Με τα μάτια στο χθες η αφηγήτρια και μέλος της παρέας των τριών πρωταγωνιστών ξεδιπλώνει το κουβάρι της ιστορίας της χρονιάς που άλλαξε τον ρου των ζωών τους μέσα από ένα μωσαϊκό περιγραφών της καλής κοινωνίας της εποχής. Η Νέα Υόρκη πάλλεται από τον ρυθμό των χορταστικών και ξέφρενων ρυθμών, από τις μουσικές στα διάφορα μπαρ και στέκια, από τα εστιατόρια και τα καφέ όπου οι άνθρωποι γεύονται τις γαστρονομικές ιδιαιτερότητες, από τις αναγνώσεις κλασικών βιβλίων και τις συζητήσεις γύρω από αυτά. “Η δεκαετία του ’30… Τι ψυχοβγάλτης ήταν αυτή η δεκαετία. Ήμουν δεκαέξι όταν άρχισε η Ύφεση, αρκετά μεγάλη ώστε να παρασυρθώ από την ξέγνοιαστη γοητεία της δεκαετίας του είκοσι και να αρχίσω να τρέφω όνειρα και προσδοκίες. Ήταν λες και η Αμερική εξαπέλυσε την Ύφεση για να δώσει ένα μάθημα στο Μανχάταν”.
Στην καρδιά των αμέτρητων γεγονότων
Ο Towles καταφέρνει μέσα από μια αφήγηση πλούσια και πολύ αναλυτική να μας μεταδώσει το κλίμα της εποχής της δεκαετίας του ’30 στην Νέα Υόρκη, την Νέα Βαβυλώνα, εκεί όπου η ζωή σφύζει και ενώ τα τύμπανα του πολέμου αργούν ακόμα να ηχήσουν. Μακριά από ό,τι συμβαίνει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, η Νέα Υόρκη ζει στον ρυθμό των ερώτων, των συναντήσεων, των συναπαντημάτων, των μεθυστικών χορών και των διαβασμάτων, Ντίκενς και άλλων. Η Ιβ, η Κέιτι και ο Τίνκερ είναι τρία πρόσωπα κομβικά και αποτελούν ουσιαστικά τον καθρέφτη ενός κόσμου που έχοντας ξεπεράσει το πρόσφατο κραχ του 1929 αναβιώνει όσα συνέβαιναν στη Νέα Υόρκη πριν την κρίση. Είναι αυτά που περιγράφει τόσο γλαφυρά στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του ο Σκοτ Φιτζέραλντ, η σαγήνη μιας ευδαιμονίας και μιας ευζωίας που θα πληγεί ανεπανόρθωτα με τον επικείμενο πόλεμο και την συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις πρωταγωνιστές κινούνται με τους δικούς τους ρυθμούς, ζώντας στο έπακρο διάφορες περιστάσεις μέσα στην δίνη των ξέφρενων στιγμών και υπό το φως της μεγαλούπολης που γοητεύει κάθε της επισκέπτη. Εδώ επιζούν οι έρωτες, εδώ γιορτάζουν οι ερωτευμένοι, εδώ θα συγκρουστούν, εδώ θα αναμετρηθούν σε μάχες, εδώ οι πρωταγωνιστές και ο περίγυρός τους, οι φίλοι και οι γνωστοί τους θα καταβυθιστούν στο μεθύσι των βραδινών εξόδων και θα ζήσουν έρωτες άλλοτε ανεκπλήρωτους, άλλοτε νοσταλγικούς, άλλοτε ανεπιθύμητους και άλλοτε τυφλούς. “Θαρρώ πως για την Ιβ μια βραδιά στου Τσέρνοφ ισοδυναμούσε μ’ έναν τρόπο με το να στέλνει πίσω στην Ιντιάνα τα λεφτά του μπαμπά. Κι αν η πρόθεσή της ήταν να εντυπωσιάσει τον Τίνκερ δίνοντάς του μια μικρή γεύση μιας άγνωστης Νέας Υόρκης, το είχε πετύχει”.
