Είναι πραγματικά ευχάριστη έκπληξη, μέσα στον ορυμαγδό της επί το πλείστον ανόητης και ανούσιας παραγωγής βιβλίων, να ξεπηδούν διαμάντια όπως αυτό εδώ το βιβλίο. Και ξεχωρίζει αναμφίβολα διότι προβληματίζει, αποστομώνει, αναδύει θέματα, εγείρει ερωτήματα, αποτελεί ένα χαστούκι σε μία κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα χρόνια τώρα σε αυτή την πληγωμένη ήπειρο, την Αφρική. Μία πόλη-χώρα – έτσι την αναφέρει ο συγγραφέας -, ένας τόπος μαρτυρίου, μία καμένη βάτος – για να θυμηθούμε και τον Σπέρμπερ – μία εγκληματική ζώνη που θα μπορούσε να είναι η γενέθλια πόλη του ή οποιαδήποτε άλλο σημείο της πολύπαθης ηπείρου. Μικρή σημασία έχει ο ακριβής προσδιορισμός της τοποθεσίας, αυτό που έχει σημασία είναι όπως πως το Τραμ 83, αυτό το κέντρο διασκέδασης, που δεν είναι παρά μία καταπάτηση της ανθρώπινης φύσης, ζει και βασιλεύει εις βάρος του ανθρώπου! Το Τραμ 83 ως βιβλίο είναι μια φωνή απόγνωσης, ένας λίβελος κατά της ασυδοσίας και της διαφθοράς, μία ελεγεία στην ανάγκη εξανθρωπισμού και επιστροφής στη λογική και τη δικαιοσύνη. Στο Τραμ 83 “…η ευτυχία σαν μια σκουριασμένη σακαράκα που σε πηγαίνει στ’ορυχείο-τάφο σου όπου μπαίνεις χωρίς καμιά ελπίδα να μπεις”. Όλα αυτά σε μία ήπειρο που μαστίζεται από λήσταρχους και πολιτικούς απατεώνες – όχι πως στην Ευρώπη δεν υπάρχουν – που κάνουν τα στραβά μάτια, εκμεταλλεύονται συνειδήσεις, βάλουν κατά της αξιοπρέπειας και καταστρέφουν ανθρώπους στο όνομα της ισχύος.
Μια επίκαιρη ματιά σε ένα αιώνιο πρόβλημα
Ο Μουζιλά, στα χνάρια των μεγάλων συγγραφέων της Αφρικής όπως ο Ατσέμπε και ο Σογίνγκα, αφηγείται τη ζωή σε μία πόλη φάντασμα έτσι όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται ως πολίτης του κόσμου πλέον, έτσι όπως εκείνος την έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Κονγκό όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε. Το Λουμπουμπάσι θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι το θέατρο σκιών όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του Τραμ 83. Εκφυλισμένο μέρος ερωτικών ατασθαλιών και εκπόρνευσης μικρών κοριτσιών που προσφέρονται βορά στις ορέξεις ντόπιων και ξένων προς λίγα χρήματα, το Τραμ 83 είναι μια κραυγή αγωνίας απέναντι στην ντροπή που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια τόσων και τόσων επισκεπτών του σαν όλα να συμβαίνουν φυσιολογικά και χωρίς ντροπή. “Το βασανιστήριο είναι ένα από τα σημεία οριοθέτησης μεταξύ μιας οργανωμένης μπανανίας και μιας χαοτικής, με άλλα λόγια αποδιοργανωμένης, μπανανίας.” Όλοι καταφεύγουν σε αυτό το άντρο ακολασίας, σε αυτή την βρώμικη μυρμηγκοφωλιά όπου όλοι συχνάζουν για να γευτούν τους καρπούς κοριτσιών που ζουν το απόλυτο δράμα της φτώχειας τους, εκλιπαρούν για λίγα ψίχουλα, όντας σε απόγνωση να προσφέρουν την ηδονή για ελάχιστα χρήματα που θα τους εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Και ενώ “όλα γίνονται κομμάτια” για να θυμηθούμε τον Ατσέμπε, οι ιθύνοντες όσο και οι ξένοι παρατηρητές/επισκέπτες σφυρίζουν κλέφτικα, αυτή η κατάσταση είναι προς το συμφέρον όλων, εκεί φυγαδεύουν τις τύχες τους υπό τα φώτα του χάους που επικρατεί. Εκεί μέσα, κανονίζονται όλες οι συναντήσεις της παρανομίας, εκεί υπογράφονται συμφωνίες, εκεί λαμβάνουν χώρα οι κάθε είδους εκβιασμοί, εκεί ξυπνάνε και κοιμούνται οι ατέρμονες στιγμές καταπάτησης των ελευθεριών του ατόμου και οι βρώμικες δουλειές που αποφέρουν μεγάλα ποσά χρημάτων. “Το δράμα για ένα δραματουργό παραμένει η αλλοφροσύνη των χαρακτήρων πάνω στους οποίους στηρίζεται η ίντριγκα”.
