“Ο Ελί Ναζεάρ είχε συναντήσει τη Συλβί στο πλοίο Τεοφίλ Γκωτιέ πριν από δύο εβδομάδες. Εκείνη επέστρεφε από το Κάιρο, όπου ήταν κονσοματρίς σε κάποια καμπαρέ. Εκείνος έκανε το ταξίδι απ’ την Κωνσταντινούπολη στις Βρυξέλλες, για να βρει μια λύση σε μια υπόθεση χαλιών – χαλιά αξίας ενός εκατομμυρίου, που είχαν κρατηθεί στο τελωνείο και έπρεπε να τα πουλήσει.
Τα χαλιά δεν ήταν δικά του. Επρόκειτο για υπόθεση που εκκρεμούσε μήνες τώρα. Είχαν ασχοληθεί καμιά εικοσαριά μεσάζοντες, στο Πέραν, στην Αθήνα, ακόμη και στο Παρίσι, σε σημείο που δεν ήξεραν πλέον σε ποιόν ανήκε το εμπόρευμα και ποιό ήταν το μερίδιο του καθενός. Ήταν σαφές: Αν πουλούσε τα χαλιά, θα κέρδιζε διακόσιες χιλιάδες φράγκα! […]
[…] Τότε συνέβη κάτι τόσο απρόσμενο που παραλίγο να τον πιάσει νευρικό γέλιο. Mέσα στον γαλαζωπό φωτισμό του κουπέ, εμφανίστηκε το έκπληκτο βλέμμα ενός ανθρώπου που απορεί γιατί τον έχουν ξυπνήσει. Ωστόσο ένα ρυάκι αίμα κυλούσε ήδη απ’ το τρίχωμα του κεφαλιού του και είχε φτάσει στο μέτωπο ! Προσπάθησε να κινηθεί για να δει τί συνέβαινε. Ο Ελί τον χτύπησε πάλι, δυο φορές, τρεις φορές, δέκα φορές, με θυμό, εξαιτίας αυτών των ήρεμων, ηλίθιων ματιών που τον κοιτούσαν.” O EΛI ΝΑΖΕAΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝA ΚΡΥΦΤΕΙ αφού δολοφόνησε έναν πλούσιο Ολλανδό για να τον ληστέψει μέσα σε ένα τρένο. Ο φόνος περνάει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ο Ναζεάρ βρίσκει καταφύγιο στον φοιτητικό ξενώνα της κυρίας Μπαρόν, μητέρας της ερωμένης του, στο Σαρλερουά του Βελγίου. Εκεί, στην κουζίνα του ξενώνα, περνάει τον περισσότερο χρόνο του, αφηγείται ιστορίες μεγαλείων και παρακολουθεί στενά τους άλλους ενοικιαστές, που όλο και περισσότερο τον υποπτεύονται, ενώ η αστυνομία αναζητά τα ίχνη του…
Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Φιλίπ Νουαρέ και τη Σιμόν Σινιορέ (L’Etoile du Nord, σκηνοθεσία Pierre Granier-Deferre, 1982). (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο)