Τον Μισάνθρωπο τον μετέφραζα διαρκώς εδώ και δεκαετίες. Προφορικά και εκ του προχείρου, με παραλλαγές και παρεμβάσεις. Στη δραματική του Εθνικού, στο Πάντειο και αλλού. Ευτύχησα έκτοτε να δω κάποιες και κάποιους από τους τότε μαθητές μου να παίζουν με επιτυχία αυτό το έργο, όπως και τον Δον Ζουάν. Η σκηνή στην οποία ξαναγύριζα πιο πολύ ήταν αυτή όπου ο Ορόντης, ο θεός της προ-μεταμοντέρνας φανφάρας, ζητά από τον Άλκηστο, να του εκφέρει γνώμη για ένα άθλιο ποίημά του. Επέμενα στην αντιπαράθεση αυτού του επηρμένου ανοσιουργήματος με το λαϊκό τραγουδάκι που ο Άλκηστος, ο Μισάνθρωπος, αναφέρει: απλό, αισθαντικό και καθαρό, σκέτη εκδίκηση της γυφτιάς εναντίον των τάχα μου παντός καιρού. Αλλά ακόμη περισσότερο στον δισταγμό που έχει ο έρμος ο Μισάνθρωπος να αποκαλύψει την αηδία που του προκαλεί η δήθεν τέχνη του Ορόντη, ο οποίος είναι τόσο ξεδιάντροπος ώστε να προβάλλει τα “κονέ” που διαθέτει στο παλάτι. “Προσέξτε”, έλεγα στα -τότε- παιδιά. “Ο Ορόντης ποτέ δεν πεθαίνει. Σας περιμένει, στη γωνία, μόλις ξεμυτίσετε από την Πειραιώς 35, με την κουλτούρα, τα κονέ και τον κυνισμό του. Και ο εκβιασμός μιας υποκριτικής κοινωνίας: Προδίδεις τη σκέψη και το γούστο σου και πας μπροστά, αλλά κινδυνεύεις να σαπίσεις. Ή λες ανά πάσα στιγμή την αλήθεια και καταλήγεις κοινωνικά απόβλητος”. […] (Από τον πρόλογο του μεταφραστή Γιάγκου Ανδρεάδη)