Η ιστορία του Ίβο Άντριτς είναι από αυτές που η λογοτεχνική -και όχι μόνο- ιστορία μπορεί και θυμάται, γιατί λησμονώντας την θα ήταν πολύ πιο φτωχή. Ο Άντριτς υπήρξε μυθιστοριογράφος, ποιητής και συγγραφέας σύντομων ιστοριών και κατάφερε με τη γραφή του να καταγράψει την πολυτάραχη ιστορία της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, έτσι όπως ο ίδιος την έζησε καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, υπηρετώντας ως διπλωμάτης σε διάφορες θέσεις και μέρη της Ευρώπης και δυστυχώς να προβλέψει τα οδυνηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν με τη διάλυση της άλλοτε κραταιάς και περήφανης χώρας. Στην ανακοίνωση της απόφασης για την βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, η επιτροπή ανέφερε πως ο Άντριτς τιμάται γιατί κατάφερε με τον λόγο του να ανιχνεύσει θέματα και να αποτυπώσει στο χαρτί την μοίρα ανθρώπων της πατρίδας του διεισδύοντας εμμέσως πλην σαφώς σε όλα αυτά που κλόνισαν την ευρύτερη περιοχή την περίοδο εκείνη. Ο ίδιος βίωσε στα νεανικά του χρόνια την ταραχή που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και μάλιστα σε βαθμό που φυλακίστηκε για αντικυβερνητικά φρονήματα όντας φίλος του δολοφόνου του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου. Η δολοφονία του τελευταίου αποτέλεσε και την αφορμή για το ξέσπασμα του αιματηρού πολέμου με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες.
Η διαμόρφωση της λογοτεχνικής προσωπικότητας
Ο Άντριτς, λόγω αυτής της «ένοχης» φιλίας που διατηρούσε έως τότε και λόγω της υπόνοιας ανάμειξής του σε επαναστατικές δράσεις και κινήσεις υπονόμευσης του κράτους, πέρασε πολλά χρόνια σε φυλακές και εξορίες αλλά φαίνεται πως αυτή η περίοδος καρτερικότητας και αναμονής αθώωσής του – ειρήσθω εν παρόδω δεν βρέθηκε ποτέ καμία κατηγορία εναντίον του για την παραμικρή του ανάμειξη – ήταν που ζύμωσε και διαμόρφωσε το συγγραφέα και διανοούμενο. Ο ίδιος αφιέρωνε πολύ χρόνο στην ανάγνωση συγγραμμάτων, στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και κατά την διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθούσαν και ύστερα από την γενική αμνηστία που θα χάριζε ο Αυτοκράτορας Κάρολος σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους της Αυστροουγγαρίας, θα επιδιδόταν στη συγγραφή και δημοσίευση πολλαπλών κειμένων όπως ποιήματα, θεατρικά, κριτικές βιβλίων αλλά και μεταφράσεις. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία αλλά η έλλειψη χρημάτων – τα γραπτά του δεν απέφεραν παρά πενιχρά κέρδη – τον οδήγησαν να αναλάβει κυβερνητική θέση διπλωμάτη. Έτσι αρχίζει μια λαμπρή σταδιοδρομία από το 1919 έως το 1941 χωρίς όμως την αποφυγή εντάσεων και εκπλήξεων για τον ίδιο, περίοδο κατά την οποία θα αντιληφθεί πρόσωπα και πράγματα, θα αφουγκραστεί τον παλμό των ιστορικών συμβάντων και θα ζήσει εκ του σύνεγγυς τις δραματικές εξελίξεις που άλλαξαν τις ισορροπίες και αναδιαμόρφωσαν πολιτικά και γεωγραφικά την Γηραιά ήπειρο.
Η επιρροή των κλασικών
Αν δεν διαβάσεις δεν μπορείς να γράψεις ή τουλάχιστον δε θα κουβαλήσεις στην έκφρασή σου αυτό που κρύβεις μέσα σου και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα κάθε φορά που κανείς προσπαθεί να αναλύσει μία προσωπικότητα της λογοτεχνίας. Ο Άντριτς μελέτησε από νωρίς τους Αρχαίους και τους Λατίνους συγγραφείς ενώ ήρθε σε επαφή με λογοτέχνες, το έργο των οποίων καθόρισε την προσωπικότητά του και τον τρόπο γραφής του όπως ο ίδιος δήλωσε κάποτε. Κάφκα, Φλωμπέρ, Χένρυ Τζέιμς, Ρίλκε, Γκαίτε και Κόνραντ είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που στιγμάτισαν τις αναγνώσεις του. Χαρακτηριστική είναι η επιρροή των σύγχρονων αλλά και παλαιότερων Πολωνών και Σέρβων συγγραφέων, στους οποίους κάνει ιδιαίτερη μνεία ενώ ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού του ύφους έπαιξε ο Κάφκα και ο φιλόσοφος Κίρκεγκωρ, μια και είναι σαφής η φιλοσοφική διάσταση σχεδόν όλων του των συγγραμμάτων.
