Η ερωτική λογοτεχνία των προηγούμενων αιώνων, ξεκινώντας από τον 18ο και μέχρι τον 20ο, είναι το σημείο εκκίνησης της παραληρηματικής αφήγησης της συγγραφέως Μαριέλ Νικοδήμος που μας παρουσιάζει 40 γράμματα πένθους μέσα από μία αλληλουχία επιστολών που στόχο έχουν να προκαλέσουν και να σκανδαλίσουν, να δώσουν το στίγμα της απώλειας. Μας προσκαλεί με όπλο τον ντε Σαντ, τον οποίο χρησιμοποιεί ως ορμητήριό της και κύριο εμπνευστή της, να εντρυφήσουμε στον ακόλαστο λόγο, σε έναν λόγο πολεμικό, γιατί ο έρωτας είναι πόλεμος. Έτσι, κατορθώνει με τον χειμαρρώδη αφηγηματικό οίστρο, που ξεδιπλώνεται σε κάθε ένα από τα γράμματα αυτά, να παρασύρει τον αναγνώστη σε μία στρατόσφαιρα ανταλλαγής πυρών προς το αντικείμενο του πόθου της που έχει πια χαθεί.
Η αφηγήτρια, οργισμένη στρατιώτης των πόθων της, πασχίζει να υπερασπιστεί τους θεμέλιους λίθους μίας σχέσης που έχει τελειώσει και εκείνη αδυνατεί να το συνειδητοποιήσει, καθώς η σκέψη της ταξιδεύει σε αυτήν που προκάλεσε την οργή της. Με λυρικότητα στις περιγραφές, ποιητικότητα στο συναίσθημα και επιθετικότητα στον λόγο, εκφράζεται ανοιχτά και απροκάλυπτα προς το άλλο μέλος και εξαπολύει βέλη επικίνδυνα και φλογερά γεμάτα δηλητήριο, γεμάτα ειρωνεία, φλεγματικότητα και μένος και έτσι ξετυλίγει το κουβάρι του θυμού της, της ηδονής που της στερείται από την σύντροφό της, αυτήν που την πρόδωσε για κάποιον άλλον. Είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στην αποστολή των επιστολών της όπου ο αναγνώστης την βρίσκει να μη διστάζει να μιλήσει πρόστυχα, να εξυβρίσει, να στοχεύσει δίχως καμία αιδώ τον θύτη που την κατέστησε θύμα της.
Η σύγχρονη μορφή του τέλους μιας σχέσης
Με το μυαλό στους προγενέστερους μεγάλους συγγραφείς όπως ο Φλωμπέρ, ο Μπαλζάκ, ο Μωπασάν που τόσο δόξασαν και ύμνησαν τον έρωτα και την αγάπη αλλά μίλησαν και για το οδυνηρό τέλος, η συγγραφέας διεισδύει δίχως αναλγητικό στον πόνο που προκαλούν οι τίτλοι τέλους σε έναν δεσμό. Η αφηγήτρια ηρωίδα είναι έρμαιο της αδυναμίας να συλλογιστεί τι συμβαίνει, βρίσκεται στα δίχτυα της αδυναμίας της αυτής και νιώθει φυλακισμένη και αιχμάλωτη σε ένα παρελθόν που δεν έχει πια παρόν και προφανώς ούτε και κανένα μέλλον. Με όπλο στο λεξιλόγιο και στις αναφορές της τη μουσική, τη ζωγραφική και άλλες τέχνες, η αφήγηση ξεπερνάει τα όρια και οργιάζει η γλαφυρότητα, ένα πέπλο ερωτικών παλινωδιών καλύπτει τον ουρανό της ψυχής της και ο ήλιος αργεί ακόμα να φανεί στον ορίζοντα.
