Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, την απόπειρα δολοφονίας του και την ήττα του στις εκλογές, αυτοεξόριστος στο Παρίσι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μετάφραση του Θουκυδίδη. […] Η μετάφρασή του έγινε χωρίς το σύμπλεγμα του ειδικού φιλολόγου ο οποίος, από τον φόβο μην του διαφύγει κάποιος ρηματικός τύπος του πρωτοτύπου, αδιαφορεί για το αν θα στριμώξει τον αναγνώστη σε κάποια άκομψη διατύπωση που θα διακόψει τη ροή της σκέψης του, άρα για το δικαίωμα στην απόλαυση που σου προσφέρει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του πολιτισμού μας. Απέδωσε τα ελληνικά του Θουκυδίδη στα δικά του ελληνικά. Στη γλώσσα που μιλούσε και με την οποία σκεφτόταν. Σήμερα αυτήν τη γλώσσα εμείς την αποκαλούμε “απλή καθαρεύουσα”. Ο Θουκυδίδης του Βενιζέλου είναι η απόδειξη, μία από τις αποδείξεις, που αναιρούν τα επιχειρήματα του γλωσσικού μανιχαϊσμού μας. Αυτός καταδίκασε την καθαρεύουσα ως γλώσσα τεχνητή. Η εκπαίδευσή μας την έχει εξορίσει παραγνωρίζοντας ότι σημαντικά έργα της λογοτεχνίας μας, άρα ένα σημαντικό κεφάλαιο του δικού μας πολιτισμού, έχουν γραφτεί στην καθαρεύουσα. Κι όταν μια γλώσσα μπορεί να δημιουργήσει λογοτεχνία, μόνο τεχνητή δεν είναι. Η απόδοση του Θουκυδίδη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι ένα από τα λογοτεχνικά μνημεία της σύγχρονης Ελλάδας. (Από το εισαγωγικό σημείωμα του Τάκη Θεοδωρόπουλου)
Η πολιτική ιστορία του Θουκυδίδη είναι σίγουρα ελληνική εφεύρεση. Πρόκειται για την αναζήτηση της ισχύος στις σχέσεις των κοινωνιών, αλλά ειδικότερα στην πόλη-κράτος, μια ιδεώδη κοιτίδα για την ανάπτυξη του πολιτισμού. Η αφοσίωση στο πνεύμα της πόλης προϋποθέτει μια πίστη του πολίτη, πίστη σχετική με τη χριστιανική πίστη στην αθανασία της ψυχής. Χωρίς την αφοσίωση αυτή, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσαν να αφιερώσουν κάποια από τα σημαντικότερα έργα τους στο καλό της πολιτείας. (Από το εισαγωγικό σημείωμα του Θάνου Μ. Βερέμη)