Η Βοσνιακή τριλογία
Το 1926 ο Άντριτς μετατίθεται στην Μασσαλία ως υποπρόξενος και ύστερα στο Παρίσι. Δυστυχώς η ζωή εκεί είναι για εκείνον πέρα για πέρα μοναχική, παραπονιέται στους οικείους και φίλους του για αυτή την μοναχικότητα και ως αντίδοτο καταπιάνεται με τη μελέτη των αρχείων του προξενείου σχετικά με το ρόλο της Γαλλίας στην περιοχή του Τράβνικ κατά την περίοδο 1809-1814 – αυτή η μελέτη θα καταστεί η έμπνευση για το δεύτερο μέρος της Τριλογίας – και θα ανακαλύψει πολύτιμα έγγραφα και μαρτυρίες που δεν γνώριζε. Έχοντας ήδη στο μυαλό του αυτά που εντατικά μελέτησε εκείνη την περίοδο και έχοντας βιώσει τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όχι πια από την θέση του διπλωμάτη αφού έχει αποχωρήσει από το σώμα, θα συνεχίσει και θα τελειώσει τη συγγραφή της Βοσνιακής τριλογίας. Το 1945 είναι η χρονιά δημοσίευσης της Βοσνιακής τριλογίας που στάθηκε η ισχυρή αφορμή για να λάβει το Βραβείο Νόμπελ το 1961. Η τριλογία αποτελείται από το Γεφύρι του Δρίνου, Το χρονικό του Τράβνικ και τη Δεσποινίδα.
Kατά το Χέγκελ «το μόνο που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η ιστορία». Το οδοιπορικό που επιχειρεί στην Βοσνιακή τριλογία ο Ίβο Άντριτς ενισχύει την άποψη του Χέγκελ και έρχεται με τραγικά επίκαιρο τρόπο να την επικροτήσει και να την επαυξήσει. Η πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων -και δη η πρώην Γιουγκοσλαβία- έχει ένα ιστορικό βεβαρημένο που λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί ανασταλτικά για την ειρήνη στην περιοχή λόγω της πολυφυλετικής της διάστασης και της πολυφωνίας των λαών που την κατοικούν, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια άλλη Μέση Ανατολή. Εμείς όλοι, παραμένουμε θεατές αυτής της κατάστασης, η οποία χρόνια τώρα με επώδυνες συνέπειες μετατρέπεται σε τροχοπέδη ανάπτυξης και ευημερίας, εμφανίζεται σα λύκος της στέπας να δηλητηριάζει με μίσος και μισαλλοδοξία κάθε προσπάθεια ανόρθωσης και συνύπαρξης των ανθρώπων.
Διενέξεις και συγκρούσεις
Ο Άντριτς, νομπελίστας συγγραφέας – τότε που ακόμα τα Nόμπελ δεν δίνονταν τόσο έκδηλα τυφλά και κάτω από το τραπέζι για να εξυπηρετήσουν πολιτικά ή άλλα συμφέροντα – πηγαίνει πίσω το χρόνο τότε που η ζύμωση των γεγονότων έδινε και έπαιρνε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η ειρήνη έκαιγε σαν καυτή πατάτα, τελώντας υπό συνεχή αμφισβήτηση και βρισκόμενη πολλές φορές στο έλεος των προσωπικών επιθυμιών των ηγετών της. Σε αυτή την επισφαλή ατμόσφαιρα που μύριζε πόλεμο και ανταλλαγή πυρών, οι αλληλοσυγκρούσεις, οι πολιτικές και διπλωματικές μάχες για την πρωτοκαθεδρία στο σκηνικό που είχε στηθεί καθώς και οι συνεχείς κόντρες και αντιπαραθέσεις Ρωσίας και Γαλλίας αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Όλα τα έθνη έπαιζαν τα ζάρια τους στη διεθνή σκακιέρα και το παραμικρό λάθος κόστιζε πολύ ακριβά. Σε αυτό το πλαίσιο κοσμοϊστορικών αλλαγών στην ταραγμένη ήπειρο που ονομάζουμε Ευρώπη, τα Βαλκάνια αποτελούσαν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα γεωστρατηγικό σημείο στο χάρτη που καθίστατο μήλο της έριδος για τους διεκδικητές. Οι χώρες της πρώην πια Γιουγκοσλαβίας βρίσκονταν, όπως και η Ελλάδα, υπό τούρκικη κυριαρχία και οι τότε μεγάλες δυνάμεις όπως μάθαμε να τις αποκαλούμε, Γαλλία, Αγγλία και Αυστρία κινούσαν τα δικά τους νήματα με σκοπό να κερδίσουν ένα μέρος της πίτας όταν θα ερχόταν η ώρα της κοπής της. Σε αυτό το μοίρασμα λοιπόν όφειλαν και λαχταρούσαν να βρίσκονται παρούσες για να επωφεληθούν από τις γηγενείς πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι οποίες τότε ήταν άφθονες και ανέγγιχτες.
