Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι από τις περιπτώσεις των συγγραφέων που το έργο τους είναι μια βαθιά ανασκαφή στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης. Φέρνουν στην επιφάνεια την ανθρώπινη φύση, τις σκοτεινές στοές μέσα στις οποίες κινείται ο ανθρώπινος νους και το σκοτεινό φάσμα που καλύπτει αυτό που ονομάζουμε ζωή και θάνατος. Ο Βουτυράς με την γραφή του, που εκπέμπει ποιητικότητα και ύφος που παραπέμπει πολύ έντονα στον Πόε, παρουσιάζει τον άνθρωπο της εποχής του, γυμνό και απαλλαγμένο από φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις. Οι ήρωες του Βουτυρά είναι βουτηγμένοι σε ένα σκοτεινό παρόν που σκιάζει τις ζωές τους και αυτοί με σπαρακτική φωνή και αγώνα παλεύουν να εξηγήσουν το κάθε τι ανεξήγητο και δυσερμήνευτο με όποιες δυνάμεις τους απομένουν αναστατωμένοι από όσα εκτυλίσσονται γύρω τους.
Στην άγνωστη χώρα του συγκεχυμένου
“Μυρουδιά χόρτου γέμιζε τον αέρα, την ησυχία τη μαύρη, που σαν παραμιλητό της, κάποτε φωνή βατράχου, ακουγότανε να τρέχει {…} Ξαφνικά μου ‘ρθε μια επιθυμία. Θέλησα να βρεθώ στο έρημο χωριό όταν θα βάθαινε η νύχτα. Ήθελα έτσι να το δω, να το δω τη νύχτα, τη βαθιά νύχτα, να περπατήσω στους έρημους δρόμους του, να προκαλέσω τα φαντάσματα και να αισθανθώ τον τρόμο” γράφει στο διήγημα Τόπος ψυχών όπου ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τις ανησυχίες και την αγωνία που διακατέχει τον πρωταγωνιστή. Μοιάζει ο τρόμος και η εικόνα του θανάτου να αποτελούν ατμομηχανή της έμπνευσης του Βουτυρά τοποθετώντας την αφήγηση σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, σε μία ατμόσφαιρα μακάβρια συντροφιά με παράξενα όντα όμοια με αυτά για τα οποία ο Μπόρχες μας μιλάει στο βιβλίο του.
Ο Βουτυράς, με το μαύρο στις εξιστορήσεις του, ουσιαστικά εισάγει μία νέα λογοτεχνική αφηγηματική τέχνη που συνδυάζει το ιστορικό και τα συμβάντα της πρόσφατης ιστορίας που έζησε αλλά και το αλλόκοτο, το θανατικό, το φανταστικό και το μεταφυσικό μέσα από ένα πάντρεμα που εγείρει πλείστα ερωτήματα. Δεξιοτεχνικά και σαφώς με περισσή ευφυΐα κατορθώνει να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σε έναν λογοτεχνικό ιστό αράχνης μέσα στον οποίο ουσιαστικά ξεβολεύεται και ακροβατεί ανάμεσα στην παραμονή και στη φυγή. Γιατί οι ήρωές του πρόσωπα υπαρκτά ή μη, αποτελούν μία πρώτης τάξης επαφή με την σκληρότητα των ιστορικών στιγμών, την ωμότητα των πολέμων που άφησαν πίσω τους ρημάδια και εικόνες δύσκολης επιβίωσης και θανάτου.
Στα άδυτα του ταραγμένου συγγραφέα
Κυρίαρχο βέβαια στοιχείο στις ιστορίες αυτές είναι αυτό που πραγματευόταν και ο καταραμένος λόγω της ζωής του Πόε, μία καταβύθιση στον Άδη της ψυχής του να αναζητά την λύτρωση μέσα από τις λέξεις και τις σκέψεις που καταγράφονται στο χαρτί. Όμοια με τον Πόε, ο Βουτυράς οδηγείται σε έναν κατά βάση εσωτερικό μονόλογο/διάλογο με τα δικά του φαντάσματα και μέσα από τους πρωταγωνιστές του παίρνουν σάρκα και οστά όσα τον απασχολούσαν. Ξεδιπλώνει το φάσμα της δυστυχίας, της αγριότητας, της απελπισίας, ενός παράξενου και αόρατου μαύρου σύννεφου που στέκεται πάνω από τις ζωές και τις στοιχειώνει. Είναι το καράβι του θανάτου που καλεί τους επιβάτες να το ακολουθήσουν πάση θυσία, είναι η τροφή στο θάνατο από την οποία κανείς δεν γλιτώνει και θα ήταν φρόνιμο να συμμορφωθεί στις επιταγές της.
