“Πόσοι από κείνους είχαν μαντέψει πως κάτω από τις αρχιτεκτονικές μου και “το κατιτί” πνευματικό” υπήρχε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί; Κανένας”. Αλήθεια, πόσο απρόβλεπτη είναι η ανθρώπινη φύση ειδικά απέναντι σε ένα θέμα όπως είναι ο έρωτας. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο προδομένος άνθρωπος για να πάρει πίσω ό,τι του ανήκει ή τουλάχιστον αυτό που ο ίδιος θεωρεί πως του ανήκει; Δια στόματος Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο Ερνέστο Σαμπάτο διεισδύει γυμνός αλλά σοφός στα άδυτα του ανθρώπινου νου που δεν παύει να στροβιλίζεται, που δεν παύει να επιθυμεί, που θέλει να κατακτήσει και κατακτά και αν κανείς του αφαιρέσει αυτό που ήδη κατέκτησε τότε είναι έτοιμος για όλα. Πόσο οδυνηρό είναι να απολέσεις αυτό που θεωρείς πως είναι πια δικό σου, αν πραγματικά μπορείς να θεωρείς πως μπορεί ένας άνθρωπος να σου ανήκει, πώς να γεφυρώσεις μέσα σου το χάσμα της νίκης και της ήττας και πώς να αποδεχθείς την απώλεια όταν μέχρι πριν λίγο αγνοούσες την ύπαρξή της; Το μυθιστόρημα του Σαμπάτο είναι μια βουτιά στα ενδότερα στρώματα της ψυχής ενός ανθρώπου σε παραλήρημα, ένα ψυχογράφημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε πυρετώδη κατάσταση, πολιορκείται από το αίσθημα μιας αρρωστημένης επιθυμίας, είναι θολωμένος μπροστά σε μία ενεργειακά και συγκινησιακά φορτισμένη κατάσταση, τελικά ο πρωταγωνιστής του είναι ένας άνθρωπος που έχει ξεφύγει από τα όρια.
Η δίνη των σκέψεων κατακλύζει το μυαλό του Καστέλ και οι άνεμοι του έρωτα για την Μαρία είναι τόσο δυνατοί που το σώμα του δρα ανεξέλεγκτα. Αλήθεια, υπάρχει άραγε ορθολογιστική μελέτη στον έρωτα, δύναται ο έρωτας να διέπεται από φυσιολογικούς κανόνες και συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων ή από ομαλές συνθήκες; Ο Καστέλ σίγουρα δεν υπόκειται σε κανόνες όταν σφόδρα ερωτεύεται την Μαρία, η Μαρία καθίσταται η μοναδική του έγνοια και ο έρωτας για αυτήν τον έχει κυριολεκτικά κυριεύσει. Το παιχνίδι είναι πολύ σαγηνευτικό και όμως είναι συνάμα επικίνδυνο σαν την αράχνη που φτιάχνει τον ιστό της και όμως θα μπορούσε και αυτή να παγιδευτεί σε αυτόν. Διακατέχεται από μία άπληστη όρεξη να έχει τη Μαρία μόνο δική του και κάθε τι που την πλησιάζει νιώθει πως τον απειλεί. Του έχει γίνει πλέον ανοιχτά έμμονη ιδέα, είναι υποχείριό της και δέσμιος του έρωτα που τον οδηγεί σε απονενοημένες σκέψεις και ενδεχομένως πράξεις. Παραδέχεται πως “είναι απίστευτο μέχρι ποιου σημείου η απληστία, ο φθόνος, η αλαζονεία, η χυδαιότητα, η πλεονεξία και, γενικά, εκείνο το σύνολο των ιδιοτήτων που συγκροτούν την ανθρώπινη υπόσταση, μπορούν να φανερωθούν σ’ ένα πρόσωπο, στον τρόπο που περπατάει κανείς, σ’ ένα βλέμμα”.