Και στα τρία μέρη της Τριλογίας ο Άντριτς καταδεικνύει με το λόγο του και την προσωπική του εμπειρία αλλά και με καίρια ματιά ιστορικού όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη περιοχή όπου αλλάζουν ραγδαία και απρόβλεπτα οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί και τα ονόματα τους τελευταίους τέσσερις αιώνες μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων λόγω διενέξεων, διαφωνιών και συνεχόμενων πολέμων. Και αυτό γιατί πρόκειται για μια περιοχή που μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή λόγω των διαφορετικών θρησκειών και πεποιθήσεων, ένα μωσαϊκό λαών που απλά συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη την περίοδο που ο Άντριτς γράφει την Τριλογία. Μέσα από την περιγραφή κατανοούμε πόσο μεγάλες είναι οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, Σέρβικης, Κροάτικης και Βοσνιακής και πόσο αυτή η συνύπαρξη κρέμεται συνεχώς από μία κλωστή. Αυτή η μετέωρη κατάσταση άρχισε να διαμορφώνεται από πολύ νωρίς λόγω του προβλήματος του καθορισμού ταυτότητας, καθώς πάντα στο ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον υπήρχε αυτή η ταλάντευση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Διαχρονικό «Χρονικό του Τράβνικ»
Ο Άντριτς μάς αφηγείται σε αυτό το παραμύθι χωρίς αίσια αρχή και τέλος,-γιατί η ιστορία δεν είναι αμερικάνικη ταινία όπου κερδίζει πάντα ο καλός, μία Βοσνία – μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ήταν Βόσνιος – χαμένη κυριολεκτικά στη μετάφραση των δικών της συμφερόντων που όμως οι άνθρωποί της κοντόφθαλμοι, μικρόψυχοι και μικροπρεπείς αδυνατούν να συγχρονιστούν για το καλό του τόπου τους και αναλώνονται σε συνωμοσίες, προδοσίες και αλληλοσπαραγμούς. Σε αυτό όμως το μεταίχμιο καραδοκούν οι Τούρκοι που διοικούν και εποφθαλμιούν και το παραμικρό παραστράτημα για να εδραιώσουν με μεγαλύτερη ένταση την κυριαρχία τους. Παρουσιάζεται ένας τόπος, το Τράβνικ, όπου διαδραματίζονται σκηνές τριτοκοσμικές, δραματικές και πολλές φορές απάνθρωπες, από ανθρώπους που δε δείχνουν κανένα σεβασμό, μεμψιμοιρούν, κουτσομπολεύουν το διπλανό τους και στήνουν τρικλοποδιές με σκοπό να αφαιμάξουν ό,τι περισσότερο καταφέρουν από το βιος του πλησίον τους. Ισότητα, ελεύθερη διακίνηση ιδεών και πειθαρχία είναι λέξεις που δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό τους. Οι μόνοι που αντιστέκονται σε αυτή τη συγκυρία είναι οι Σέρβοι, λαός περήφανος και ελεύθερος από αρχής του, που παλεύουν για την ανεξαρτησία τους, δοκιμάζουν τις αντοχές τους και με εξεγέρσεις και επαναστάσεις επιχειρούν να αποκτήσουν το αγαθό της απεξάρτησης από τον τούρκικο ζυγό που πνίγει κάθε δυνατότητα εξέλιξης. Και αυτά που αφηγείται, με βλέμμα στο μέλλον έχοντας ως πυξίδα το παρελθόν, είναι αυτά για τα οποία μίλησε ανοιχτά και διεξοδικά χωρίς να φοβηθεί ούτε στιγμή, έτσι όπως δε φοβήθηκε να αρνηθεί τη συνεργασία με τους Ναζιστές όταν αυτοί του απηύθυναν με πρόκληση -ανοιχτή πρόσκληση.
Αποσπάσματα
«Αυτό που είναι τρομερό δεν είναι ότι γερνάμε, γινόμαστε αδύναμοι, και πεθαίνουμε, αλλά ότι καινούργιοι άνθρωποι, νέοι και διαφορετικοί, έρχονται ορμητικά από πίσω μας. Ουσιαστικά αυτό είναι ο θάνατος. Κανένας δεν μας τραβάει προς τον τάφο, από πίσω μας σπρώχνουν».
«Δεν έπρεπε κάποιος να φοβάται τους ανθρώπους. Εγώ δεν φοβάμαι τους ανθρώπους αλλά ό,τι είναι απάνθρωπο σε αυτούς».