O Λέων Τολστόι γράφει για τον Γκυ ντε Μωπασάν: «Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασσάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}». Η σφαίρα της ανθρώπινης περιγραφής είναι για τον Μωπασάν ό,τι και το ψυχογράφημα για τον Ντοστογιέφσκι. Eισέρχεται στα άδυτα του ήρωά του για να ρίξει φως στις άγνωστες και αδύναμες πτυχές του, να φωτίσει τον δρόμο προς την επιτυχία ή την αποτυχία του με την διαφορά πως δεν θα βρούμε εδώ την σκληρότητα με το ίδιο πρόσωπο που θα συναντήσουμε στους Αδελφούς Καραμαζόφ. Ο Γάλλος συγγραφέας μπορεί σε κάποιες στιγμές να σπέρνει τη θλίψη και τη λύπη, την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα -παράλληλα όμως, φροντίζει να πασπαλίζει τις ζωές των ηρώων του με το ρομαντισμό και τον ερωτισμό όταν πρόκειται να μας εκμυστηρευτεί το τι συμβαίνει πίσω από το παραβάν και τα παρασκήνια, εκεί όπου εισβάλει για να μην ξεφύγει τίποτα που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα ένα πράγμα ξένο προς την ίδια την ζωή. Και όλα αυτά σαν τον ζαχαροπλάστη που έχει βάλει την τελευταία πινελιά για να μας πει την τελευταία του λέξη.
Στα διηγήματά του, όπως και στα μυθιστορήματά του, ο αναγνώστης διακρίνει έντονη την μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του Μωπασάν παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Οι περισσότερες ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν πραγματεύονται τη ζωή στην πόλη, στην εργασία, στο σπίτι αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις εξάρσεις της, τις διακυμάνσεις της, την αστάθειά τους, ακριβώς έτσι όπως τις βίωσε ο ίδιος μέσα από την ίδια του ζωή, την πολυτάραχη, την πολύχρωμη και τη μυθιστορηματική κατά μία έννοια. Μαθητής του Φλωμπέρ, ο οποίος τον ενέταξε στους κύκλους της διανόησης και φρόντισε να τον κάνει γνωστό στο γαλλικό φιλαναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας με την ιμπρεσσιονιστική γραφή που είναι πλούσια σε περιγραφές, σκιάσεις και συναισθήματα, αποτέλεσε έναν κρίκο μεταξύ κοινωνίας και λογοτεχνίας.
Διηγήματα βγαλμένα από τη ζωή
Ο συγγραφικός του παλμός τόσο στην “Κληρονομιά” όσο και στην “Οικογενειακή υπόθεση” είναι ποτισμένος με την αίσθηση της απώλειας, της κατάκτησης, της θλίψης, της χαράς, της αλήθειας και του ψέματος. Τα ρεύματα στη θάλασσα όπου κολυμπάνε οι ήρωές του είναι ηλεκτρισμένα, φουρτουνιασμένα περιμένοντας πολλές φορές ανέλπιστα τη νηνεμία · ένταση, ειρωνεία, αμηχανία, σύγκρουση, όλα αυτές οι εκφάνσεις των ανθρώπινων αντιδράσεων συναντώνται συνεχώς καθώς κορυφώνεται ή αποχρωματίζεται ο λόγος του. Ένας λόγος άλλοτε δραματικός και άλλοτε καυστικός για τα κακώς κείμενα των ανθρώπινων αδυναμιών που τείνουν να γίνουν κόλαφος για τη ζωή που δεν σταματά να κρύβει εκπλήξεις. Το ευχάριστο τέλος που τελικά λαμβάνει χώρα δεν έχει τη γεύση του ευχάριστου αν αναλογιστεί κανείς όλη τη συγκέντρωση αρνητικών φορτίων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνεται η δύναμη της ευτυχούς κατάληξης και επιτυγχάνεται ο απόηχος που τελικά μένει, μία πικρία για όλη τη συναισθηματική φόρτιση που τελικά κοστίζει, γιατί αν μπορεί ο άνθρωπος να αποφύγει διαπληκτισμούς και φθορά, ποιος ο λόγος να πικραίνεται; Ο αναγνώστης αισθάνεται πως τελικά δεν θα υπάρξει αίσιο τέλος αλλά η ανάγκη του συγγραφέα να νιώσει έστω και συγγραφικά την περαίωση αυτών που δεν έζησε στην πραγματικότητα, τον οδηγεί μαθηματικά στη λύση του μυστηρίου και την οριστική επίτευξη των σκοπών του, την έξοδο των πρωταγωνιστών από τη δίνη των βάσανών τους και των επώδυνων αδιεξόδων τους.