Ένας άνδρας μαινόμενος
Ο Καστέλ είναι θύμα του εαυτού του αν αναλογιστεί κανείς πως δεν έχει ιδέα τι κρύβει ο ίδιος μέσα του, πόσο είναι ικανός δηλαδή να αντισταθεί σε μια ενδεχόμενη αρνητική φάση του έρωτα που ζει. Αδυνατεί να ανταποκριθεί στη ζοφερή πραγματικότητα και αυτό είναι η ταφόπλακα στη θρυμματισμένη συνείδησή του. Σε κάθε βήμα αναζητά την Μαρία και λειτουργεί δαιμονισμένα αν κάποιος την κοιτάει ή τη διεκδικεί με οιονδήποτε τρόπο που εκείνος σαφώς και δεν εγκρίνει. Με λίγα λόγια, ο ίδιος, αν και δεν το γνωρίζει, προκαλεί αυτή τη φυγή της Μαρίας και ουσιαστικά πλάθει από νωρίς τον ρόλο του, προετοιμάζει το έδαφος για τη συμπεριφορά της Μαρίας αφού με τον τρόπο του η σχέση του μαζί της του γίνεται έμμονη ιδέα και την απομακρύνει από κοντά του. Σιγά σιγά γινόταν σκοτεινή σκιά του εαυτού του, ένας βασανισμένος από τη ζήλεια που ανέπτυσσε και ο ίδιος ήταν αιχμάλωτος των ίδιων του των σκέψεων, σκέψεις γεμάτες απορίες. Αισθανόταν όλο και περισσότερο πως εκείνη η γυναίκα τον περιέπαιζε, τον περιγελούσε, τον είχε προδώσει και η οργή του αυτή ξεσπάθωνε μέσα του το μένος για όσα εκείνη του προκαλούσε. Σαν ηθοποιός – αλλά στην πραγματικότητα ενσάρκωνε έναν ρόλο που του ταίριαζε γάντι – έμπαινε στον ρόλο του ως δολοφόνου, ως εγκληματία στο όνομα ενός έρωτα τυφλού που τον είχε οδηγήσει στα άκρα. Ποιες συνιστώσες των ψυχικών του αντοχών μπορούσε να επιστρατεύσει άραγε για να γλιτώσει από τα δίχτυα της φρικτής εκδίκησης που ο ίδιος είχε ήδη εξαγγείλει στο πληγωμένο υποσυνείδητό του;
“Εκείνες οι στιγμές τρυφερότητας γίνονταν ολοένα και πιο σπάνιες και σύντομες, όπως οι ασταθείς στιγμές ηλιοφάνειας σ’ έναν ολοένα και πιο θυελλώδη και σκοτεινό ουρανό. Οι αμφιβολίες και οι ερωτήσεις μου τα τύλιγαν όλα, σαν μια περικοκλάδα που τυλίγει και πνίγει τα δέντρα του πάρκου σ’ ένα τερατώδες δίχτυ”. Εκεί, μπλεγμένος σε αυτό το δίχτυ πλέον “κοιμόταν” αγκαλιά με τις ερινύες που του κατέτρωγαν τη ψυχή γιατί δεν μπορούσε να λυτρωθεί παρά μόνο με τον θάνατό της, έναν θάνατο που τελικά δεν μπορούσε να αποφύγει. Ένιωθε μόνος, εξαντλημένος, κομματιασμένος και άδειος, ένας ναυαγός της ίδιας του της υπόστασης. Και αναφωνούσε τελικά: “Θεέ μου, δεν έχω δυνάμεις για να πω ποιο αίσθημα απόλυτης μοναξιάς μου γέμισε την ψυχή! Ένιωσα λες και το τελευταίο πλοίο που θα μπορούσε να με πάρει από το έρημο νησί μου, περνούσε μακριά χωρίς να προσέξει τα νοήματα απόγνωσης. Το σώμα μου κατέρρευσε αργά, σαν να ‘χε φτάσει η ώρα των γηρατειών”.
“Είχα πιστέψει στην αιωνιότητα του έρωτά μας. Όλα ήταν θαυμαστά, εκπληκτικά, και τώρα όλα είναι σκοτεινά και ψυχρά, σ’ έναν κόσμο χωρίς νόημα, αδιάφορο. Για μια στιγμή, ο τρόμος μήπως καταστρέψω ό,τι έμενε από τον έρωτά μας και απομείνω οριστικά μόνος, μ’ έκανε να διστάσω”.
“Είναι αρκετά παράξενο πως σ’ έναν άνθρωπο δεν αρκεί να έχει ξεφύγει από τα βασανιστήρια και το θάνατο για να ζήσει ικανοποιημένος: όταν αρχίσει ν’ αποκτά ξανά ασφάλεια η περηφάνια, η ματαιοδοξία και η έπαρση, που φαίνονταν να είχαν εξαφανιστεί για πάντα, αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά, σαν ζώα που το ‘χαν βάλει στα πόδια τρομαγμένα”.