Max Beerbhom, Ήνοχ Σόουμς, Εκδόσεις Άγρα

Το βιβλίο αυτό -αφιέρωμα σε μία προσωπικότητα αμφιλεγόμενη και εκκεντρική όπως αυτή του Ήνοχ Σόουμς- εγείρει πολλά ερωτήματα κατά πόσο το πρόσωπο αυτό το οποίο είναι φανταστικό, είναι συνάμα και ένας καθρέφτης του ανώνυμου δημιουργού. Πρόδρομος των περιγραφών φανταστικών μορφών, όπως τις κατέγραψε συστηματικά ο Μπόρχες στα συγγράμματά του, ο Μπήρμπομ εξυφαίνει μία πολύ ιδιαίτερη και άξια λόγου ιστορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1890. Είναι μια εποχή ενεργειακά φορτισμένη και πνευματικά πλούσια καθώς δρούσαν πνευματικά προσωπικότητες όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Τσέστερτον, ο Μπέρναρντ Σω και άλλοι πολλοί. Ο Μπήρμπομ αποφασίζει να αφιερώσει την ιστορία αυτή, η οποία συμπεριλαμβάνεται σε μία πλούσια ανθολογία με τον τίτλο “Επτά άνδρες” και στην οποία αναφέρεται σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής, σε έναν ήσσονος σημασίας λογοτέχνη λόγω της μη διασημότητάς του. “Πίσω από το ευφάνταστο σκηνικό και τις λεπτομέρειες διακρίνεται, νομίζω, το πάθος του διαρκούς αγώνα των ελασσόνων ενάντια στο χρηματιστήριο των λογοτεχνικών αξιών και στη βία της λογοτεχνικής ιστορίας”. Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε μία κατηγορία λογοτεχνών χαμένων μέσα στην πληθώρα των διάσημων και επιφανών διανοούμενων που κατακλύζουν λογοτεχνικά τα τέλη του αιώνα του Τζέιμς, του Ζολά και του Ντίκενς.

“Ένας πρωτοπόρος χρονοταξιδιώτης”

Στο εξαιρετικό επίμετρο του Αριστοτέλη Σαΐνη διαβάζουμε: “Το Ήνοχ Σόουμς, καθώς και οι υπόλοιπες ιστορίες της συλλογής αντλούν ταυτόχρονα από πολλά είδη και νόρμες, και αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα αντικρουόμενων αφηγηματικών πρακτικών και τεχνικών, εξαίρετα εν πολλοίς δείγματα ενός πολυσυλλεκτικού στυλίστα συγγραφέα που ήταν κυριολεκτικά χαλκέντερος”. Πράγματι, η αφήγηση του Μπήρμπομ είναι αριστοτεχνικά δοσμένη, πολλές φορές φλεγματική κατά τα βρετανικά ειωθότα και εξόχως αντιπροσωπευτική του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού πυρετού που λάμβανε χώρα εκείνη την συγκεκριμένη περίοδο. Στην εποχή της belle époque το ονειρικό και το φανταστικό πρωταγωνιστούν και μοιάζει η αφήγηση με ένα μωσαϊκό στιγμών και εικόνων που ο αναγνώστης ταξιδεύει με τη μηχανή του χρόνου και βρίσκεται να περπατά νοερά ανάμεσα σε γνωστές και μη προσωπικότητες που άφησαν ανεξίτηλα το στίγμα τους. Ο αφηγητής/συγγραφέας παραθέτει πλήθος λεπτομερειών για να μας καταστήσει ενεργούς κοινωνούς της ζωής του, είναι περιγραφικά και νοηματικά καταιγιστικός, είναι συναισθηματικός καθώς αφηγείται μία ολόκληρη εποχή που είναι γεμάτη από συγκινήσεις, διαλόγους και συζητήσεις δημιουργικού περιεχομένου ως προς την παραγωγή ιδεών και σκέψεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ήνοχ Σόουμς θα μπορούσε να αποτελεί έναν πραγματικό λογοτεχνικό ήρωα που μας παίρνει από το χέρι και μας αφηγείται τις προσωπικές του αγωνίες και ανησυχίες καθώς από το μετερίζι της δικής του αγωνίας ξεδιπλώνει τα πάθη του και τις ενδόμυχες και κυριευμένες από συναίσθημα εξάρσεις για όλα αυτά που ο ίδιος περνάει. Ο Μπήρμπομ τον μεταφέρει σε ένα ταξίδι στον χρόνο για να διαπιστωθεί αν πολλά χρόνια αργότερα ο αναγνώστης της βιβλιοθήκης θα τον θυμάται ως ένα σημαίνον πρόσωπο ή ως έναν ακόμα ήρωα κάποιου Μπήρμπομ. Αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι πως ο Μπήρμπομ αποτίνει τρόπον τινά φόρο τιμής στον άγνωστο καλλιτέχνη – και υπήρξαν πολλοί λογοτέχνες, ζωγράφοι, ποιητές – ο οποίος προσπαθεί να ορθοποδήσει μέσα σε ένα σκηνικό όπου συνυπάρχουν κάθε είδους εκφράσεις και έχει κίνδυνο να χαθεί. Ο Σόουμς απογοητεύεται από την αδυναμία του να πρωταγωνιστήσει και επιχειρεί δια μέσου μίας διαβολικής μορφής να συνάψει συμβόλαιο επαναπροσδιορισμού και επανένταξης του στο πρωτεύον “θέατρο” ξεφεύγοντας από την αφάνεια και την ανωνυμία, να κερδίσει δηλαδή τη θέση του στο βάθρο των πνευματικών ανθρώπων με όπλο το έργο του. Και με καίριο λόγο αναρωτιέται τι νόημα θα είχε μία επερχόμενη αναγνώριση μετά θάνατον, σημασία έχει για αυτόν το τώρα και το αμέσως, για αυτό και εισέρχεται σε μία ζώνη επικίνδυνη λυκόφωτος και καταδεικνύει με κάθε δυνατό τρόπο την ανάγκη καθιέρωσής του όσο είναι ζωντανός και δραστήριος: “Η υστεροφημία! Τί να την κάνω ΕΓΩ την υστεροφημία; Ένας νεκρός δεν ξέρει ότι οι άνθρωποι επισκέπτονται τον τάφο του και τη γενέτειρά του, του φτιάχνουν αναμνηστικές πλάκες, αποκαλύπτουν το άγαλμά του. Ένας νεκρός δεν μπορεί να διαβάσει τα βιβλία που γράφονται για αυτόν. Εκατό χρόνια από τώρα! Για σκέψου το! Άχ, να μπορούσα ΤΟΤΕ να ξαναζωντανέψω – μόνο για λίγες ώρες – για να πάω στο αναγνωστήριο και να ΔΙΑΒΑΣΩ!”.

