Πώς είναι δυνατόν μια φαινομενικά απλή ιστορία που αφηγείται τη ζωή ενός ζευγαριού να μπορεί να είναι ταυτόχρονα συγκινητική, ρομαντική, ανθρώπινη αλλά και περίτεχνα διασκεδαστική όσο και στοχαστική; Ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν, με την εκκεντρική του αφηγηματικότητα και το ευφυές του πνεύματός του, κατάφερε στην “Έκτρωση” να χτίσει έναν κόσμο που εμπεριέχει αγάπη, τρυφερότητα, κατανόηση, συντροφικότητα, μέριμνα, συμπόνια. Όλες αυτές είναι έννοιες που ο ίδιος μάλλον δεν βίωσε στην παιδική του ηλικία και την προσωπική του ζωή. Βίωσε αλλεπάλληλους χωρισμούς και τελικά κατέληξε να ζει μόνος ως το τέλος της ζωής του. Κατά την παιδική και εφηβική ζωή του βίωσε την απογοήτευση, την απόρριψη, την έλλειψη της πραγματικής γονικής μέριμνας και φροντίδας. Έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και μοιάζει αυτό το τραύμα να είναι υπεύθυνο για πολλά από αυτά που του συνέβησαν στην μετέπειτα ζωή του με αποκορύφωμα την αυτοκτονία του.
Βιβλιοθήκη: ένας ιερός τόπος
Ο πρόωρα χαμένος Μπρότιγκαν – αυτοκτόνησε στα 49 του χρόνια – χρησιμοποιεί τον μαγικό παράδεισο της βιβλιοθήκης, αυτόν που ύμνησε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και στήνει εκεί σαν σκηνοθέτης το σκηνικό της ιστορίας του. Η βιβλιοθήκη των αδημοσίευτων βιβλίων στην οποία αναφέρεται στο βιβλίο αυτό αποτέλεσε μέρος της δικής του προσωπικής βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης Μπρότιγκαν. Στην πορεία μεταφέρθηκε στην Fletcher Free Library όπου και παρέμεινε έως και το 2005 και μετά από πολύ κόπο και παρέμβαση της κόρης του κατόπιν συμφωνίας, το 2010 η βιβλιοθήκη Μπρότιγκαν πέρασε υπό τη διαχείριση του Clark County Historical Museum στο Βανκούβερ της Ουάσινγκτον.
“Είναι μια όμορφη βιβλιοθήκη, τέλεια οργανωμένη, πλούσια και πολύ αμερικάνικη. Η ώρα είναι μεσάνυχτα και η βιβλιοθήκη μεταφέρεται σαν βαθιά κοιμισμένο παιδί στο σκοτάδι των σελίδων αυτών”. Σε κάθε σημείο του βιβλίου, ο ήρωας και αφηγητής περιγράφει τη βιβλιοθήκη σαν τον ιερό εκείνον τόπο όπου έχει κουρνιάσει και έχει ακουμπήσει τη ζωή του, την ύπαρξή του, την ίδια του την υπόσταση. Μιλάει για τα βιβλία με αγάπη και τρυφερότητα, δέχεται τα νέα βιβλία σαν τα παιδιά που πάνε πρώτη μέρα στο σχολείο και τα περιβάλλει με τη δέουσα προσοχή και όλο το μεράκι του βιβλιοθηκάριου. Ο κόσμος του είναι τα βιβλία και κάθε σκέψη να ζήσει μακριά τους τον τρομοκρατεί και τον αποδυναμώνει, είναι απόλυτα ταυτισμένος με τον χώρο και τον χρόνο τους.
“Κάθομαι στο γραφείο αυτό ώρες τώρα με τα μάτια στυλωμένα στα σκοτεινιασμένα ράφια που βρίθουν από βιβλία. Αγαπώ την παρουσία τους, τον τρόπο που τιμούν το ξύλο πάνω στο οποίο ακουμπάνε”. Ο ήρωας θυμίζει τον ήρωα του Καχτίτση στον Εξώστη και του Κάφκα στη Δίκη αν κρίνει κανείς πως είναι ένας “χαρούμενος” αποκλεισμένος και εσώκλειστος, ένας άνθρωπος μοναχικός αγκαλιά με τις σκέψεις του. Περνάει αμέτρητες ώρες εκεί, κατοικεί εντός της βιβλιοθήκης, δεν γνωρίζει καν από που πληρώνεται και δεν τον ενδιαφέρει πραγματικά πότε πληρώνεται, ζει την αποστολή του ως ιεραπόστολος και σταυροφόρος, τιμά τον ρόλο του και τον επιτελεί ως το πιο ιερό καθήκον. Μπορούμε ανοιχτά να μιλήσουμε για μια σχέση ερωτική με την βιβλιοθήκη, μία σχέση εξάρτησης με έναν κόσμο πλασμένο από αυτόν μόνο για αυτόν.