Έχει σαφείς εκδικητικές τάσεις η πρωταγωνίστρια όπως ακριβώς έχει και η ηρωίδα στο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην “Το τέλος μιας σχέσης”, ο λόγος της είναι θερμικά φορτισμένος και αυτό δεν το κρύβει σε καμία εκφορά των φράσεων με τις οποίες επιθυμεί να τσακίσει το θύμα της. “…σε κρατώ, μικρή μου, σε κρατώ και περιμένω να γίνεις θηρίο ανήμερο για να σε καμαρώσω. Ύστερα θα σφίξω τα χέρια μου με δύναμη για να σε τσακίσω για να σε δω να κομματιάζεσαι μέχρι να γίνεις ένας κλαψιάρικος και ακαλαίσθητος λυρισμός, αγοραία ελπίδα για μεταπράτες, ευνούχους, παράφρονες και δολοφόνους”. Είναι καταιγιστική η ροή στην σκέψη της, δεν παύει να γίνεται λάβρος κατά της απόφασης της συντρόφου της, της ειλημμένης και δίχως επιστροφή απόφασης να την εγκαταλείψει για κάποιον γέρο και μέντορα-μαστροπό όπως τον αποκαλεί υποτιμητικά.
Διαφαίνεται μέσα στο κείμενο ο λόγος που καίει όπως στον Ρεμπώ και στο βιβλίο του “Μια εποχή στην κόλαση” γιατί εκεί θέλει να δει διακαώς την σύντροφό της να κυλιέται μετά από το κακό που της προξένησε δίχως δεύτερη σκέψη. Η συγγραφέας με τις επιστολές αυτές προσπαθεί να ξεριζώσει από την ψυχή της ηρωίδας της τα σκληρά και άγρια χόρτα, τα “Άνθη του κακού” για να θυμηθούμε και τον Μπωντλαίρ που σίγουρα έχει κάπου στα βάθη του μυαλού της. Είναι οι επιστολές και ο φλεγματικός τους τόνος η καλύτερη απάντηση σε όσα την απασχολούν, είναι ένας αγώνας αυτολύτρωσης και αυτοκάθαρσης από τα βάσανα του αποχωρισμού που βιώνει.
Το τέλος της σχέσης ήρθε μέσω των νέων μορφών κοινωνικής δικτύωσης, μέσω της τεχνολογίας που σάρωσε τα ρομαντικά αποθέματα των παλαιότερων χρόνων και πλέον κατέστρεψε κάθε μαγεία στην επικοινωνία, το τίμημα που πληρώνουν οι άνθρωποι είναι αυτό που οι ίδιοι δημιούργησαν, αποστασιοποιημένα μηνύματα, κενά γράμματα, λέξεις που πέφτουν στον φωταγωγό της καρδιάς και βρίσκουν πάτο. Κανένα έλεος και για την αφηγήτρια, καμία συμπόνια, έρμαιο της μοναξιάς της προσπαθεί τώρα με πόνο ψυχής κατά κάποιο τρόπο να την γιορτάσει, αν είναι εφικτό. “Ονειρεύομαι να ανέβω μια σκάλα, απότομη και επικίνδυνη που δεν πατάει πουθενά, μια σκάλα που αιωρείται πάνω από την έρημη πλατεία του Ντε Κίρικο με την ανακεκλιμένη Αριάδνη, για να αγαπήσω τη μοναξιά που μου χάρισες, να την κάνω θρησκεία, να την υμνήσω, να γράψω πολυσέλιδες πραγματείες για την εγκατάλειψη, δυνατές, μεστές, αλλά κυρίως αποκαλυπτικές για τα όνειρα που χτίζει όχι ο ύπνος, αλλά εμείς οι ίδιοι”. Ο έρωτας κάπου εδώ τελείωσε, ζήτω ο έρωτας!
“Οργή σημαίνει να διατηρείς συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθυμείσαι δηλαδή το κακό που σου έγινε”.
“Ήσουν άγαλμα πάνω σε επιτύμβιο μνημείο, είχες γίνει η ανυπόδητη καρμελίτισσα που αποθέωσε ο Μπερνίνι. Δεν ξέρω αν ήταν για αυτό που επέμενες να πάμε στη Ρώμη, θυμάμαι όμως ότι πριν συναντηθούμε μου είχες στείλει στον σκουπιδότοπό μου, μια φωτογραφία του γλυπτού”.