Εν έτει 1938, στην Ευρώπη μαύρα σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα και ένα θηρίο που λέγεται ναζιστική Γερμανία υψώνεται απειλητικά πάνω από τις χώρες και τις πόλεις. Εν αρχή ην η Αυστρία, η οποία κατηγορείται ανοιχτά από τον Χίτλερ για ουδετερότητα ως προς τις γερμανικές θέσεις του Τρίτου Ράιχ, δεν υπερασπίζεται τις θέσεις που πρέπει και θα το πληρώσει ακριβά. Ένας αδύναμος Αυστριακός καγκελάριος βρίσκεται ενώπιον ενός πανίσχυρου, επικίνδυνου και αποφασισμένου για όλα Χίτλερ, τα προπύργια της ελευθερίας δίνουν τη θέση τους στα οχυρά της απολυταρχίας και της βαναυσότητας, το ναζιστικό καθεστώς προελαύνει ακάθεκτο. Ο Eric Vuillard δίκαια αφιερώνει το αριστουργηματικά γραμμένο βιβλίο του στο επεισόδιο της προσάρτησης της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, γιατί πράγματι αυτό αποτέλεσε την αρχή ενός ντόμινο που κόστισε στην Ευρώπη την ειρήνη που τόσο είχε ανάγκη ύστερα από έναν αιματηρό Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αυστρία: μια χώρα υπό ομηρία
“Πρέπει να ήταν μια αλλόκοτη σκηνή να βλέπεις αυτές τις τρομακτικές σιλουέτες, τα τρένα αυτά να προχωρούν μέσα στη νύχτα, σαν νεκροφόρες, να διασχίζουν την Αυστρία με το φορτίο τους από ελαφρά τεθωρακισμένα και τανκς”. Η εικόνα μιας χώρας παραδομένης είναι ένα θλιβερό γεγονός, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό συμβαίνει υπό τέτοιους όρους. Ο καγκελάριος Σούσινγκ μπροστά στην ισχύ που επιδεικνύει το αιμοσταγές τέρας που λέγεται Χίτλερ λυγίζει, αγκομαχεί, λιγοψυχά και αδυνατεί να θέσει τους δικούς του όρους και άρα υποκύπτει αμαχητί, καταϊδρωμένος και κουρασμένος στις απειλές παραδίνοντας την χώρα του, την Αυστρία, στα χέρια τυράννων επιτρέποντας έτσι το “τάισμα” της ναζιστικής μηχανής που πεινά και διψά. Οι σκηνές που εκτυλίσσονται και που περιγράφονται σαν ανταπόκριση ζωντανή από το μέτωπο των συνομιλιών – αν μπορεί κανείς να τις ονομάσει έτσι – είναι σημαδιακές των όσων επέρχονται. Δεν υφίσταται καμία διάθεση υποχώρησης σε αιτήματα, δεν λογίζεται καν ο Αυστριακός καγκελάριος σαν ισάξιος συνομιλητής παρά σαν ένα υποχείριο και ένα πιόνι, μια εύθραυστη μαριονέτα που παίζει το παιχνίδι του χειριστή της. Αυτός είναι ένας άνθρωπος σε κρίση και η Αυστρία μια χώρα που υπηρετεί τα συμφέροντα κάποιων άλλων, όχι των ανθρώπων της.
