόρεσε να παρατηρήσει τις αντιδράσεις τους και να διαπιστώσει τις αδυναμίες των χαρακτήρων τους σαν κάποιος δημοσιογράφος ή ανταποκριτής που επιθυμεί να δει από την κλειδαρότρυπα και να καταγράψει ότι έχει δει. Ιστορίες, όπως αυτή, θυμίζουν πίνακες του Τζέιμς Ένσορ, ο οποίος και παρουσίαζε στα έργα του ανθρώπους ιλαρούς με πρόσωπα αλλόκοτα και γκροτέσκα, βγαλμένα από ένα πανηγύρι μασκοφόρων όπου όλα δύνανται να συμβούν.
Η αφήγηση της Μίτφορντ είναι και βούτυρο στο ψωμί για θεατρική διασκευή διότι υπάρχει αυτή η έντονη διάθεση να σκηνοθετήσει τα πεπραγμένα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να βιώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εκτός του πλαισίου του χωριού ή της κωμόπολης. Έξω στον κόσμο πραγματοποιούνται πόλεμοι, συγκρούσεις, κοσμοϊστορικά γεγονότα και όμως τίποτε από όλα αυτά δεν περνά από το δίχτυ που έχει τυλίξει τις ζωές τους σαν να ζουν μέσα σε μια υπερφουσκωμένη μπάλα, έναν μανδύα που δεν αφήνει κανέναν να κοιτάξει έξω. Όλες σχεδόν οι ιστορίες έχουν κάτι από φαρσοκωμωδία, σαν το πνεύμα του Μπωμαρσαί και άλλων θεατρικών συγγραφέων που είχαν ενδώσει σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικής κριτικής να την έχουν αγγίξει.
Η Ζόε Χέλλερ στην εισαγωγή του βιβλίου αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα σχετικά με το έργο της Μίτφορντ: «Το κυνήγι του έρωτα μπορεί δίκαια να χαρακτηριστεί κωμικό μυθιστόρημα – και μάλιστα ελαφρύ κωμικό μυθιστόρημα –, νομίζω, όμως, ότι είναι υπερβολικά αιχμηρό και ευφυές για να ενταχθεί στα μυθιστορήματα που σε κάνουν να χαλαρώνεις και να περνάς απλώς καλά. Τα τελευταία τριάντα χρόνια το ξανάπιασα πολλές φορές και μπορεί τις περισσότερες να με τράβηξε η ελαφρώς φυγόπονη επιθυμία μιας οικείας και αξιόπιστης απόλαυσης, ωστόσο η ανάγνωση του βιβλίου μου προκαλούσε πάντοτε ένα ξάφνιασμα που υπερέβαινε την αυτάρεσκη αυτή προσδοκία». Το μυθιστόρημα έχει αυτό το καυστικό και πολλές φορές σατιρικό των Βρετανών συγγραφέων που ασκούν κριτική σε αυτούς που ζουν τις δικές του ζωές κλεισμένοι σε έναν δικό τους μικρόκοσμο δίχως να ασχολούνται με το τι συμβαίνει στον κόσμο. Ο ερχομός λοιπόν του πολέμου είναι ένα εφαλτήριο να πάψουν να μεμψιμοιρούν και να θεωρούν πως οι ζωές τους είναι τόσο σημαντικές. Ο φόβος της απώλειας, ο τρόμος ενός βομβαρδισμού μοιάζει να τους αφυπνίζουν από τον λήθαργο των σχέσεών τους.
Η Λίντα που είναι και το κεντρικό πρόσωπο, η εξαδέλφη της Φαννύ αφηγείται τη ζωή της Λίντα και την ανάγκη να βρει κάποιον αξιόλογο στη ζωή της για να γευτεί τον έρωτα, βρίσκεται σε έναν κυκεώνα αναζήτησης πολλές φορές ανούσιο καθώς όπως έλεγε και ο Νίτσε από τότε που έπαψα να ψάχνω άρχισα να βρίσκω. Και όμως η Λίντα είναι ένα κορίτσι που προσπαθεί να κυνηγήσει την τύχη της με κάθε τρόπο και αυτό πολλές φορές είναι επιζήμιο καθώς η βιασύνη φέρνει λάθος αποτελέσματα και απογοήτευση. Τόσο η Λίντα όσο και η Φαννύ διακαώς προσπαθούν να επιτύχουν την εύρεση του τέλειου εραστή και συζύγου με απώτερο σκοπό τον γάμο, μια προσπάθεια επίπονη και για τις δύο. Οι πρώτες γνωριμίες της Λίντα δεν αποφέρουν καρπούς και οι συζητήσεις είναι ατέρμονες και συνεχείς, οι επαφές και οι βραδιές ατελείωτες. Ματαιόδοξες και σχεδόν ανόητες περιπλανιούνται καθημερινά με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των ορέξεών τους.
«Φυσικά ήμασταν και οι δύο ερωτευμένες, αλλά με ανθρώπους που ουδέποτε είχαμε συναντήσει. Η Λίντα με τον πρίγκιπα της Ουαλίας κι εγώ με έναν χοντρό κοκκινομούρη μεσήλικα γαιοκτήμονα που τον έβλεπα κάποιες φορές να διασχίζει έφιππος το Σένλι. Αυτοί οι έρωτες ήταν δυνατοί και οδυνηρά υπέροχοι · απασχολούσαν κάθε σκέψη μας, νομίζω ωστόσο ότι κατά βάθος ξέραμε πως με τον καιρό θα παραγκωνιστούν από αληθινούς ανθρώπους». Διαπιστώνουμε λοιπόν το εφήμερο των σχέσεων σε ένα περιβάλλον εύρεσης προσωρινών συντρόφων που στο τέλος της ημέρας δεν έχουν να προσφέρουν παρά λίγες στιγμές χαράς και καμία ουσία πραγματική. Η Μίτφορντ λοιπόν έχοντας εμπειρία από την εποχή της και τη δική της οικογένεια χτίζει ένα μυθιστόρημα πίνακα με πρωταγωνιστές τα μέλη της οικογένειας Ράντλετ, τον καθρέφτη της δικής της οικογένειας και εμείς είμαστε θεατές μιας ιστορίας με πολλή θεατρικότητα.
«Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό για να πάει καλά ένας γάμος χωρίς πολύ έρωτα, είναι να υπάρχει πολλή μα πάρα πολλή καλοσύνη – gentillesse – και εξαιρετικά καλοί τρόποι»