Στην “Κληρονομιά”, το ζευγάρι καταφέρνει κυριολεκτικά στο παρά πέντε να αποκτήσει το παιδί αυτό που είναι ο καθοριστικός παράγοντας ευτυχίας και το οποίο θα απαλλάξει πιθανότατα δια παντός την ανταλλαγή μνησίκακων λόγων μεταξύ συζύγου και πεθερού καθώς και θα προσδώσει γαλήνη και συγκατάβαση στις μεταξύ τους σχέσεις, μία ηρεμία και μία συμβίωση χωρίς κλυδωνισμούς που είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως θα μάθουμε από τον Φοίβο Πιομπίνο, ο οποίος έχει επιμεληθεί με εξαιρετική επιτυχία όλη την έκδοση του βιβλίου αυτού, βίωσε με άσχημο και επώδυνο τρόπο τον χωρισμό των γονιών του. Κάτι που από όσο μπορεί κανείς να μεταφράσει και να ερμηνεύσει μέσα από την αφήγησή του που αγγίζει τα όρια της κατάθλιψης και της απόγνωσης, τον επηρέασε άμεσα. Διαφαίνεται η επιθυμία του να αποδιώξει το φάντασμα του διαμελισμού της οικογένειάς του προσφέροντάς το στα γραπτά του με μία μορφή λυτρωτική πρώτα για τον ίδιο και έπειτα για τους ήρωές του. Αλλά και όταν αναφέρεται στο διήγημα “Κληρονομιά” στην κατάσταση υγείας του πρωταγωνιστή του ουσιαστικά καθρεφτίζει τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς πέρασε μία μακρά περίοδο ασθένειας και συνεχών εξάρσεων της σύφιλης, η οποία και τελικά ήταν και αυτή που έπαιξε ρόλο στον γρήγορο, όσο και αναμενόμενο θάνατό του, σε ηλικία μόλις 43 χρόνων.
«Η ευτυχία είναι εγωίστρια και δεν χρειάζεται τους τρίτους»
Περί της τέχνης του χωρισμού και άλλων δαιμονίων
Στο στοιχείο της ευάλωτης φύσης των ηρώων του, ο Μωπασάν δεν φείδεται λόγων, εμμένει σθεναρά γιατί έτσι ξεγυμνώνει κάθε ανησυχία τους, τους ξεμπροστιάζει ενώπιον του αναγνώστη και καυτηριάζει με κωμικό και σκωπτικό τρόπο εκείνους που λυγίζουν μπροστά στο τέρας της αιώνιας ερώτησης, να την παρατήσω ή μήπως θα την πληγώσω ανεπανόρθωτα; Παρελαύνουν στα διηγήματά του, που καταγράφουν ειρωνική διάθεση από μέρους του, απατημένες σύζυγοι, αδίστακτοι προικοθήρες, ονειροπόλοι και φρενοβλαβείς σύζυγοι, γυναίκες στα όρια της κατάρρευσης λόγω ερωτικής υποτροπής, κάθε λογής ερωτική κρίση βρίσκει εδώ τον λόγο ύπαρξής της γιατί ο άνθρωπος δίχως τον έρωτα μοιάζει με ένα ψάρι έξω από το νερό. Και άρα πώς να αντισταθεί ενάντια σε αυτό που τον εξουσιάζει αλλά συνάμα αυθαδιάζει; Ο Μωπασάν όμως είναι σαφής και κάθετος στην παρακάτω επισήμανσή του: «Κανένας μας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αφού κανένας μας δεν απέχει από τις ερωτοτροπίες και, καθώς κανένας μας, νομίζω, δεν είναι φανατικός οπαδός των αιώνιων δεσμών, τα μάτια μας, η μύτη μας και το στήθος μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του τρομερού υγρού». Αφορμή για την τελευταία φράση αλλά και για τη συγγραφή αυτών των ιστοριών γεμάτων πραγματικότητα είναι το σύνηθες συμβάν την περίοδο εκείνη στο κοσμοπολίτικο αλλά και άστατο Παρίσι απατημένες σύζυγοι να ρίχνουν βιτριόλι στα μάτια των άπιστων συζυγών του ή των ερωμένων τους ως μία μέθοδο εκδίκησης απέναντί τους για τα δεινά που τους προξενούν και έτσι να παίρνουν το αίμα τους πίσω.