Έρωτες εύθραυστοι στα πρόθυρα της παρακμής
Είναι φανερό πως οι έρωτες πορεύονται μέχρι τελικής πτώσης και όμως δεν καταλήγουν πουθενά γιατί οι συνδετικοί κρίκοι λόγω των ακραίων συμπεριφορών και των έκλυτων εξάρσεων πάνε να σπάσουν. Όλα είναι στον βωμό της ύλης και του εφήμερου σαν το αύριο να μην υπάρχει, καμία πρόβλεψη για το αύριο που έχει μπει στον πάγο στον βωμό του τώρα. Πρόκειται για μία κοινωνία σε μέθη σαν ένα εκτροχιασμένο τρένο, άνθρωποι που θεωρούν πως έχουν πιει το νερό της αιώνιας καλοπέρασης και αυτό μοιάζει για αυτούς ανεξάντλητο. Όλα έμοιαζαν σταθερά και ακλόνητα, όλα τώρα είναι γυάλινα και εύθραυστα, από που άραγε θα κρατηθούν για να μην χάσουν την γη κάτω από τα πόδια τους; Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι από την σημερινή μας κατάσταση;
“Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πιο πολλές ανάγκες παρά επιθυμίες. Γι’ αυτό ζουν όπως ζουν. Αλλά τον κόσμο τον ορίζουν εκείνοι που οι επιθυμίες τους ξεπερνούν τις ανάγκες τους”
Η προσέγγιση στη νέα πραγματικότητα είναι ζοφερή, επώδυνη και σκληρή, τα χαλαρά ήθη και οι εξασφαλισμένες ανέσεις δίνουν την θέση τους σε ένα μέλλον ακαθόριστο και ασαφές. Μέσα από την αφήγηση ξεπηδούν ανησυχίες και αγωνίες αλλά αυτές κωφεύουν μπροστά στην καλοπέραση, οι όποιες αποσπασματικές ειδήσεις από το μέτωπο του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου για παράδειγμα όπου χάνει τη ζωή του ένας από τους φίλους των πρωταγωνιστών είναι ένα μικρό πετραδάκι στον ωκεανό μεγάλων λίθων και δεν ασχολείται κανείς πολύ πέρα από μία μικρή αναφορά. Ωστόσο, εδώ η καλή κοινωνία είναι μπλεγμένη στα δίχτυα μιας αποξένωσης, βιώνει στον παλμό του δικού της μικρόκοσμου και αυτό μελλοντικά θα της κοστίσει.
Ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ στο πρώτο του ταξίδι από την νέα Γη της Επαγγελίας και συνεπαρμένος από όσα είδε και κατέγραψε θέλησε να αποτυπώσει στο χαρτί τις εικόνες εκείνες. Έτσι έγραφε τότε πως η Νέα Υόρκη έχει τέτοιο θάρρος και ενθουσιασμό που όλα μπορούν να ξεκινήσουν και πάλι από την αρχή, να σταλούν πίσω στο εργοτάξιο και να γίνουν κάτι ακόμα μεγαλύτερο… Και πράγματι αυτή είναι η συγκυρία, ένα συνεχόμενο πανηγύρι έτσι όπως το περιέγραψαν συγγραφείς της εποχής. Τελικά όλος αυτός ο συναισθηματικός και εορταστικός πυρετός μοιάζει να έσβησε πολύ γρήγορα αφού στα επόμενα χρόνια η παρέα εξανεμίστηκε, οι επαφές χάθηκαν και ο χρόνος παρέσυρε τους πάντες και τα πάντα στο διάβα του. Πρόκειται για την ιστορία μίας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στην διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό.
“Στον έρωτα, οι περισσότερες γυναίκες επιμένουν ότι οι συναισθηματικές και σωματικές πτυχές μιας σχέσης πρέπει να αλληλοσυνδέονται. Το να τους προτείνεις κάτι διαφορετικό είναι σαν να προσπαθείς να τις πείσεις ότι μπορεί μια μέρα τα παιδιά τους να μην τις αγαπούν”.
“Υποθέτω ότι είναι αμετάβλητος νόμος της ανθρώπινης φύσης να συνοψίζουμε τα γεγονότα του έτους καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του. Μεταξύ άλλων, το 1938 ήταν ένας χρόνος που πολλά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα μου”.