“Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό” είχε πει κάποτε ο Αβραάμ Λίνκολν, ο πολιτικός που κατάφερε να επιφέρει το τέλος της δουλείας στην Αμερική και τελικά δολοφονήθηκε. Οι πολιτικοί ταγοί και ο δημοσιογραφικός κόσμος της Ρουμανίας, οι συνωμοσίες και οι υπόγειες διαβουλεύσεις, οι ενδοκυβερνητικές και κομματικές συγκρούσεις είναι το κύριο πιάτο του συγγραφέα που με τρόπο ωμό και επίκαιρο μας περιγράφει μία πολιτική πραγματικότητα και έναν πόλεμο που έχει λάβει διαστάσεις Αρμαγεδδώνα. Το βιβλίο διαθέτει μια αφηγηματική δεξιοτεχνία που το μετατρέπει σε πολιτικό θρίλερ με στοιχεία αστυνομικού μυστηρίου που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο. Και αυτό γιατί η ιστορία δεν είναι βγαλμένη από μια εξωπραγματική φαντασία αλλά από την ίδια την πολιτικό-κοινωνική συγκυρία του Ρουμάνικου γίγνεσθαι και ο Τεοντορέσκου, γνώστης της εσωτερικής εκρηκτικής κατάστασης, ξεγυμνώνει την έκρυθμη αυτή πραγματικότητα μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφικής σκηνής της Ρουμανίας με αφορμή την δολοφονία τσιγγάνων από έναν άγνωστο δολοφόνο με το όνομα “Στιλέτο”.
Ένας τόπος κατακερματισμένος από διαμάχες
Η πτώση της εξουσίας του Τσαουσέσκου το 1989 έχει αφήσει πίσω της πολλές πληγές στο πολιτικό σύστημα της Ρουμανίας, πληγές που ακόμα και σήμερα δεν έχουν επουλωθεί αν και έχουν γίνει πολλές αλλαγές σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε τότε, η ευρωπαϊκή της πορεία είναι πλέον γεγονός. Ο υπόκοσμος και η διαφθορά είναι ακόμα κυρίαρχες δυνάμεις σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει και πολλές ενδοφυλετικές κρίσεις καθώς απαρτίζεται από πολλές εθνότητες, προϊόν αλλαγών που επέφερε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου αλλά και οι μετέπειτα ζυμώσεις στην περιοχή. Η ιστορία που καταθέτει ο Τεοντορέσκου δεν απέχει πολύ από την καθημερινότητα των Ρουμάνων μιας και πρόσφατα υπήρξε στην Ρουμανία πολιτική κρίση ενώ οι διενέξεις και οι χρηματισμοί δεν έχουν πάψει να ταλανίζουν την χώρα σε πολύ μικρότερο βέβαια βαθμό από ότι στο παρελθόν. Η σχέση πολιτικών υψηλά ιστάμενων με ιδιοκτήτες καναλιών που ελέγχουν τα πάντα αλλά και πανίσχυρους δημοσιογράφους που επηρεάζουν πρόσωπα και πράγματα, όπως μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας, δεν είναι κάτι εξωγήινο, είναι κάτι που ισχύει και η πολιτική αστάθεια που επικρατεί χαρακτηρίζεται από την συνεχή διαφθορά σε κάθε έκφανση της ζωής της χώρας.
Ο Τεοντορέσκου καταφέρνει να μας εντάξει στις έντονες διεργασίες που επιτελούνται σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής και καταδεικνύει περίτρανα πως μέσα ενημέρωσης και πολιτικό σύστημα πάνε χέρι χέρι μέσα από ένα καθεστώς ύποπτων ανταποδόσεων, βρώμικων συνδιαλλαγών, επαίσχυντων νοοτροπιών και αναξιόπιστων μεθόδων που πλήττουν την έννοια της δημοκρατίας και σαφώς της ενημέρωσης των πολιτών. Οι πολίτες, όμηροι αυτής της αναξιοπρεπούς συγκυρίας θυμίζουν θύματα και μοιάζουν έρμαια ενός πανίσχυρου συστήματος, όχι πληροφόρησης αλλά αντι-πληροφόρησης μέσα από δημοσιογράφους, οι οποίοι προσφέρουν με το αζημίωτο την προστασία πολιτικών προσώπων ενώ δεν διστάζουν με το παραμικρό να προσφεύγουν σε μια άνευ περιορισμού αποδόμηση της εικόνας πολιτικών προσώπων που άλλοτε απολάμβαναν δημοσιογραφική “ασυλία” αλλά τώρα κατακρίνονται. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο παιχνίδι εξουσιών που ουσιαστικά ελέγχει κάθε κίνηση και όλοι είναι έκθετοι, η εντιμότητα και η ειλικρίνεια λίγο εκτιμώνται ενώ ο πιο ισχυρός είναι αυτός που θα διατηρήσει κρίσιμες ισορροπίες. Όλα αυτά τα πολύ σημαντικά δεδομένα παραδίδονται εν είδει μαθήματος από τον Τεοντορέσκου με έναν τρόπο πολύ ευφυή και αριστοτεχνικό αφού ξετυλίγει το κουβάρι των εξελίξεων με αφορμή την υπόθεση δολοφονίας Ρομά, μια μειονότητα που έχει έντονη παρουσία στην Ρουμανία.
