Είναι φορές που χρειαζόμαστε την αλήθεια για να μας σώσει από την επιτήδευση του σήμερα, από το τίποτα που διαχέεται και απλώνεται σαν μάστιγα όλο και περισσότερο γύρω μας και γυρεύει να μας πλακώσει. Αυτό προσφέρουν οι ιστορίες του Δημήτρη Κανελλόπουλου στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του. Κατορθώνει και επαναφέρει στη μνήμη του αναγνώστη αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί όσο άλγος και αν προκαλεί, δηλαδή την πραγματική διάσταση της ζωής, της ζωής που δεν πρέπει να χάνεται μέσα στο μένος της τεχνολογικής επανάστασης που διαπράττεται ως ένα αόρατο “έγκλημα” γύρω μας, αφού κρύβει τα μαύρα σύννεφα. Ο άνθρωπος περνά δια πυρός και σιδήρου και έχει ανάγκη τη μνήμη για να μπορέσει να δει και να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος του, να ανακαλέσει στον νου του τα δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας του, όλα αυτά που ενδόμυχα τον σημαδεύουν και ας μην το ξέρει. Οι ιστορίες του Κανελλόπουλου, ποτισμένες με την αλήθεια των τόπων και των εικόνων αποτελούν ένα μικρό παράδεισο μνήμης που είναι απαραίτητος σε χαλεπούς καιρούς αδιαφορίας και δυσλειτουργίας, όπως είναι οι σημερινοί. Οι άνθρωποι των ιστοριών τους απεκδύονται το μανδύα της ωραιοποίησης και ενδύονται εκείνον της πικρής πολλές φορές αλήθειας, της απώλειας, της ωμότητας, της αδυναμίας, του αυθορμητισμού, που δεν κατευνάζεται αλλά εφορμά.
Άνθρωποι πυρωμένοι και τρωτοί
Κάθε ιστορία του συγγραφέα είναι και ένα μικρό σκηνοθετημένο έργο, ένα στιγμιότυπο ζωής από το οποίο δεν επιθυμούμε να ξεφύγουμε, ο αφηγητής καταφέρνει να μας εντάξει και να μας μεταφέρει σε έναν κόσμο που ο ίδιος αναπολεί χωρίς νοσταλγία αλλά με διάθεση να το καταθέσει επί του χαρτιού δίχως επιφυλάξεις για αυτό που καταθέτει. Ενέχουν οι ιστορίες του μια θεατρικότητα αφού ο αναγνώστης νιώθει πως ζει και εκείνος κάθε στιγμή της ιστορίας την οποία και διαβάζει. Οι ιστορίες καθρεφτίζουν το παρελθόν μέσα στο παρόν και αφηγούνται τις ζωές ανθρώπων με πάθη και εξάρσεις, με αδυναμίες και τρωτά σημεία, άνθρωποι καθημερινοί που πάσχισαν να βρουν τη θέση τους στην κοινωνία, που αγάπησαν και μίσησαν, που πάλεψαν να ξεφύγουν από τη μέγγενη της επαρχιακής ζωής και να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους μακριά από τις παθογένειες της ελληνικής μικροαστικής συμπεριφοράς αλλά την ίδια στιγμή επανήλθαν στον τόπο τους για να ξανασμίξουν με τους αγαπημένους τους ανθρώπους, να γευτούν την πατρίδα και τα οφέλη της. Μυρίζει ελληνικότητα το βιος τους, τί και αν μετοίκησαν σε άλλες πολιτείες μακρινές για να φτιάξουν τη ζωή τους, η μνήμη τους και ο νους τους πάντα κλωθογυρίζουν στα μέρη τους τα ζεστά, αυτά που τους μεγάλωσαν, στις μυρωδιές και τις εικόνες που ποτέ δεν λησμονούνται, όσα χρόνια και αν περάσουν, αυτά που ανακουφίζουν τη ψυχή τους.