Έκτρωση ίσον απελευθέρωση;
Η εντελώς απροσδόκητη έλευση της Βάιντα είναι για αυτόν μια αναταραχή, μια αναστάτωση στο πολύτιμο έργο του, αποτελεί ρήγμα στην αφοσίωσή του. Η κοπέλα αυτή έρχεται απροσδόκητα όμως βιώνει τον έρωτά του για αυτήν ως κάτι μοναδικό, θεσπέσιο και αιθέριο ͘ αναμφίβολα ο ίδιος αιχμαλωτίζεται από την παρουσία της. Οι ερωτικές τους συνευρέσεις είναι καθημερινές και οδηγούν σε απρόβλεπτες καταστάσεις με αποκορύφωμα την εγκυμοσύνη. Πρόκειται για μια εγκυμοσύνη για την οποία κανείς από τους δύο δεν ήταν έτοιμος αλλά στην πορεία θα φανεί το μέσο εκείνο που θα τον απελευθερώσει από την πραγματικότητα και την στρατόσφαιρα της βιβλιοθήκης.
Η έκτρωση της Βάιντα μοιάζει με την έλευση του Μεσσία με την έννοια πως θα δει τον κόσμο για τον οποίο δεν είχε καμία ιδέα, θα ταξιδέψει και θα μπει για πρώτη φορά σε αεροπλάνο, θα δει τον αρσενικό πληθυσμό να θαυμάζει τη γυναίκα που έχει δίπλα του και θα τον μεταμορφώσει ως άνθρωπο. Η επιστροφή από την Τιχουάνα, όπου η Βάιντα με την βοήθειά του ολοκλήρωσε την δική της αποστολή, θα σημάνει για τον ίδιο συνταρακτικές αλλαγές και θεμελιώδεις ανατροπές για τις οποίες δεν ήταν έτοιμος. Φαίνεται όμως πως η αγάπη για έναν άνθρωπο μπορεί και συμπαρασύρει άλλες αγάπες που πλέον διατηρούν ρόλο δευτερεύοντα. Θα γίνει πλέον πρωταγωνιστής μιας νέας ζωής, μιας ζωής που δεν περίμενε πως θα ζήσει.
“Έβαλα το χέρι μου πάνω στο γόνατο της Βάιντα κι εκεί έμεινε, ακολουθώντας τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων που έλαμπαν σαν τριαντάφυλλα στο Σαν Φρανσίσκο”
Η ποιητικότητα του Μπρότιγκαν είναι έκδηλη σε κάθε σημείο της αφήγησης, οι εικόνες που δημιουργεί με τον χειμαρρώδη λόγο του, οι παρομοιώσεις και η ακατάπαυστη ορμή του ξεχύνονται αβίαστα μέσα από την πένα του. Με οδηγό τη εκκεντρικότητά του και την έμπνευσή του εξυφαίνει ένα κείμενο που αποπνέει μία εξαιρετικά όμορφη αμεσότητα. Είναι η έμπνευσή του που εφορμά και σαγηνεύει τον αναγνώστη, είναι η γραφή του σαν ένα καταφύγιο ύστερα από έναν περίπατο που έφερε βροχή. Είναι σύννεφα που ξαφνικά μαζεύτηκαν και οι λέξεις προσφέρονται για ζεστασιά και προστασία. Με ιδιαίτερο τρόπο εκφράζει τον συναισθηματικό του κόσμο και τις εσωτερικές του παλινωδίες και ανασφάλειες, αυτές που τον οδήγησαν στο απονενοημένο διάβημα. Ο ίδιος είχε πει κάποτε πως για όλους υπάρχει ένα μέρος στην ιστορία, το δικό μου είναι στα σύννεφα. Η ψυχοσύνθεσή του και ο ψυχισμός του μοιάζουν ήδη από τα παιδικά του χρόνια κλονισμένα και εκείνος βρίσκει στον λόγο λύτρωση και ανακούφιση.
“Υπήρχε πολλή ομορφιά ανάμεσα στις γυναίκες που εργάζονταν στο αεροδρόμιο, αλλά η Βάιντα την εξαφάνιζε, σχεδόν σαν να μην υπήρχε καν. Η ομορφιά της, σαν αυτόνομο πλάσμα, ήταν εντελώς αμείλικτη με τον δικό της τρόπο”
“Νομίζω πως έχουμε τη δύναμη να μετατρέπουμε τις ζωές μας σε ολοκαίνουργιες στιγμιαίες ιεροτελεστίες που τελούμε ήρεμα, όταν παρουσιάζεται κάτι δύσκολο το οποίο πρέπει να κάνουμε. Γινόμαστε σαν θέατρα”