Πόσο εύκολα μπορείς να αναζητήσεις την κατά τα φαινόμενα αδιέξοδη κατάσταση της εξαφάνισης ενός ανθρώπου; Ποια είναι τα όρια της ανθρώπινης αντοχής του επιθεωρητή, ο οποίος έχει επωμιστεί την αναζήτηση του εξαφανισμένου Κάρλος; Η πρώτη συγγραφική απόπειρα του Σκοτσέζου ΜακΊνες ενέχει περισσότερες ερωτήσεις και αινίγματα παρά απαντήσεις όπως ίσως θα περιμέναμε να συμβεί σε ένα κατά τα φαινόμενα καθαρόαιμο αστυνομικό κυνηγητό εξιχνίασης μιας δυσεπίλυτης υπόθεσης εξαφάνισης. Ωστόσο, η επιστημονική και μεταφυσική διάσταση παραμονεύουν. Ο ΜακΊνες εδώ παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα πολυσυλλεκτικό, ένα μυθιστόρημα που έχει χαρακτηριστικά δυστοπικής λογοτεχνίας ακολουθώντας την παράδοση των Χάξλει, Κλαρκ και Όργουελ, ένα μυθιστόρημα που συναρπάζει, εκπλήσσει και προκαλεί τον αναγνώστη, ενώ κυριολεκτικά τον στοιχειώνει.
Η φύση και ο άνθρωπος γίνονται από τον ΜακΊνες ισότιμοι πρωταγωνιστές σε ένα παιχνίδι μυστηριώδες και ενίοτε επικίνδυνο, χτίζει μια ιστορία που δίνει αφορμή για σκέψη, για στοχασμό και παράλληλα ανησυχία για το πόσο ο άνθρωπος είναι ευάλωτος και εύθραυστος, θύμα πολλές φορές της ίδιας του της ευφυΐας. Η φύση είναι τελικά αυτό από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει, είναι απόλυτα εξαρτώμενος από αυτήν, υπάγεται σε αυτήν και καμία προσπάθεια να την ξεγελάσει δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία. Η προσπάθεια παγίδευσής της με καινοτόμες ιδέες όπως αυτή της διαφαινόμενης κλωνοποίησης του Κάρλος καθίσταται τελικά ένα όπλο που απειλεί τον ίδιο τον άνθρωπο που μάταια πιστεύει πως μπορεί να παρέμβει εις βάρος της. Ο επιθεωρητής βρίσκεται στον υποτιθέμενο τόπο διεξαγωγής ενός εγκλήματος αλλά οι εκπλήξεις πολλές και τα μονοπάτια δαιδαλώδη.
Στην αναζήτηση της αλήθειας
“Αν ο άντρας είχε παρακινηθεί, έστω και έμμεσα, να κατασκευάσει ένα πιστό αντίγραφο της ζωής του, μια κενή και πληκτική απόκριση στην πιθανότητα κατάρρευσης. Πάνω από μία φορά, όλα ξανά από την αρχή, στοχεύοντας σε μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης”. Ο Κάρλος είναι ένας απλός εργαζόμενος σε μια εταιρεία που προσβλέπει στην καινοτομία και τους πειραματισμούς. Ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος φυσιολογικός, ο οποίος όμως ίσως κρύβει έναν απόκρυφο εαυτό. Εξαφανίζεται αδικαιολόγητα από το εστιατόριο στο οποίο βρισκόταν χωρίς καμία ένδειξη για το πού πήγε, γιατί εξαφανίστηκε, τι προθέσεις είχε αυτή η παράξενη συμπεριφορά του. Ο επιθεωρητής, ο οποίος έχει αναλάβει να δώσει λύση στις πολλές απορίες που έχουν δημιουργηθεί καταπιάνεται με μία πολύ δύσκολη αποστολή, αυτή της διαλεύκανσης μιας υπόθεσης που ουδείς γνωρίζει τι προεκτάσεις μπορεί να έχει.
Ο επιθεωρητής δεν φαίνεται σίγουρος για τίποτα, αμφιβάλλει για τα πάντα, αδυνατεί να κατανοήσει τις πραγματικές διαστάσεις και τους λόγους της εξαφάνισης και τελεί υπό συνεχή σύγχυση, ο επιθεωρητής είναι ουσιαστικά αυτός που επωμίζεται όλο το βάρος μιας υπόθεσης που πηγαίνει πέρα από τα όρια της δικής του λογικής, είναι όμηρος πια της ίδιας του της έρευνας. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ειλικρινά, πιστεύω ότι ίσως πρέπει να αρχίσω να αμφισβητώ την κρίση μου. Μερικές από τις ιδέες…υπήρχε μια περίοδος που σκεφτόμουν σοβαρά την πιθανότητα ο Κάρλος να κατέρρευσε, να του συνέβη κάτι σε μοριακό επίπεδο, να το πω έτσι. Κάτι που ξεκίνησε από το γραφείο”. Ουσιαστικά, όλα τα μέτωπα είναι ανοικτά, όλες οι ερμηνείες στο μυαλό του επιθεωρητή, ο οποίος βασανίζεται από πλήθος ερωτημάτων χωρίς σαφείς απαντήσεις.