“Ύμνος στην ελευθερία”
Ο Αλέν Μαμπανκού γράφει στον πρόλογο σχετικά με το βιβλίο του Μουζιλά: “Το Τραμ 83 είναι ένας ύμνος στην ελευθερία. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη μαγεία του λόγου πλασμένο από ένα συγγραφέα που έχει τις αρετές του μεγάλου αφηγητή, παρατηρητή της καθημερινής ζωής και φιλοσόφου της γραφής. Η κονγκολέζικη πόλη Λουμαμπάσι περιγράφεται με τους ήρωές της, απόκληρους, συγγραφείς, ονειροπόλους, μέθυσους, εμπόρους ναρκωτικών στις λαϊκές γειτονιές όπου οι ηδονές προσφέρονται επί χρήμασι”. Ο Ρέκβιεμ και ο Λισιέν, η Κριστέλ και η Ντίβα, η Ζακλίν είναι πρόσωπα βυθισμένα στην ανομία με την ανοχή ενός κυβερνητικού μηχανισμού που παραμένει εν γνώσει του ανύπαρκτος και απών. Οι αλληλοσυγκρούσεις, οι αλληλοσπαραγμοί και οι υπαινιγμοί δίνουν και παίρνουν, οι υπόγειες διαμάχες για το ποιος θα υπερισχύσει μεταξύ των επί μέρους πολέμιων των βρώμικων παιχνιδιών δεν λένε να κοπάσουν, ο πόλεμος για την απόκτηση μεγαλύτερου κομματιού του παζλ που λέγεται νυχτερινή βάρδια είναι εκεί και οι πρωταγωνιστές της διαφθοράς που βασανίζουν για ψίχουλα αθώες ψυχές ποτίζονται συνεχώς με το εγωιστικό γονίδιο και μεγαλώνουν κερδίζοντας μάχες στην αποδόμηση αόρατων ή ορατών εχθρών. Πρόσωπα φαιδρά, γυναίκες φτηνές, άνθρωποι έρμαια ενός ασίγαστου πάθους για εξουσία, κορίτσια θύματα της ομορφιάς τους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και είναι αναγκασμένες να υποκύπτουν στις πιο ανώμαλες ορέξεις των πελατών τους, αυτό είναι το πλαίσιο δράσης στο Τραμ 83. Και όλοι εύχονται, όταν η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και ο Στρατηγός επιτέλους παρεμβαίνει, άγνωστο γιατί, να φυσήξει αέρας αλλαγής και αυτό το τραμ να μην δεχτεί άλλους επιβάτες, να είναι το τελευταίο!
“Λατρεύω την κλασική μουσική. Κάθε νότα είναι μια συμβολή στην εξερεύνηση σπηλαίων, των σπηλαίων της ψυχής. Τι ευαισθησία, τι βάθος!”
“…η ευτυχία σημαίνει να πνίγεις τα δάκρυά σου, τις αποτυχίες σου, το μαράζι σου σε μια μικρή μουσική που είναι απλά ανθρώπινη, τι φωνή, τι φωνή, τι φωνή…”
“Βαδίζαμε μες στα σκοτάδια της Ιστορίας. Ήμασταν οι γαλακτοφόρες αγελάδες ενός συστήματος σκέψης που επωφελήθηκε από τα τρυφερά μας χρόνια, που μας συνέθλιψε εντελώς. Ήμασταν ένα σκατό”.