“Ο Viet Thanh Nguyen είναι ένας από τους τέσσερα εκατομμύρια Βιετναμέζους που έχασαν την πατρίδα τους, τον τόπο τους, εξαιτίας του πολέμου, και θεωρεί τον εαυτό του, και την οικογένειά του, ευνοούμενους της τύχης, μιας και δεν ανήκουν στα τρία εκατομμύρια των νεκρών του πολέμου” γράφει στο επίμετρο ο εξαιρετικός στη μετάφραση του βιβλίου Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Το βιβλίο μιλάει τη σκληρή γλώσσα της αλήθειας των όσων συνέβησαν σε έναν ανούσιο και αχρείαστο πόλεμο με τόσα θύματα και τόσες πληγές ανοιχτές ακόμα και σήμερα. Θυμάμαι το τραγούδι του Μάνου Λοίζου που έλεγε τι θέλουν τα παιδιά μας στα Βιετνάμ και πράγματι, πόσες αθώες ψυχές στρατιωτών δόθηκαν βορά στις ορέξεις των κυβερνώντων και υψηλά ιστάμενων που οδήγησαν τον κόσμο σε αυτόν τον πόλεμο, άνθρωποι αμείλικτοι που διψούσαν για βία και σφαγή χωρίς να υπολογίζουν κοινωνικές ή άλλες παραμέτρους. Ο συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα κόλαφο για τα πεπραγμένα, για τη διχόνοια σε ένα λαό, τον βιετναμέζικο, που υπέφερε, όπως υπέφερε και η Αμερική στον πόλεμο Βορρά και Νότου. Εξυφαίνει ιστορίες βγαλμένες από τις ζωές ανθρώπων που διαλύθηκαν και θυσιάστηκαν στο δρόμο για την πραγμάτωση διαθέσεων άλλων και τρίτων, είτε αυτοί λέγονταν Γάλλοι, Βρετανοί ή Αμερικάνοι.
Θυσία στο βωμό της διχόνοιας
Είναι συγκλονιστικές οι εικόνες που περιγράφει ο συγγραφέας, τόσο στο Βιετνάμ όσο και στην Αμερική, που αντικρίζει κανείς τον παραλογισμό μιας χώρας στο έλεος των πολιτικών της. Μιας χώρας που διχάζεται ακόμα και σήμερα για τη λύση που προσπάθησε να δώσει, για την άδικη και άσκοπη παρέμβαση σε μια εποχή δημιουργίας αντίβαρων έναντι της κομμουνιστικής απειλής. Και όμως, όλα αυτά πληρώθηκαν με αίμα από τους στρατιώτες που εστάλησαν στην άλλη άκρη του κόσμου για να υπερασπιστούν άκαιρα ιδεώδη χωρίς προσανατολισμό και πυξίδα. Στο Βιετνάμ πάλι, στη χώρα του Χο Τσι Μινχ, ο πόλεμος έγινε ένα παιχνίδι στα χέρια αντικρουόμενων δυνάμεων που η καθεμία κοίταζε το συμφέρον της -και όχι μόνο πολιτικό. Γιατί αν κανείς δει την ταινία American Gangster θα κατανοήσει πολύ καλύτερα το βρώμικο εμπόριο ναρκωτικών που ζούσε και επιβίωνε χάρη στη θητεία στον πόλεμο του Βιετνάμ, εκεί που χάνονταν αθώοι στρατιώτες κάποιοι έχτιζαν αυτοκρατορίες στο όνομα του χρήματος. Αλλά το Βιετνάμ, όπως και η Ισπανία και η Ελλάδα, έζησαν έναν εμφύλιο πόλεμο με την παρέμβαση τρίτων, με πολλές απώλειες τόσο ανθρώπινες όσο και υλικές καταστρέφοντας χωριά και πόλεις, ρημάζοντας ψυχολογικά ανθρώπους δίχως συμμετοχή σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Και είναι όλα αυτά τα δεινά που ξυπνάνε και πάλι χάρη στο αριστουργηματικό έργο του Viet Thanh Nguyen που θέλησε ως θύμα του πολέμου ο ίδιος και με τις μνήμες να καίνε να ξαναγράψει από τη δική του οπτική γωνία τα δραματικά συμβάντα που έλαβαν χώρα θέτοντας ομήρους τόσους και τόσους ανθρώπους, αναγκάζοντάς τους να εκπατριστούν όπως ο ίδιος σε μικρή ηλικία. Αναφέρεται σε πρόσωπα ένοχα και διαμελισμένα από το μίσος και τη χρόνια αντιμαχία με τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουν.
