Αγοράστε το βιβλίο από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη
Μετά τη δραματική διάλυση μιας παθιασμένης σχέσης, το τέλος της οποίας δεν ήταν προδιαγεγραμμένο, ύστερα από μια ξαφνική δήλωση εγκατάλειψης ‒που γίνεται μέσω τηλεφώνων και Διαδικτύου‒ Εκείνη, που δεν είχε δει την αυλαία να πέφτει, αδυνατεί να το αποδεχτεί. Μοναδική της διέξοδος, η αποδόμηση του γεγονότος και το γρήγορο «χτίσιμο» της μυθιστορηματικής εκδοχής του πάνω στα απομεινάρια του συναισθηματικού σεισμού. Σαράντα γράμματα –όσο και οι βαρύτατες μέρες του πένθους μετά τον θάνατο αγαπημένου προσώπου– ξετυλίγουν το χρονικό της εγκατάλειψης. Μέσα από την τέχνη, αλλά κυρίως το θέατρο, και μάλιστα εκείνο της ωμότητας του Antonin Artaud, η Μαριέλ Νικοδήμος μεταγράφει σε λέξεις το ερωτικό πένθος που η εικονική πραγματικότητα τείνει, σήμερα, να ευτελίσει, όπως και κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Η επιβίωση οφείλεται στον Λόγο, ένας λόγος σκληρός, αμείλικτος, οργισμένος. Δύο γυναικείες μορφές ταξιδεύουν από το φως στο σκοτάδι· ποια είναι η χαμένη και ποια η κερδισμένη δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η πένα της Νικοδήμος είναι χειρουργικό νυστέρι ακριβείας. Μακριά από αυτοαναφορές και μιμητικούς πειρασμούς, η συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο ύφος που έχει τις πηγές του στη μεγάλη λογοτεχνία (με πλάγια τα δάνειά της μέσα στο κείμενο) πάνω στην οποία χτίζει: «[…]παλεύω χρόνια με τον Λόγο, αυτός είναι η θρησκεία μου, το ήθος μου, η παρηγοριά και το όπλο μου. Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος αυτός δεν αλλοιώνεται», γράφει σε μία από τις σαράντα επιστολές.
Από κλασικές αφηγηματικές οδούς, χαραγμένες με αποφασιστικότητα και θάρρος (κεντρική αρτηρία ο Ηλιογάβαλος του Αντονέν Αρτό με διακλαδώσεις Λόρκα, Ντεσνός, Κλοντέλ κ.ά.) ξεκινά ομαλά –και με τρόπο φυσικό όπως διαπιστώνει κανείς σχεδόν αμέσως– η πορεία του δράματος ή της επιστολικής κομεντί όπως τη θέλει η συγγραφέας. Η δριμύτατη κριτική που, η τελευταία, ασκεί στην εικονική πραγματικότητα και στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης μαρτυρούν για τον ευτελισμό των αξιών οι οποίες μέχρι πρότινος θεωρούνταν σταθερές αξίες ζωής: «[…] φιλοδοξώ να γράψω “Το εγχειρίδιο της ανατομίας του έρωτα στα χρόνια του σκουπιδαριού”», θα δηλώσει με απόγνωση διαπιστώνοντας πως όλα, ακόμη και ο έρωτας, δεν είναι παρά φενάκη μέσα από τη διαδικτυακή καθημερινότητα. Οι βίαιες εναλλαγές του λόγου –από την αχαλίνωτη ωμότητα στον υπερβατικό λυρισμό– δομούν σταδιακά τη σκηνή του μελοδράματος που θα γεμίσει με παράξενες φτερωτές υπάρξεις: «Άκυρα όλα γιατί προδόθηκες. Ακυρώ¬θηκαν όλα γιατί, ως διά μαγείας, το θέατρο γέμισε σαρκοβόρες πεταλούδες!» Ο Ηλιογάβαλος (ο αυτοκράτορας ήρωας του Αρτό) γίνεται το alter ego της Νικοδήμος για να μπορέσει να ασκήσει δικαιωματικά την κριτική της: «Η Αλαζονεία, που επιμένω να λέω Superbia, είναι ένα από τα
επτά θανάσιμα αμαρτήματα, δεν χρειάζεται να μου το πεις, είμαι παράφορα αμαρτωλή!» Το παιχνίδι είναι απόλυτα έντιμο, δίχως υπεκφυγές, δισταγμούς και πισωγυρίσματα· θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για λυρική ωμότητα.
Η δομή ακολουθεί πιστά την παράδοση της επιστολικής αφήγησης του ευρωπαϊκού 18ου αιώνα με αντιστίξεις καθημερινότητας (τα διαδικτυακά μηνύματα) που ακολουθούν τις πλείστες των επιστολών. Πρόκειται εμφανώς για μια μετα-υπερρεαλιστική μυθοπλασία που αναγγέλλει ένα μάλλον ζοφερό μέλλον αφήνοντας παρ’ όλα αυτά κάποια ελπίδα για ένα αβέβαιο αύριο: «Θέλω να πιστεύω πως όταν ξαναγεννηθώ ο εφι¬άλτης θα έχει τελειώσει, τα σκουπίδια θα έχουν φύγει από τη ζωή μας και το Διαδί¬κτυο θα ανήκει πλέον στην εποχή των δει¬νοσαύρων». Η μεγάλη αγωνία όμως είναι για την επιβίωση του Λόγου που σιγά σιγά βγάζουμε από τη ζωή μας: «Εκεί που δεν υπάρχει Λόγος βασιλεύει η οδύνη. Υπήρξαμε άραγε;» Και η ερώτηση αυτή που έρχεται να κλείσει το γράμμα ΧVIII βρίσκει, δικαίως, τη θέση της στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.