Μοντέλο, νοικοκυρά, μητέρα, καταθλιπτική ασθενής, βραβευμένη το 1964 με το βραβείο Πούλιτζερ, ποιήτρια που άγγιξε θέματα -ως τότε- απαγορευμένα στην Ποίηση, αγαπητή σε ένα ετερόκλητο κοινό: όλα αυτά και ακόμη περισσότερα -αντιφατικά και μη αναμενόμενα- στοιχεία, χαρακτηρίζουν την αμερικανίδα ποιήτρια Anne Sexton.
Γεννήθηκε το 1928 στο Νιούτον της Μασαχουσέτης και μεγάλωσε σε μια οικογένεια, με μια μητέρα ψυχρή και εξαιρετικά ανταγωνιστική απέναντί της, και με έναν πατέρα σε προχωρημένο στάδιο αλκοολισμού, που συχνά γινόταν βίαιος απέναντί της. Παντρεύτηκε, γέννησε δύο κόρες και, σταδιακά, εκδήλωσε κατάθλιψη, διαγνώστηκε με μανιοκατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό, αποπειράθηκε να δώσει τέλος στη ζωή της την παραμονή των 28ων γενεθλίων της και άρχισε να γράφει ακολουθώντας τη συμβουλή του ψυχιάτρου της.
Στο βιβλίο «ANNE SEXTON- ΠΟΙΗΜΑΤΑ» από τις εκδόσεις PRINTA, η ζωή της – από τα παιδικά της χρόνια ως το τέλος-, οι σχέσεις της, μα και το ίδιο το έργο και η αποδοχή του, παρουσιάζονται αναλυτικά σε μία εισαγωγή 20 σελίδων, από την Δήμητρα Σταυρίδου, που έχει αναλάβει και την εξαιρετική μετάφραση ποιημάτων, τα οποία η ίδια επέλεξε.
Διαβάζοντας τους στίχους της «δαιμονισμένης μάγισσας», όπως αποκαλεί η ποιήτρια τον εαυτό της, καταδύεται κανείς στον γυναικείο ψυχισμό, ενώ η πρωταγωνίστρια κυκλοφορεί και ζει ανάμεσα σε ντουλάπια, «αμέτρητα αγαθά» -προϊόντα του αμερικάνικου ονείρου- μωρά, καθημερινά αντικείμενα που η νοικοκυρά βάζει σε σειρά, όμως μέσα της εύχεται να πεθάνει. Σε άλλο ποίημα παίρνοντας τη θέση της γυναίκας ενός αγρότη, «…κάτι παραπάνω πρέπει να υπάρχει στη ζωή» σκέφτεται, «καθώς τα νιάτα της παίρνουνε σβάρνα» και καθώς μέσα της εύχεται να ήταν ο άντρας της «ανάπηρος ή ποιητής ή έστω μόνος του ή, κάποιες φορές, ο εραστής μου, καλύτερα, νεκρός». Αντιθέσεις, τολμηρή εξομολόγηση, μύχιες σκέψεις μιας γυναίκας – ή όλων των γυναικών-, τα πάντα στο φως, καταγραφή και μοίρασμα χωρίς αιδώ, χωρίς μεταμέλεια, εκτόνωση και, ταυτόχρονα, αποκάλυψη.
Ο αναγνώστης θα εισέλθει μαζί με την ποιήτρια στον ζοφερό κόσμο των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, εκεί όπου η μοναξιά, η απώλεια του προσανατολισμού και της μνήμης κυριαρχούν, εκεί όπου «ακόμα και τ’ αστέρια ήταν δεμένα με λουριά στον ουρανό» και ένα ερώτημα σπαραχτικό μένει να πλανιέται: «Κύριε;». Η Sexton τοποθετεί τον εαυτό της εκεί όπου «οι κινούμενοι νεκροί» ακόμη συζητούν, όπου «δεν υπάρχουνε μαχαίρια για να κόψεις τον λαιμό σου», ενώ «ο κόσμος είναι γεμάτος εχθρούς» και «κανένα μέρος δεν είναι ασφαλές». Τολμά να γράψει για την παράνοια, για τον φόβο που «σαν ένα πέπλο αθέατο μας καλύπτει όλους», ενώ σε άλλα ποιήματά της παρακολουθούμε την εναγώνια προσπάθειά της να βρει λύτρωση μέσα από τη θρησκεία. «Σιχαίνομαι τις αμαρτίες μου και προσπαθώ να πιστέψω στον Εσταυρωμένο», μα η φθορά καραδοκεί παντού, αφού, ακόμη και όταν «ξαπλώνεται στον έρωτα» κατατρύχεται από το ότι « γνωρίζει από τι σαπίλα είμαστε φτιαγμένοι» .