Ο συγγραφέας κατορθώνει από τη μία με την αφήγησή του να καθηλώσει τον αναγνώστη γιατί δεν φείδεται λόγων, είναι αιχμηρός και ευθύς ενώ από την άλλη να προβάλει ένα επεισόδιο της ιστορίας λίγο γνωστό στους πολλούς. Με μαεστρία επικεντρώνεται στη δραματικότητα και την τραγικότητα των στιγμών αυτών λίγο πριν ξεσπάσει η θύελλα πολέμου απανταχού της Ευρώπης. Οι διάλογοι είναι συγκλονιστικά αποκαλυπτικοί και διαγράφουν την ένταση κάτω από την οποία όλα διαδραματίζονται εντός λίγων ημερών. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας ή ελπίδας ακόμα και όταν υπογράφεται η υποτιθέμενη και ψευδεπίγραφη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ιταλίας, Γερμανίας, Γαλλίας και Αγγλίας, καμία όμως συνθήκη στην πραγματικότητα δεν οδηγεί σε οπισθοχώρηση το σχέδιο δράσης των ναζιστικών μηχανών που είναι ήδη αναμμένες και σπέρνουν τον όλεθρο της απειλής προς κάθε μεριά δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Οι κυβερνώντες Γαλλία και Αγγλία, έρμαια μιας ουτοπικής ευδαιμονίας πως όλα βαίνουν καλώς και πως ο πόλεμος έχει αποφευχθεί, καθίστανται και αυτές δυνητικά θύματα ενός παντοδύναμου πολιτικού απατεώνα, παρακολουθώντας ουσιαστικά τις εξελίξεις άβουλες και λαβωμένες, ελπίζοντας μόνο όσα διαμηνύονται και υπογράφονται να ισχύουν. Και όμως η ιστορία δουλεύει υπόγεια και υποδόρια αφήνοντας τους πρωταγωνιστές ενεούς μπροστά στην ορμή των γεγονότων, ο Vuillard γράφει χαρακτηριστικά: “Η αληθινή σκέψη μένει πάντα κρυφή, από τις απαρχές του κόσμου. Σκεφτόμαστε αποσπασματικά, κλεισμένοι σε γυάλα. Εκεί μέσα η ζωή κυλάει αργά, υπόγεια, σαν τους χυμούς στα δέντρα”.
Άνθρωποι υπό διάλυση και σε απόγνωση
Ενώ όλα αυτά τα θλιβερά και δραματικά γεγονότα συμβαίνουν στους διαδρόμους της πολιτικής αρένας, ο αυστριακός λαός και οι Εβραίοι, που είναι ο κύριος στόχος, βρίσκονται στο στόχαστρο και στο χείλος της αβύσσου να εκλιπαρούν για ένα κομμάτι ψωμί και η ζωή τους να κρέμεται από μία κλωστή και από τις ορέξεις μιας ομάδας δολοφόνων που μόνο μέλημά τους είναι η αφαίρεση ζωών. Άνθρωποι συλλαμβάνονται, βασανίζονται, εξευτελίζονται στο όνομα μιας πολιτικής εξόντωσης που έχει λάβει σάρκα και οστά και εξουδετερώνει το κάθε τι διαφορετικό, το έγκλημα έχει ήδη τις υπογραφές ανθρώπων όπως ο Γκαίρινγκ και ο Ρίμπεντροπ. Είναι εκπληκτικά φρικιαστικό και είναι δείγμα της ανελέητης και βάναυσης αντιμετώπισης το γεγονός πως η εταιρεία ενέργειας αποφασίζει να κόψει το υγραέριο γιατί άνθρωποι το αφήνουν ανοιχτό με σκοπό την αυτοκτονία για να γλιτώσουν και -πόσο ειρωνικό και μακάβριο- στο τέλος αυτό μένει απλήρωτο. Ή είναι εξίσου χαρακτηριστικό άνθρωποι αιχμάλωτοι πολέμου να οδηγούνται ως σύγχρονοι σκλάβοι σε εργοστάσια και να εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες ελπίζοντας σύντομα να πεθάνουν για να γλιτώσουν τις κακουχίες και τη μη ζωή. “Δεν μπορείς καν να πεις ότι επέλεξαν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια. Όχι. Δεν είναι μια εσωτερική απελπισία που τους αφάνισε. Η δυστυχία τους είναι κάτι το συλλογικό. Και οι αυτοκτονίες τους, το έγκλημα κάποιου άλλου”.
“Δεν πέφτουμε ποτέ δυο φορές στην ίδια άβυσσο. Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα και τρόμο. Και τόσο πολύ θα θέλαμε να μην ξαναπέσουμε, που προβάλλουμε αντίσταση, που ουρλιάζουμε”.
“Το μυαλό είναι ένα όργανο απροσπέλαστο. Τα μάτια δεν φανερώνουν τη σκέψη, οι μόλις αντιληπτές εκφράσεις είναι δυσνόητες για τους άλλους ͘ θα έλεγε κανείς ότι ολόκληρο το σώμα είναι ένα ποίημα που φλέγεται, από το οποίο, μάλιστα, οι διπλανοί μας δεν καταλαβαίνουν λέξη”.