Εδώ αναδύεται όμως μία ειδοποιός και αιώνια διαφορά ανάμεσα στα δύο πλάσματα, τον άνδρα και τη γυναίκα, που ποτέ δε θα μπορέσουν να γίνουν ένα παρά το γάμο που πραγματοποιούν για να ενωθούν. Στο διήγημα άλλοτε ο Μωπασάν καταθέτει: «Ο γάμος είναι κάτι απαραίτητο για να ζήσει η κοινωνία, αλλά δεν είναι στη φύση της ράτσας μας». Και αυτό συνεχίζει έχει συμβεί γιατί «έχουμε φτιάξει νόμους που αντιμάχονται τα ένστικτά μας, επειδή έτσι έπρεπε· αλλά τα ένστικτά μας είναι πάντα ισχυρότερα, και άδικα τους αντιστεκόμαστε, αφού πηγάζουν από τον Θεό, ενώ οι νόμοι πηγάζουν μόνο από τους ανθρώπους». Άρα ο έρωτας είναι μια φυσική διαδικασία και δεν θα πρέπει να κατακρίνεται ως παράνομη και παράτυπη, είναι οξυγόνο και κρατάει ζωντανό τον άνθρωπο χαρίζοντάς του στιγμές ξεγνοιασιάς. Προσθέτει: «Ο γάμος κι ο έρωτας δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Παντρευόμαστε για να κάνουμε οικογένεια και κάνουμε οικογένειες για να φτιάξουμε μία κοινωνία. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το γάμο». Δια στόματος του μαιτρ των κοινωνικών σκηνών και περιγραφών και των ηθογραφικών αναλύσεων Γκυ ντε Μωπασάν, γίνεται επίσης αντιληπτό -και εδώ έγκειται η διαφορά ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό- πως «η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίνουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει». Για αυτό, το θέμα της τέχνης του χωρισμού καθίσταται από τον Μωπσσάν ως μείζον και κυρίαρχο. Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει τον ρόλο κυνηγού που ο άνδρας επιτελεί και πως για αυτόν η τέχνη του χωρισμού είναι μία ιερή διέξοδος από τον ζυγό της δέσμευσης που του σιγοκαίει τα φτερά της πολιορκίας και κατά συνέπεια της κατάκτησης του επόμενου στόχου του. Έτσι καλεί τους ειδικούς που αναλίσκονται στην συγγραφή ανέξοδων κειμένων να προχωρήσουν στο εξής: «Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δε χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού».
«Όταν επιθυμούμε κάτι, κύριε, το φανταζόμαστε όπως το προσδοκούμε».
«Η γυναίκα είναι σαν τη σκιά σου. Όταν την ακολουθείς φεύγει, κι όταν φεύγεις σ’ ακολουθεί».
Ο Φιλαράκος: Καθρέφτης της κοινωνίας
Αυτό που ο συγγραφέας καταθέτει στον “Φιλαράκο”, ίσως το opus magnum του συγγραφέα, είναι αυτό που λίγο πολύ θα δούμε στον εικοστό αιώνα με τον Φιτζέραλντ, υπό άλλο βέβαια πρίσμα και σε άλλη σφαίρα εξέλιξης της αφήγησης. Ο ήρωας του Μωπασάν είναι ένας θνητός της εποχής του, ένας ήρωας του καιρού του που αναζητά την ευτυχία του και μοχθεί για αυτή. Θα βρεθεί ενώπιον δυσκολιών, θα ανεβεί λόφους και θα διεκδικήσει τηνθέση του σε μία κοινωνία που δεν θα του χαριστεί. Χωρίς εισόδημα και πού την κεφαλή κλίναι θα γίνει κοινωνός δύστροπων συμπεριφορών, θα αγγίξει την ανέχεια, αλλά δεν θα απογοητευτεί γιατί θα συνεχίσει τον αγώνα για την δική του καταξίωση σε ένα περιβάλλον άκρως ανταγωνιστικό, εχθρικό πολλές φορές και σίγουρα καθόλου έτοιμο να τον δεχτεί με την πρώτη αγκαλιά. Όλα αυτά σίγουρα θυμίζουν κάτι από το σήμερα, αυτή την αέναη και ανήλεη πάλη του κάθε ανθρώπου να ορθοποδήσει κοινωνικά και οικονομικά για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Δεν υπάρχουν αυταπάτες και παραισθήσεις, η ιστορία του ανθρώπου του τότε καθρεφτίζεται και αντανακλά στο σήμερα, καμία διαφορά αλλά μία πληθώρα ομοιοτήτων όπως δύο σταγόνες νερού που κυλάνε από δύο βρύσες αντικριστές.
