“Οι άνθρωποι δε θέλουν να πεθάνουν, γι’ αυτό και ανατρέχουν στην τέχνη: γιατί γνωρίζουν ότι θα τους δώσει ζωή” έχει πει πρόσφατα ο ζωγράφος Τζορτζ Κόντο με αφορμή μια έκθεσή του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Η Μαρία Γκάινσα αφηγείται ιστορίες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον ιδιαίτερο και μοναδικό κόσμο της τέχνης και κυρίως της ζωγραφικής. Σε όλες τις ιστορίες που αγγίζουν τα ανθρώπινα όρια, όμοια με εκείνα που και οι ζωγράφοι οι ίδιοι άγγιξαν, πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που κάθε φορά αφηγείται το παρόν με όπλο το παρελθόν μέσα από έναν έντονο συναισθηματισμό. Η ίδια αντλεί δύναμη από τους ζωγράφους με τους οποίους έρχεται νοερά σε επαφή και αφηγείται τις προσωπικές τους ιστορίες, ιστορίες που μοιάζουν να έχουν πολλά κοινά με τις ιστορίες των ηρώων της, αυτούς που η ίδια “ζωγραφίζει” και “απεικονίζει” μέσα από τις λέξεις της.
Ιστορίες μέσα από πρόσωπα και χρώματα
Κάποιος είχε ισχυριστεί πως η ζωγραφική και γενικότερα η τέχνη είναι η απόδειξη του περάσματος του ανθρώπου από τη γη. Σε αυτό το πλαίσιο οι ιστορίες της Γκάινσα προσφέρουν στον αναγνώστη ένα μικρό μάθημα ιστορίας της τέχνης μέσα από παραδείγματα ζωγράφων που άφησαν τη σφραγίδα τους στον κόσμο. Αυτό το μάθημα συνοδεύεται και συμπληρώνεται μέσα από την αφήγηση μιας γυναίκας που φέρνει σε παράλληλη τροχιά το σήμερα και το χθες. Γιατί οι ζωγράφοι, πέρα από την αποδεκτή από όλους μας ιδιοφυία τους, ήταν πάνω από όλα άνθρωποι, με τις αδυναμίες τους, τα τρωτά τους σημεία, τα μειονεκτήματά τους, τα πάθη τους και τις εξάρσεις τους. Ό,τι ακριβώς και τα πρόσωπα που αναφέρονται στις ιστορίες αυτές.
Ο κόσμος έχει ανάγκη από απλότητα και αισθητική προσέγγιση των πραγμάτων και η συγγραφέας μας την προσφέρει. Με όχημα τη ζωγραφική, ο άνθρωπος κατορθώνει και ταξιδεύει στον χρόνο ενώ μαθαίνει την ιστορία της ιστορίας που κρύβεται πίσω από κάθε πίνακα ξεχωριστά. Στο “Ελάφι του Ντρε”, η αφηγήτρια καταθέτει πως “…στην τέχνη όλα παίζονται στην απόσταση ανάμεσα σε κάτι που σου φαίνεται όμορφο και σε κάτι που σε αιχμαλωτίζει, κι ότι οι παράγοντες που μεταβάλλουν αυτήν την αντίληψη μπορούν να είναι – και συνήθως είναι – οι πιο ασήμαντοι”. Με απαράμιλλη λιτότητα και πλούτο σκέψης, η συγγραφέας χαρίζει ιστορίες βγαλμένες από την ίδια τη ζωή, που σαγηνεύουν, αιχμαλωτίζουν, συγκινούν αλλά και ταυτόχρονα προβληματίζουν.
