…Η Μεσσαλίνα έχει πυρετωδώς ξεσχίσει τον ελαφρύ κορσέ πάνω-πάνω στο φόρεμά της και το στήθος της είναι γυμνό σαν λεπίδι.
“Γύναιο!” λέει ο Εύοδος.
“Τι μου λες, μεγάλε μου καθρέφτη; Γιατί κατοπτρίζομαι ολόγυμνη;”
Χαμογελώντας στο σπαθί, που λάμπει όπως κυλούν τα ψάρια με πλευρά από σαβάτι, και περιμένει τον κύριό του να το βυθίσει:
“Κι εσύ, τάχα, ντυμένος λούζεσαι;”
Η χοντρή, αδέξια κίνηση του επικεφαλής πάει να βγάλει τ’ όπλο του.
“Ω, μην φύγεις!” λέει η Μεσσαλίνα. “Σφίξου πάνω μου. Όχι τόσο δυνατά! μην μ’ αποδιώχνεις με όλα σου τα χέρια. Άσε με να υψωθώ μέχρι το στόμα σου”.
Σηκώνεται προς τον επικεφαλής.
“Ω, πόσο είσαι θεός, ΦΑΛΗ! Φαλή, δεν ήξερα τίποτε από τον Έρωτα! γνώριζα όλους τους άνδρες, μα είσαι ο πρώτος Αθάνατος που αγαπώ!…” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)