Ο Κανελλόπουλος συμπάσχει με τους ήρωές του, τους συμπονά και τους κατανοεί, τους αγγίζει βαθιά συναισθηματικά και τους προσφέρει με κάθε τους πτυχή, όσο δυσάρεστη και αν είναι αυτή, είναι τα πρόσωπά τους ακάλυπτα και πολλές φορές ακάθαρτα όταν τους τοποθετεί εύθραυστους και μοιραίους στη σκακιέρα της αφήγησής του. Δεν αναζητά να τους φορέσει όμορφη πανοπλία για να γίνουν αρεστοί στο μάτι του αναγνώστη, σαν στρατιώτες βγαλμένοι από τον πόλεμο ενάντια στα ίδια τους τα λόγια και τις πράξεις, τους παρουσιάζει στα μάτια μας ως μικρούς καθημερινούς βιοπαλαιστές και μαχητές της συνείδησής τους. Σηκώνονται και πέφτουν, χαίρονται και λυπούνται, αδικούν και αδικούνται, αγαπούν και μισούν, είναι ικανοί για το καλό και το κακό και πέρα από αυτό, η ψυχοσύνθεσή τους είναι απλή αλλά και δύσκολη γιατί δεν εισέρχονται σε καμιά διαδικασία να κρύψουν τις παραλείψεις τους. Ο συγγραφέας μάς ανοίγει την πόρτα της ελληνικής υπαίθρου για να δούμε καθαρά από το παράθυρο της μνήμης του και σε ζωντανή μετάδοση τον άνθρωπο που λειτουργεί με το ένστικτο και το συναίσθημα, έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός. Σκοπός του συγγραφέα είναι με τη βοήθεια των περιγραφών και των εικόνων της ελληνικής υπαίθρου να μετουσιώσει σε φωτογραφικές μνήμες όλο αυτό το σκηνικό του μυαλού τους που ταλανίζεται και βασανίζεται από εγγεγραμμένα πάθη και ιστορίες. Η ιστορία μάς διαπερνά σαν ρεύμα όταν διαβάζουμε τις αφηγήσεις αυτές και αυτό που μένει είναι σαν το κατακάθι του ελληνικού καφέ, μία πικρία για όλα αυτά που δεν αποσοβήθηκαν αλλά και για αυτά που μπορούσαν να γίνουν αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν. Κόρες, μητέρες, πατέρες και γιοι, πρωταγωνιστές γεγονότων, οι οποίοι ακατέργαστα μαρτυρούν μοναδικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας που ακόμα και σήμερα ανατριχιάζουν όταν τολμάμε να τις ξαναφωτίσουμε και να τις επανατοποθετήσουμε υπό άλλο πρίσμα και οπτική γωνία. Μέσα στις ιστορίες κατοικούν και αυτές οι απώλειες ανθρώπων που κόστισαν σε αυτούς που έμειναν πίσω, η θλίψη να συντροφεύει τη ζωή τους και τη μνήμη τους με μια μελαγχολία που δεν λέει να εξανεμιστεί. “Η ζωή τραβάει την ανηφόρα”
“ΜΠΟΝΟΡΑ ΣΗΚΩΘΗΚΕ. Είχε μεγάλη φαμελιά κι έπρεπε να τη θρέψει. Από μικρό κορίτσι στα βάσανα. Πρώτα έχασε τον πατέρα της, πολύ νέο, από σκωληκοειδίτη. Το θυμόταν αχνά…” Από το διήγημα Ο θάνατος του αστρίτη
“Είχε μιά άνοιξη ζεστή. Μοσκοβόλαγε λουλούδια ο τόπος όλος. Τα σπάρτα ανθισμένα, το γρασίδι είχε αντρειώσει, οι παπαρούνες, κατακόκκινες σαν το αίμα, απλώνονταν παντού. Η φύση σε οργασμό” Από το διήγημα Terra Australis Incognita