Δολοφονία τσιγγάνων: Η κοινωνική συνοχή υπό απειλή
“Οι ιεροκήρυκες της σύγχρονης εποχής μάς πληροφορούν ήδη ότι ο Θεός ή ο λαός, που σε μια δημοκρατία είναι περίπου το ίδιο, θέλουν τον θάνατο των τσιγγάνων. Οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά. Εμείς όμως, όλοι εμείς που έχουμε λίγο μυαλό στο κεφάλι μας, θα έπρεπε να έχουμε το θάρρος να υψώσουμε το ανάστημά μας και να πούμε στο λαό ότι αυτό δεν είναι αλήθεια”. Η δολοφονία Τσιγγάνων είναι η αφορμή να έρθουν στο φως τα προβλήματα στην ρουμάνικη κοινωνία και εκεί εστιάζει ο Τεοντορέσκου εκτός από το πολιτικό κομμάτι που αναπτύσσει. Το βιβλίο με την σκληρότητα των εικόνων αλλά και την αλήθεια που μας μαρτυρά, είναι ένας καμβάς εξαιρετικών και αδιαμφισβήτητων ομολογιών για την κοινωνική συνοχή που βρίσκεται σε συνεχή απειλή. Ο δολοφόνος με τον κωδικό/όνομα “Το Στιλέτο” είναι υπεύθυνος για τον φόνο με στιλέτο, εξ’ ου και η ονομασία, δέκα και πλέον Τσιγγάνων, ανθρώπων της νύχτας και του υποκόσμου, ανθρώπων επικίνδυνων. τους οποίους πολλοί θα ήθελαν νεκρούς. Το Στιλέτο πραγματοποιεί με μυστικό, άρτια οργανωμένο αλλά και επικαλυμμένο τρόπο αυτό που πολλοί δεν τολμούν και δεν θα τολμούσαν ποτέ, την καταδίκη με θάνατο αυτών που σκορπούν τρόμο και φέρνουν δυστυχία. Ποιος έχει όμως το δικαίωμα να αφαιρεί ζωές και πώς δικαιολογείται μια τέτοια πράξη ακόμα και αν το θύμα είναι καταζητούμενο για φόνους; Η λύση είναι φόνος στον φόνο; Και τελικά είναι οι τσιγγάνοι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για όλα και ο θάνατός τους η λύτρωση;
Από αυτή την δυσμενή πραγματικότητα των δολοφονιών ξεπηδά το έντονο πρόβλημα της συμβίωσης διαφόρων μειονοτήτων, όπως είναι οι Ούγγροι, οι Τσιγγάνοι, σε μία Ρουμανία που πλήττεται σφόδρα από τέτοιου είδους κοινωνικές συγκρούσεις και διαμάχες. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για έναν αόρατο πόλεμο που μαίνεται υπογείως και που όμως λαμβάνει διαστάσεις τερατώδεις ικανές να διαλύσουν την κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, να προκαλέσουν ανυπολόγιστες ζημιές και αναταραχές και να την οδηγήσουν τελικά σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Τεοντορέσκου αναφέρεται σε παραιτήσεις Υπουργών, σε αστυνομικούς διευθυντές η θέση των οποίων κρέμεται από μια κλωστή και σε βουλευτές, οι οποίοι εκβιάζουν πολλές φορές με την συνδρομή των μέσων, τα οποία εξυπηρετούν ίδια συμφέροντα και μεταφέρουν την στήριξή τους σαν αυτή να ήταν φτερό στον άνεμο. Με λίγα λόγια, η δημοκρατία πλήττεται καίρια, η αξιοπιστία της χώρας κλονίζεται στο εξωτερικό και η κοινωνία, ως Προμηθέας που του τρώνε τις σάρκες του, βιώνει τις ολέθριες συνέπειες της ασυνέπειας λόγων και έργων.
“Όπως οι άνθρωποι στον Μεσαίωνα έμαθαν να απεχθάνονται τους Εβραίους, έτσι και εμείς μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι οι τσιγγάνοι αποτελούν συνώνυμο του κακού”.
“Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν πολιτικό και έναν ηγέτη είναι η εξής: ο πολιτικός κάνει αυτό που είναι καλό για το κόμμα του, ο ηγέτης αυτό που είναι καλό για όλη τη χώρα. Ο ηγέτης τοποθετείται πάνω από τις ιδεολογίες και τα συμφέροντα των ομάδων, το όραμά του είναι μακροπρόθεσμο, γνωρίζει πού βρίσκεται το πραγματικό καλό έστω κι αν πρόσκαιρα κανείς δεν το καταλαβαίνει”.