Ο Πωλ Βαλερύ είχε δώσει κάποτε τη δική του ξεχωριστή εκδοχή για το πώς ορίζεται η έννοια πόλεμος με τα παρακάτω λόγια: “Πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν”. Η ιστορία ενός στρατιώτη είναι ένα κείμενο αποκαλυπτικό της εσωτερικής έντασης που επικρατεί στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που μοιάζει χαμένος στις σκέψεις του. Πριν ή μετά από τη μάχη ο ήρωας του Χόφμανσταλ συγκλονίζεται από εικόνες της παιδικής του ηλικίας που διατρέχουν το μυαλό, από στιγμιότυπα που χάραξαν τη μνήμη του και τώρα που φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση για όλα αυτά που βιώνει στο μέτωπο επανέρχονται σκηνές δραματικές και τον αναστατώνουν.
Ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της βιεννέζικης πρωτοπορίας και το 1901 εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία για να αφιερωθεί στο γράψιμο. Χάρη σε αυτή του την απόφαση έχουμε στα χέρια μας αυτό το μικρό αλλά πολύ σημαντικό κείμενο που περιέχει πλήθος συλλογισμών και την αγωνία ενός στρατιώτη, του άγνωστου και ανώνυμου στρατιώτη που ξεκινάει για τον πόλεμο και το μέτωπο δίχως να έχει πραγματικά στον νου του την διάσταση εκείνη της επιχείρησης που καλείται να φέρει εις πέρας. Ίσως να μην κατανοεί καθόλου ποια είναι η αποστολή του και γιατί βρίσκεται εκεί να πολεμήσει και στο όνομα ποιου να αγωνιστεί, μιας πατρίδας ναι αλλά με τι αντίκρισμα; Είναι αυτό που είχε πει και ο καγκελάριος Μπίσμαρκ και επιβεβαιώνεται πλήρως: “Όποιος έχει δει τα μάτια ενός στρατιώτη ετοιμοθάνατου στο πεδίο της μάχης, θα το καλοσκεφτεί πριν ξεκινήσει έναν πόλεμο”.
Μια ιστορία από το μέτωπο της ζωής
Το κείμενο του Χόφμανσταλ είναι εμποτισμένο με μία λυρικότητα και ποιητικότητα που μέσα από τα χείλη του αφηγητή αποδεικνύει και εντείνει το πλέγμα αμφιβολιών στο οποίο έχει μπλεχτεί ο πρωταγωνιστής στρατιώτης. Ξεφεύγει από το μέρος όπου παρευρίσκονταν οι υπόλοιποι στρατιώτες και οδεύει προς κάπου απόμερα, μακριά από το θόρυβο και το πλήθος εκεί όπου θα τον αγκαλιάσει μια κάποια ηρεμία σε μία προσπάθεια να συναντήσει τον ίδιο του τον εαυτό και να συνομιλήσει με τα φαντάσματα του παρελθόντος του και να ξεδιαλύνει τα όσα έχουν πλημμυρίσει το ανήσυχο και ανασφαλές μυαλό του. Είναι ένας ναυαγός σε στεριά, ένας βασανισμένος επιζών, ένας περιπατητής και ένας ακροβάτης μίας ύπαρξης που αναζητά διέξοδο. “Η ψυχή του γινόταν προσιτή σε κάθε τι εκφοβιστικό και θλιβερό συνάμα. Τώρα ήξερε πως θα ξάπλωνε μάταια γι’ ακόμα μια φορά στο κρεβάτι και πως ο πύρινος ήλιος δεν θα τον αποκοίμιζε, μα αντιθέτως, θα τον κούραζε εσωτερικά γιατί ήταν ανεξήγητα διεγερμένος”.
Ο στρατιώτης του Χόφμανσταλ είναι η προσωποποίηση του δράματος που ζούσε κάθε στρατιώτης που βρισκόταν μακριά από τους δικούς του, σε ένα εχθρικό και απάνθρωπο περιβάλλον μέσα στο οποίο έπρεπε να βρει τα ψυχικά αποθέματα και τις δυνάμεις εκείνες ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες επιβίωσης και να ανταπεξέλθει στις κακουχίες. Ήταν εκείνος ο άγνωστος και ανώνυμος που ο θάνατός του θα σήμαινε την παύση της ύπαρξής του αλλά δεν γνώριζε αν αυτός ο θάνατος, αν ερχόταν, είχε κάποιο νόημα να λάβει χώρα, αν τουλάχιστον με τον θάνατό του θα άνοιγε ο δρόμος προς μια κάποια ειρήνη ή θα αποτελούσε χαμένο χυμένο αίμα δίχως αντίκρισμα. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό αμφιβολιών ο στρατιώτης θα βρεθεί ενώπιον των παιδικών του χρόνων που ξαναζωντανεύουν μέσα από τα όσα παρατηρεί, ένα συνειδησιακό σκοτάδι μοιάζει να έχει καλύψει τον ουρανό των ονείρων του.
“Οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας κείτονταν απογυμνωμένες στην ταραγμένη του ψυχή σαν πτώματα που τα τίναξε πρώτα προς τα πάνω ένας σεισμός”
Ο ταραγμένος στρατιώτης Σβένταρ
Ο Χόφμανσταλ έχει κατορθώσει να σκηνοθετήσει άψογα τον χωροχρόνο της αφήγησής του και να έχει δημιουργήσει ένα θεατρικό σκηνικό όπου όλα περνούν μπροστά μας σαν να εκτυλίσσονται τα όσα αφηγείται σε πραγματικό χρόνο. Οι πολύ λεπτομερείς περιγραφές του χώρου στον οποίο μεταβαίνει ο στρατιώτης μοιάζουν σαν πίνακα ζωγραφικής που έχουμε μπροστά μας και ουσιαστικά παρατηρούμε τα όσα εκείνος περιγράφει με τόση γλαφυρότητα. Ο στρατιώτης του Χοφμανσταλ είναι ένας φοβισμένος και ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος, είναι αγκαλιά με το παράλογο και το απόκοσμο για αυτό και η παρουσία του στο δάσος όπου αναζητά γαλήνη είναι ένα γεγονός που τελικά δεν αντέχει, η μοναξιά στην οποία βρίσκεται τον ταλαιπωρεί ψυχικά, μοιάζει να είναι εχθρός του και είναι ο λόγος που θα επιστρέψει στον στρατώνα.
“Σήκωσε το κράνος από το έδαφος και κρατώντας το στο ένα χέρι και στο άλλο το γυμνό του σπαθί, με βλέμμα αποστροφής, τράπηκε σε φυγή κατευθυνόμενος προς τον στρατώνα. Δεν είχε παρά μόνο τη σκέψη να μην είναι πια μόνος. Ο φόβος του αποτυπώθηκε στο βάρος των γιγάντιων αυτών δέντρων κι έπεφτε πάνω στην ψυχή του με τρόμο”. Η ιστορία ενός στρατιώτη είναι ένα εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό κείμενο της εποχής που περιγράφει τον εσωτερικό πόλεμο ενός ανθρώπου που παλεύει ανάμεσα στο όνειρο για ζωή και τους εφιάλτες που ξυπνάνε μέσα του τον φόβο του άδικου θανάτου. Ο στρατιώτης νιώθει να έχει χάσει την πρωτοβουλία και να είναι ένα πιόνι στα χέρια κάποιου άλλου έτσι που η ζωή του είναι μια σκακιέρα που κανείς δεν γνωρίζει το τέλος του παιχνιδιού, αυτό που ουσιαστικά παίζεται με τον ίδιο παρόντα απόντα. Αξίζει να σημειωθεί η εξαιρετική μετάφραση του κειμένου από τον Βασίλη Παλιγγίνη που δίνει πνοή σε όσα διαβάζουμε.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό και πολύ ενδιαφέρον κείμενο που είχε γράψει ο Στέφαν Τσβάιχ για τον συμπατριώτη του Χοφμανσταλ: “Η εμφάνιση του νεαρού Hofmannsthal είναι και παραμένει αξιοσημείωτη ως ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα της ολοκλήρωσης νωρίς στη ζωή. Στην παγκόσμια λογοτεχνία, εκτός από τον Keats και τον Rimbaud, δεν γνωρίζω κανένα άλλο νεανικό δείγμα παρόμοιας ακρίβειας στη διαχείριση της γλώσσας, ούτε ένα τέτοιο εύρος πνευματικής άνθησης, κανένα άλλο πέρασμα με ποιητική ουσία, ακόμη και στις πιο απλές γραμμές, μιας ιδιοφυΐας, η οποία ήδη από το δέκατο έβδομο χρόνο του είχε εγγραφεί στα αιώνια χρονικά της γερμανικής γλώσσας με εξαίρετους στίχους και πεζογραφία που σήμερα δεν έχει ξεπεραστεί. Η ξαφνική αρχή και η ταυτόχρονη ολοκλήρωση του ήταν ένα φαινόμενο που δεν εμφανίζεται πολύ περισσότερο από μία φορά σε μια γενιά”.
“Στο μισοσκότεινο σταύλο, ανάμεσα στα ήσυχα άλογα που κοιμόνταν ξαπλωμένα και όρθια ο Σβένταρ μ’ ένα σαλεμένο ρυθμό κουνούσε το σώμα του μπρος και πίσω ευχαριστημένος σαν πλούσιος χωρικός, μόνο που δεν είχε τα χέρια του στη ράχη αλλά σταυρωτά, πάνω στο σώμα του”.