Ένα μυθιστόρημα με πολλές ταυτότητες
Με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος ως προς την επινόηση του επιθεωρητή αλλά και με σαφείς ενδείξεις και δόμησης ενός ψυχολογικού μυθιστορήματος καθώς ο συγγραφέας σκιαγραφεί έναν επιθεωρητή σε κρίση ταυτότητας, ο ΜακΊνες εξυφαίνει μια ιστορία που δεν μπορεί παρά να έχει πολλές εκφάνσεις. Το δάσος στο οποίο αφιερώνεται το δεύτερο μέρος του βιβλίου θυμίζει κατά μία έννοια το βιβλίο του Νομπελίστα Γκόλντινγκ, ο Άρχοντας των μυγών με αυτή την αναφορά στη φύση και το απόκοσμο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται τα παιδιά που μετά από λίγο έπαψαν να συμπεριφέρονται ως παιδιά. Ομοιότητες ως προς το μεταφυσικό και το αλληγορικό στοιχείο αλλά και την ψυχοσύνθεση και τη δραματικότητα των ηρώων που επιστρατεύει ο ΜακΊνες μπορεί κάποιος να βρει και με την Καρδιά του σκότους του Τζόζεφ Κόνραντ, αν και η θεματική εκεί είναι διαφορετική. Ωστόσο, αυτό που κρατά κανείς και από τα δύο αυτά βιβλία είναι η κυριαρχία του κακού που αντιπαλεύεται το καλό, την τρωτότητα της ανθρώπινης φύσης που μονίμως θα υποτάσσεται στη μητέρα γη. Βέβαια στο “Γη χωρίς τέλος” ενυπάρχει μία μικρή αχτίδα ελπίδας και η πίστη στο θαύμα, την οποία όλοι επιζητούμε και στην πραγματική πραγματικότητα.
Ο Μπόρχες και οι ιστορίες μυστηρίου του, το απόκοσμο των φανταστικών όντων του και το ανατρεπτικό στοιχείο των ιστοριών του μοιάζει να έχουν στοιχειώσει τον ΜακΊνες με φράσεις όπως η παρακάτω: “Η προετοιμασία της ταφής αναπαριστά την προσφορά της ζωής, λες και φέροντας στην επιφάνεια τύρφη, χώμα, πέτρες, ζώα, οι άλλοι συλλέγουν ουσίες με τις οποίες μπορούν να κάνουν τον νεκρό να ξαναζήσει, ή να φτιάξουν έναν άλλον άνθρωπο από τα υλικά του”. Αυτό προσπαθεί και ο ΜακΊνες ως προς την σύλληψη της ιστορίας, να μην αναμασήσει τα ήδη γραμμένα και ειπωμένα αλλά με την δική του προσωπική αντίληψη και προσέγγιση, με το δικό του πνεύμα να αποτίσει φόρο τιμής στους λογοτεχνικούς δασκάλους και να προσφέρει μία ιστορία που εκπέμπει μηνύματα για την αξία του ανθρώπου και της φύσης ενώ παράλληλα να κρατά την αγωνία και το αναγνωστικό ενδιαφέρον στα ύψη. Να σημειωθεί πως η άρτια μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά συμβάλλει τα μέγιστα στην μετάδοση του ύφους του ΜακΊνες στον Έλληνα αναγνώστη.
“Είχε απολαύσει την αίσθηση της βροχής και την προσπάθεια της πεζοπορίας και ένιωθε ίσως ότι είχε φτάσει κάπου στην ανάλυση των ονείρων του – χρώσταγε στον εαυτό του μια στάση, ίσως και ένα ποτό, λίγο χρόνο για να χαλαρώσει και να στεγνώσει”.
“Όταν έβλεπε πράγματα που δεν ήταν εκεί, η πείνα του μεγάλωνε. Είχε μια ισχυρή ροπή στο να τρώει ζωή. Οι ώμοι του έγιναν πιο δυνατοί και φαρδιοί, τον βοηθούσαν να κοιτάζει προς τα πάνω. Επαναλάμβανε τις πράξεις που οδηγούσαν στην ευχαρίστηση και απέφευγε αυτές που έφερναν πόνο”.