Ο Βουτυράς γράφει στο διήγημα Η πόλη της κατάρας: “Όσο και αν έβλεπα ότι εδώ οι άνθρωποι σαπίζουν, και γερνούν πριν την ώρα τους, μου ήταν αδύνατο να φύγω. Ήμουνα σα να είχα δεθεί με το μέρος αυτό…Έβλεπα πως εδώ η χαρά δεν υπάρχει και ότι όλοι περιμένουν το θάνατο να τους λυτρώσει απ’ αυτή τη ζωή, αλλά τι να κάνω; Μου ήταν αδύνατο να φύγω πια…” Ο Πόε στο νεανικό του ποίημα «Τα πνεύματα των πεθαμένων», το 1827 γράφει: «Σώπασε μες στην ερημιά/που όμως δεν είναι μοναξιά:/τα πνεύματα των πεθαμένων που γνώρισες μες στη ζωή/ γύρω σου στέκουν και σε σκιάζουν/ με τη δική τους προσταγή». Εδώ ίσως είναι λίγο πιο ξεκάθαρο, ο Πόε σε αυτά τα ποιήματα ακροβατεί ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, την Γη και τον Παράδεισο, το γνωστό και το άγνωστο, πλέει με το καράβι του σε θάλασσες δικές του μακρινές και αγνοεί τις γύρω του, σαν να βρίσκεται σε άλλη στρατόσφαιρα και να ατενίζει τα άστρα της ψυχής του.
Διακρίνει κανείς πόσο κοντά είναι οι δύο συγγραφικές ταυτότητες μιας και ο Βουτυράς με κάθε τρόπο φροντίζει να ντύσει τη γραφή του με έναν ποιητικό οίστρο που καθηλώνει. Παλεύει χωρίς αμφισβήτηση με τον ίδιο τον νου του που συνθλίβεται από μία ολοκληρωτική εικόνα απόγνωσης, η οποία και περνάει στο χαρτί μέσω των ηρώων του. Ίσως να είναι η εικόνα του πατέρα του που ύστερα από την οικονομική καταστροφή αυτοκτόνησε, ίσως να είναι οι κρίσεις επιληψίας οι οποίες τον κυνηγούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, ίσως πάλι οι εικόνες των νεκρών από τα μέτωπα των πολέμων που σίγουρα θα είχε δει σε φωτογραφίες. Όλο αυτό το σύνολο εμπειριών δεν θα μπορούσε παρά να κλονίσει τη δική του ιδιαίτερα ευαίσθητη φύση. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αυτούς εξάλλου τους ανθρώπους, τους εξαθλιωμένους, τους κατατρεγμένους και φτωχούς τους γνώριζε καλά έχοντας ζήσει κοντά τους πολλά χρόνια και έχοντας νιώσει τις αγωνίες και τους φόβους τους.
“Και μια σιωπή, μια βαριά σιωπή ήταν παντού χυμένη. Μα κι ο κρότος των βημάτων μας δεν ακουγόταν, έτσι περνούσαμε, χωρίς θόρυβο, δίχως κανέναν κρότο. Που πηγαίναμε;” Από το διήγημα Που πηγαίναμε
“Μια φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στο σπίτι και όρμησε. Στην πόρτα, όταν έφτασε, κατάλαβε καλά τι είχε γίνει και μπήκε μέσα σε μια γαλήνη ριγμένη στον ταραγμένο του νου, όπως πέφτει στην πλάση όταν σταματά δυνατός άνεμος!” Από το διήγημα Το καράβι του θανάτου