Ο δημιουργός του “Φιλαράκου” έχει τον οίστρο αλλά έχει και τα δεδομένα της ζωής του γιατί χωρίς προσωπικά πεπραγμένα και εμπειρίες να κυλάνε στις φλέβες των σελίδων και των φράσεων κανένα μυθιστόρημα, όσο ευφάνταστο και αν είναι, δε μένει στην ιστορία για να διαβάζεται από γενιές συνεχόμενες. Ο Μωπασάν ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του Ζορζ Ντι Ρουά, ενός περιπατητή των δύο όχθεων σε ένα Παρίσι που τότε περισσότερο από ποτέ σφύζει από ζωή, από ανεμελιά, από έρωτα και πάθος, από γεγονότα και πολιτικές εξάρσεις. Ο πρωταγωνιστής, χωρίς καμία αριστοκρατική διάθεση αλλά με επιθυμία να ξεφύγει από την αφάνεια και το άγνωστο, βουτάει βαθιά στον ρόλο που του έχουν αναθέσει, αυτόν ενός μικρού και ασήμαντου δημοσιογράφου που κυνηγά την είδηση, την παραμικρή πληροφορία για να κατορθώσει να εισέλθει στα σαλόνια της αριστοκρατίας, στα υπόγεια της πολιτικής ελίτ και της κοινωνικής θηλυκής «εταιρείας», όπου η τελευταία είναι και το αρτιότερο και το πιο αποτελεσματικό εισιτήριο σε έναν κόσμο πλούσιων παροχών και ατελείωτης σαγήνης. Η αποστολή του λοιπόν είναι ένα βουνό που σαν άλλος Μωάμεθ καλείται να ανέβει χωρίς καμία βοήθεια αλλά με όπλο και μοναδικό οδηγό την ευστροφία του, την καπατσοσύνη του και την θρασύτητα του, γιατί το τελευταίο είναι εργαλείο και χαρακτηριστικό που ανοίγει πόρτες και κλείνει στόματα. Σε ένα Παρίσι πολύβουο και πολυφυλετικό, ήδη από τότε, κανένα λάθος δεν επιτρέπεται, όλοι κρίνονται στον βωμό της καθημερινής μάχης με το θηρίο που λέγεται επαγγελματική στόχευση για τα υψηλά κλιμάκια, άνθρωπος χωρίς φιλοδοξίες ισούται με σιντριβάνι χωρίς νερό που περιμένει πότε θα δροσιστεί.
Ένας συγγραφέας παντός καιρού
Όλες τις ιστορίες αυτές, που ο Μωπασάν πλάθει με πλήθος εικόνων και λέξεων, δεν τις επινοεί απαραίτητα. Είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές των συμβάντων που ακούει κατά την παραμονή του και παρουσία του σε καφέ της πόλης. Καθίσταται έτσι ο ακροατής και δέκτης περίτεχνων και περίεργων ιστοριών που τροφοδοτούν την ανάγκη του να έρθει σε επαφή με τις συναισθηματικές παλινωδίες, τον έρωτα, την απιστία, τον χωρισμό με τα οποία καταπιάνεται μήπως και λύσει το μυστήριο του γρίφου.
Η διαταραχή του ιστού της κοινωνίας είναι κάτι που θα συμβαίνει όσο άνθρωποι κατοικούν αυτόν τον πλανήτη και όσο υπάρχουν πάθη και πόθοι. Μην ξεχνάτε εξάλλου ο Μωπασάν γράφει σε έναν 19ο αιώνα, ο οποίος είναι γεμάτος κοινωνικές ανισότητες, ισορροπίες οικογενειακές που δίχως αμφιβολία συστέλλονται και διαστέλλονται. Οι συνθήκες που βιώνουμε μέσω των βιβλίων του προκύπτουν από γεγονότα και καταστάσεις πραγματικές που δεν μπορούμε και δεν γίνεται να ωραιοποιήσουμε, ο συγγραφέας επισημαίνει παραλείψεις και κοινωνικές ατασθαλίες και μας καθιστά μέτοχους ενός προβλήματος που έχει μεν λύσεις αλλά εναπόκειται σε εμάς να τις βρούμε. Εμείς οι άνθρωποι του σήμερα, των δύο αιώνων αργότερα, απλά ανακαλύπτουμε πόσο επίκαιρος είναι ο Maupassant και πόσο αγγίζει τα κοινωνικά δρώμενα του σήμερα, τα οποία είναι σφόδρα επισφαλή και αναστρέψιμα.
“Η ζωή είναι ένας λόφος, όσο ανεβαίνεις κοιτάζεις την κορυφή και χαίρεσαι, αλλά όταν φτάσεις επάνω, βλέπεις άξαφνα την κατηφόρα, και το τέλος, που είναι ο θάνατος».
«Τι δύσκολο που είναι να βρεις έναν άνθρωπο με πλατιά σκέψη, που να σου δίνει την αίσθηση του ανέμου που ανασαίνεις σε μιαν ανοιχτή θάλασσα»