Η ζωγραφική ως μέσο θεραπείας
Θυμάμαι ένα από τα παλιά αναγνώσματά μου σχετικά με την τέχνη ως μορφή θεραπείας, ένα βιβλίο των John Armstrong και Alain de Botton που αναλύει τον ρόλο της τέχνης ως μέσο θεραπείας μέσα από πολλά παραδείγματα και διαβάζοντας την ιστορία “Μια ζωή σε χρώματα”, όπου η αφηγήτρια πάσχει από κάποια είδους ασθένεια στα μάτια ενώ ο άντρας της είναι άρρωστος, κατανοώ πόσο μεγάλη σημασία έχει η τέχνη. “Είναι μια μυοκυμία, ένα ακούσιο τρέμουλο των μυϊκών ινών, συνέπεια ενός ερεθισμού. Το μάτι μου σταματά να πάλλεται. Θα ζήσω, λέω στον εαυτό μου, θα ζήσω! Και ενώ περιμένω να έρθει το ασανσέρ, κοιτάζω για τελευταία φορά την αφίσα του Ρόθκο. Την κοιτάζω επίμονα. Με κάνει να νιώθω μοναδική: να νιώθω τη βάναυση μοναξιά αυτού του κομματιού ιδρωμένης σάρκας που είμαι. Μου θυμίζει ότι είμαι ζωντανή και με θλίβει, όπως όταν κάποιος πιστεύει σε μια υπόσχεση ευτυχίας που ξέρει ότι δεν θα διαρκέσει”.
Το παραπάνω απόσπασμα αυτό είναι άρρηκτα δεμένο με την ιστορία του ζωγράφου Ρόθκο, ενός ανθρώπου πολύ ιδιαίτερου που αυτοκτόνησε γιατί είχε φτάσει στα όρια των δικών του πνευματικών και ψυχικών αντοχών. Τα χρώματα των πινάκων του Ρόθκο λύτρωναν τον ίδιο, αυτά τα χρώματα έσωζαν καθημερινά τον ζωγράφο εκφράζοντας μέσα από αυτά τη δική του αγωνία για τη θέση του στον κόσμο. Αναμφίβολα, περιέχουν μία δραματικότητα μέσα από τις στρώσεις των χρωμάτων που θυμίζουν αυτό που είχε πει ο Τ.Σ. Έλιοτ πως όσο πιο τέλειος είναι ο καλλιτέχνης, τόσο απολύτως διακριτά θα είναι μέσα του ο πάσχων άνθρωπος και το δημιουργό πνεύμα. Η ιστορία των παράλληλων ζωών του Ρόθκο και της γυναίκας που αφηγείται την ιστορία έρχονται να επιβεβαιώσουν πως η τέχνη παρακολουθεί τη ζωή και η ζωή την τέχνη πιασμένες χέρι χέρι.
Σε όλες τις ιστορίες της Γκάινσα διαφαίνεται η ανάγκη του ανθρώπου να πιαστεί από μια ζωγραφική ιστορία και να ταυτιστεί για λίγο με έναν από τους εξέχοντες ζωγράφους, να διεισδύσει στον ψυχισμό του σαν μια μορφή στηρίγματος. Είναι μια ενδοσκόπηση στα χρώματα και στα πρόσωπα που πίσω από τα χρώματα αυτά έχουν να αφηγηθούν ο καθένας και τις δικές του ανησυχίες, σαν αυτές οι ανήσυχες φωνές να είναι προνόμιο και αυτών των μοναδικών φυσιογνωμιών όπως ο Ελ Γκρέκο, ο Τουλούζ Λωτρέκ, ο Κουρμπέ και οι υπόλοιποι. “Ξέρω ότι οι λόγοι που μ’ έκαναν να πλησιάσω αυτόν τον πίνακα δεν θα αρκούσαν για να πετύχω σ’ ένα διαγώνισμα της ακαδημίας – εκείνο το σπίτι των πνευμάτων απ’ όπου φοβάσαι να ξεφύγεις-, αλλά τελικά, μήπως όλα τα καλά έργα τέχνης δεν είναι σαν μικροί καθρέφτες; Μήπως ένα αξιόλογο έργο τέχνης δεν μετατρέπει την ερώτηση “τι συμβαίνει;” σε “τι μου συμβαίνει;” Δεν ισχύει το ίδιο και για τις θεωρίες και τις αυτοβιογραφίες;”
“Είμαστε οι φωνές των νεκρών ͘ αυτές που θυμίζουν τους παφλασμούς της θάλασσας”
Από την ιστορία Άτακτο πνεύμα
“Κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο, ένας άνθρωπος μπορεί να προβλέψει το πεπρωμένο του ͘ μερικά γεγονότα μάς αποκαλύπτονται με μορφή προαισθήματος πολύ καιρό πριν γίνουν πραγματικότητα”
Από την ιστορία Los Pitucones