Ο Κιμ έλεγε στα μεγαλύτερα παιδιά ιστορίες για το μέγεθος και την ομορφιά της Λαχόρης, για το ταξίδι με το τρένο και άλλα παρόμοια πράγματα της πόλης, ενώ οι άντρες μιλούσαν νωχελικά καθώς τα ζώα αναμασούσαν το χορτάρι τους. Δημοσιευμένο το 1901, το αριστούργημα του Κίπλινγκ αφηγείται την ενηλικίωση του μικρού και πανέξυπνου Κιμ, του «Μικρού Φίλου του Κόσμου Όλου», και τη διαχρονική ιστορία της σχέσης δασκάλου και μαθητή, σοφίας και αφοσίωσης. Το βασικό μοτίβο του μυθιστορήματος είναι η ζωή στους δρόμους της Ινδίας με τα καραβάνια, τις κοινωνικές ανισότητες και τα ανατολίτικα παραμύθια που απεικονίζουν την ποικιλία της ζωής σ’ ένα όμορφο αλλά εχθρικό περιβάλλον, κάτω από την ταραχώδη εξουσία του Βρετανού Ράτζα. Χαμένος σε αυτόν τον αφανή κόσμο, ανάμεσα στον Γάγγη και στα Ιμαλάια, ο μικρός περιπλανώμενος των δρόμων, ο Κιμ, ξύπνιο, μαυρισμένο διαβολάκι, χαριτωμένος αλητάκος, αν και έχει ιρλανδική καταγωγή, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους μικρούς Ινδούς. Δίπλα του, στον δεύτερο κεντρικό ρόλο, βρίσκουμε τον Θιβετιανό του δάσκαλο, τον λάμα, που θεωρεί τον Κιμ τον αγαπημένο μαθητή του, τον τσέλα του, που βρίσκει για εκείνον φαγητό, που του τρίβει τα πόδια, που τον λατρεύει. Ο Κιμ πηγαίνει σχολείο και εκπαιδεύεται για να γίνει κατάσκοπος, ταυτόχρονα όμως διατηρεί τους δεσμούς ευγνωμοσύνης προς τον δάσκαλό του. Οι χαρακτήρες περιγράφονται ολοζώντανοι στον καθρέφτη της εποχής της αποικιοκρατίας: Αγγλικανοί και Καθολικοί ιερείς σε αντιπαράθεση, ένας αργυραμοιβός και πωλητής αλόγων, μια πλούσια χήρα, Βρετανοί πράκτορες του Μεγάλου Παιχνιδιού, η αγγλορωσική αντιπαλότητα για την κυριαρχία στην Ινδία και στο Αφγανιστάν, που συνεχίστηκε αδιάλειπτη τον 20ό και τον 21ο αιώνα. Αλλά το μεγαλείο του βιβλίου δεν βρίσκεται τόσο στις απολαυστικές πικαρέσκες περιπέτειες του Κιμ όσο στο πανόραμα του αγγλοϊνδικού τρόπου ζωής στα τέλη του 19ου αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)