Το όνειρο της νοσταλγίας για την πατρίδα
“Το Αμερικάνικο Όνειρό μου είναι να δω, για μιαν ακόμα φορά, πριν πεθάνω, τη γη όπου γεννήθηκα, να γευτώ ακόμα μια φορά τους ώριμους λωτούς από το δέντρο στον οικογενειακό μας κήπο στην Τάι Νινχ. Το Αμερικανικό Όνειρό μου είναι να γυρίσω στην πατρίδα για να ανάψω θυμίαμα στο μνήμα στην παππούδων μου, να περιπλανηθώ στην όμορφη χώρα μας, όταν θα είναι επιτέλους γαλήνια και όταν πια ο ήχος των όπλων δεν θα ακούγεται πιο δυνατά από τις χαρμόσυνες φωνές. Το Αμερικάνικο Όνειρό μου είναι να πάω από πόλη σε χωριό και από χωριό σε αγρόκτημα και να βλέπω αγόρια και κορίτσια που δεν ξέρουν τι θα πει πόλεμος να γελάνε και να παίζουν, από την Ντα Ναγκ στην Ντα Λατ, και από την Κα Μάου στην Τσάου Ντοξ, από τη Σα Ντεκ στη Σονγκ Κάου, από την Μπιέν Χόα στην Μπαν Με Θουότ -“. Ο Λοχαγός, που είναι ο κύριος αφηγητής του συγγραφέα, είναι ένας ήρωας με πολλά ερωτήματα και απορίες που ξεπηδούν μέσα του καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Αναρωτιέται για τον ρόλο του, πασχίζει να κατανοήσει τη θέση του σε αυτόν τον παράλογο πόλεμο, βασανίζεται με ενδόμυχες αγωνίες που αναβλύζουν σαν πίδακες από μέσα του. Γιατί να πολεμά τους συμπατριώτες του και τι τίμημα πληρώνει διαπράττοντας αυτό το ειδεχθές έγκλημα εις βάρος τους; Πόσο θα μπορέσει να το ξεπεράσει και να οδηγήσει μια μέρα τη συνείδησή του σε ήρεμα μονοπάτια μακριά από τις δίνες που δημιουργούν οι άνεμοι του πολέμου; Στην Αμερική όπου καταφεύγει καταλαβαίνει πια τη δύναμη της προπαγάνδας και τον υπόγειο πόλεμο που διεξάγεται στα μουλωχτά για να πειστεί η κοινή γνώμη για την ανάγκη ενός τέτοιου πολέμου. Έτσι θα προκύψει και η ταινία “Αποκάλυψη τώρα” στην οποία αναπαρίσταται όλο το σκηνικό των πολεμικών συγκρούσεων και του ολέθρου που απορρέει από αυτές.
Ο Λοχαγός δεν είναι εκεί για να σκέφτεται τις συνέπειες, η επιλογή του από τον Στρατηγό έγινε με γνώμονα την επιτυχία του και τις επιδόσεις του στο μέτωπο του σχεδιασμού της αντιμετώπισης του εχθρού, αλλά τελικά ποιού εχθρού; Αυτού που μετά το πέρας του πολέμου θα είναι και πάλι ο συνοδοιπόρος στο δρόμο για την επανίδρυση και επανασυγκρότηση του κράτους και της χώρας; “Όταν με επέλεξε για το επιτελείο του, ο Στρατηγός είπε, Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το πόσο καλός είσαι σ’ αυτό που κάνεις, ακόμα κι αν αυτά που σου ζητώ να κάνεις δεν θα είναι και τόσο καλά”. Αυτή η φράση εμπεριέχει και συμπυκνώνει τις άνομες και πιο πολύ ανήθικες ενέργειες που ο πόλεμος αυτός προστάζει, είναι όλα θέμα επιβίωσης εκείνη τη στιγμή όσο οδυνηρό και θλιβερό και αν φαίνεται. Είναι η επιτομή του ο θάνατός σου η ζωή μου. Σε αυτό ο Λοχαγός δεν μπορεί να αντισταθεί και καταρρέει ο κόσμος μέσα του. Και ο αναγνώστης παρακολουθώντας τη ζωή του και την αλήθεια που θέλει να πρεσβεύει αλλά αδυνατεί μπροστά στην αποστολή που του έχει ανατεθεί, προβληματίζεται και συμπάσχει σε έναν αγώνα που δεν έχει τέλος και όρια παρά μόνο αίμα και πόνο.
“Ήμουν γιος και σύζυγος και πατέρας και στρατιώτης, και τώρα δεν είμαι τίποτε απ’ αυτά. Δεν είμαι άντρας, κι όταν ο άντρας δεν είναι άντρας, δεν είναι τίποτα. Και ο μόνος τρόπος για να πάψεις να είσαι τίποτα είναι να κάνεις κάτι. Οπότε ή πρέπει να σκοτωθώ ή να σκοτώσω κάποιον άλλον. Το πιάνεις;”
“Όπως είπε ο Χέγκελ, η τραγωδία δεν είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, αλλά ανάμεσα στο σωστό και στο σωστό, ένα δίλημμα από το οποίο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει κανένας από εμάς, που θέλουμε να συμμετάσχουμε στην ιστορία”.