Κι όμως, μέσα στον βασανισμένο ψυχικό της κόσμο γράφει ένα ποίημα όπου ο Χριστός μιλά για το νόημα της θυσίας του –«έχω συγχωρέσει δολοφόνους και πουτάνες»-, και άλλο στο οποίο απευθύνεται στην κόρη της και της υπόσχεται «αγάπη. Ο χρόνος δεν θα το αφαιρέσει ποτέ αυτό». Εικόνες συγκλονιστικές, με την ποιήτρια να χρησιμοποιεί λέξεις που μυρίζουν θάνατο, γηρατειά και ασθένεια, αλλά και χαρά της ζωής και έρωτα και πάθος.
Μέσα από την τέχνη της γνωρίζουμε τον μεθυσμένο – «το να είσαι μεθυσμένος σημαίνει να ‘σαι πολύ κοντά στην τρέλα»-, τις νοσοκόμες – «αυτά τα τυπολατρικά φαντάσματα»-, τους τρόφιμους των ψυχιατρείων –«υπάρχουν μυαλά που σαπίζουν εδώ σαν μαύρες μπανάνες»- , ενώ ο θάνατος –«αυτός ο βρομερός χασάπης»- μαζί με τον φόβο «που σε πνίγει» κυριαρχούν.
Η Sexton ταξιδεύει στα παιδικά της χρόνια και ύστερα στην εφηβεία και την ενηλικίωση της ως γυναίκας. Με τόλμη γράφει για την εμμηνόρροια –«το αίμα θ’ άνθιζε κάθε μήνα μέσα μου, λουλούδι εξωτικό», για τον τοκετό –«θα έσκαγαν ανάμεσα στα πόδια μου, δύο στριμωγμένα κοριτσάκια που ανέπνεαν ανέμελα, κοιμισμένο το καθένα σε μια μινιατούρα ομορφιάς», για τη σεξουαλική πράξη όπως την βιώνει μια γυναίκα –«τώρα ανεβαίνεις προς τα πόδια και έρχεσαι να με καρφώσεις στο σημείο της πείνας μου», για τον οργασμό, για τον χωρισμό, για τη μοιχεία. Άλλοτε με ήπιες λέξεις και αναμνήσεις γλυκές και απαλόχρωμες, και άλλοτε με λέξεις αδυσώπητες, εικόνες σκληρές και κάποτε σοκαριστικές, προσεγγίζει θέματα που μας αγγίζουν όλους, θρυμματίζοντας τα κοινωνικά στεγανά και παρουσιάζοντας τις πτυχές της γυναικείας ύπαρξης χωρίς ωραιοποίηση.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται η συνέντευξη της ποιήτριας στο «Paris Review», το 1968. Σε αυτήν μιλάει για την τρέλα, για τους γονείς της, για τον νευρικό κλονισμό μετά τις γέννες, για την ίδια την Τέχνη που υπηρετεί. «Όταν δουλεύω ένα ποίημα, κυνηγώ την αλήθεια» απαντά και διακρίνει την ποίησή της σε δύο είδη: την μυστικιστική και την εξομολογητική. Παραφράζοντας, μάλιστα, λόγια του Κάφκα τονίζει ότι θέλει ένα ποίημα «να λειτουργεί σαν τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Και το πετυχαίνει! Κάποιοι στίχοι κυριολεκτικά «σφηνώνονται μέσα μας».
Η Ηλέκτρα Αλεξάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη του Σωκράτη και του Περικλή, την οποία δυσκολεύεται να αποχωριστεί για καιρό. Σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο τις – κατά την γνώμη της- πιο συναρπαστικές Επιστήμες: Αρχαιολογία, Ιστορία Τέχνης και Ιστορία, ενώ οι ανασκαφές στις οποίες συμμετείχε υπήρξαν από τις πιο ωραίες στιγμές στη ζωή της. Ταξιδεύει συνεχώς και ονειρεύεται να ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα σε χώρες, όπως το Νεπάλ και η Μογγολία, καθώς και σε σχεδόν άγνωστα νησιά, όπως το Lord Howe. Διαβάζει λογοτεχνία και γράφει κριτικές μόνο για όσα έργα την συναρπάζουν και τις συνοδεύει πάντοτε από φωτογραφίες, όπου το βιβλίο είναι ο πρωταγωνιστής, σε σκηνικά που στήνει μόνη της, σαν σκηνογράφος παράστασης. Συχνά περιδιαβαίνει τις πόλεις και αναζητά φωτογραφικές συγκινήσεις. Μερικές φορές γράφει δικά της έργα, ειδικά μικρές ιστορίες, ενώ τα είδη που την συναρπάζουν είναι το ιστορικό και το αστυνομικό, οποιαδήποτε μορφή κι αν λαμβάνουν. Έχει εκατοντάδες παιδιά -τους μαθητές της-, μια γάτα, την Αμφιλύκη, που ζηλεύει την αφοσίωσή της στα βιβλία, και μια οικογένεια, η οποία την στηρίζει τις ώρες που αναζητά την έμπνευση.