Η Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο -ή Λεοπολδινά Κάντο, όπως συχνά αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία- γράφτηκε στο Ραπάλο της Βορείου Ιταλίας μεταξύ 1935 και 1937, χρονιά της πρώτης έκδοσής της στο Λονδίνο, από τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber. Ο Πάουντ είχε εγκατασταθεί στην εντυπωσιακής οικιστικής και φυσικής ομορφιάς ιστορική κωμόπολη της Λιγουρίας ήδη από το 1924. Ήταν η εποχή που έμελλε να ρίξει πάνω στο απαστράπτον έργο του τη βαριά σκιά των ιδεολογικών πειραμάτων μιας ολόκληρης εποχής. Αυτός, ο σκαπανέας του μοντερνισμού, ο σοφός δάσκαλος της ποιητικής τέχνης, ο μέγιστος τεχνίτης του στίχου, ο ατίθασος αλλά και εμβριθής κριτικός της λογοτεχνίας και του πολιτισμού, ενστερνίστηκε ένα συνονθύλευμα -αφελών θεωρητικά και βάρβαρων πρακτικά- ιδεών: τον φασισμό. Μέσα στην παραζάλη των βουβών, βασανιστικών προετοιμασιών για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόλμησε να συγκρίνει τον Τόμας Τζέφερσον με τον Μουσολίνι. Και την ίδια στιγμή, η ποιητική ιδιοφυΐα του εκδηλωνόταν ασυγκράτητα. Κάποτε, ο Νίτσε έγραψε πως το σώμα και η σκέψη του έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι: τρέφονταν το ένα από την κατάρρευση του άλλου. Πραγματικά, αν βάλουμε το σώμα στη θέση της ποίησης, το παιχνίδι αυτό ταιριάζει απόλυτα στον Πάουντ εκείνης της εποχής. Όσο η σκέψη του πλησίαζε στο σημείο μηδέν της ποιότητάς της τόσο η ποίησή του γινόταν πιο σφριγηλή, πιο τολμηρή, πιο πνευματώδης. Αποτέλεσμα αυτών των ποιητικών αρετών ήταν η “Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο”. Τι συνέβαινε όμως στη σκέψη του Miglior Fabbro (του Μεγάλου Τεχνίτη, όπως τον προσφωνούσε ο Έλιοτ στην αφιέρωση της “Έρημης Χώρας); Η απάντηση ίσως να είναι απλή ή τουλάχιστον όχι όσο περίπλοκη την παρουσιάζουν οι προσπάθειες των κριτικών να αμβλύνουν τις αιχμές της σκανδαλώδους ιδεολογικής εκτροπής του ποιητή.
Ο Πάουντ ήταν Αμερικανός – βαθιά και αθεράπευτα. Η σκέψη του είχε χτιστεί με υλικά από τον γήινο κοινοτισμό του Τζέφερσον, τη ζωτικοκρατία του Ουόλτ Ουίτμαν, τον ατομικιστικό αναρχισμό του Ντέιβιντ Θόροου, τον νεοπλατωνισμό του Έμερσον και τον πραγματισμό του Ουίλιαμ Τζέιμς. Με τα υλικά αυτά μπορεί κανείς να διαμορφώσει μιαν αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα, εντελώς νωθρή, ή μια προσωπικότητα εντυπωσιακά ενεργητική – συχνά το ίδιο αλλοπρόσαλλη. Ο Πάουντ φαίνεται να ανήκει στο δεύτερο είδος. […] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)