Ένας πνευματικός άνθρωπος, ένα λαμπερό πνεύμα

Όπως μαθαίνουμε και πάλι από το πολύ εμπλουτισμένο επίμετρο, ο Μπήρμπομ υπήρξε από εκείνα τα πεφωτισμένα πνεύματα της εποχής και συναναστράφηκε πλήθος λογοτεχνών σε αντίθεση με τον Σόουμς που όπως διαφαίνεται δεν είχε την ανάλογη φήμη και δραστηριότητα. Ο Αριστοτέλης Σαΐνης με σοβαρότητα, σαφήνεια και μεράκι μάς παρέχει πλούσιες πληροφορίες και μας βοηθά να κατανοήσουμε τόσο την εποχή όσο και τη διάθεση του Μπήρμπομ να κληροδοτήσει μία κάποια ανάμνηση από την εποχή που τόσο έντονα έζησε. Ο Μπήρμπομ μάλιστα ανέλαβε τη θέση του κριτικού θεάτρου στη θέση του Μπέρναρντ Σω στο περίφημο τότε περιοδικό Saturday Review, μια θέση που περιποιεί τιμή στο πρόσωπό του και στην κριτική του ικανότητα. Κάπου αλλού αναφέρεται, σύμφωνα με τη βιογραφία του Έλλμαν για τον Ουάιλντ, πως η σχέση Ουάιλντ και Μπήρμπομ ήταν πολύ στενή και πως “ο Μπήρμπομ ήταν εύστοχος και ευφυής ͘  ο Ουάιλντ τον έμαθε να είναι ράθυμος και εξωφρενικός. Ο Μπήρμπομ αναφερόταν στον Ουάιλντ ως “ο Θεός” ͘ ο Ουάιλντ είπε ότι ο Μπήρμπομ είχε το “χάρισμα των αιώνιων γηρατειών”. Καταλαβαίνουμε πως ο Μπήρμπομ με την ευφυΐα του και τη λογοτεχνική και αφηγηματική του δεινότητα καταπιάνεται με τους σύγχρονούς του για να καταδείξει τον λογοτεχνικό πλούτο της εποχής του, να αφήσει κάτι πίσω του ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές αλλά συνάμα να αναδείξει τις συγκρουσιακές τριβές που ενυπάρχουν στον διανοούμενο που αδημονεί να πρωτοστατήσει και να διαπρέψει με τα γραπτά του. Για αυτό και θα μνημονευτεί από συγγραφείς όπως ο Τζον Απντάικ, ο Ρειμόντ Κενώ, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες! Να σημειωθεί τέλος η δεξιοτεχνική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Νυχτερινό

Γύρω γύρω στην κλειστή Πλατεία

με τον Διάβολο βαδίζαμε μαζί.

Ήχος ούτε ένας ͘  μόνον της οπλής του η φασαρία

και ο κώδωνας του γέλιου μας που ηχεί.

Μαύρο κρασί είχαμε πιει.

“Στη ζωή και στην τέχνη το μόνο που έχει σημασία είναι ένα ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ τέλος”