Μου αρέσουν οι άνθρωποι και μου αρέσει να τους αρέσω, αλλά κρατάω την καρδιά μου εκεί που την έβαλε ο Θεός: μέσα μου».
-Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ
Και πράγματι αυτή του η φράση πιστοποιεί την ιδιαίτερη αλλά και εύθραυστη φύση του καταραμένου λογοτέχνη. Ευλογημένα καταραμένος, αφού κατόρθωσε στη σύντομη σχετικά ζωή του να καταθέσει με επώδυνη άνεση – μια και δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα – όλα εκείνα που κλόνιζαν την ψυχή και την καρδιά του. Πιό άνθρωπος από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο Φιτζέραλντ αγάπησε σφόδρα τη ζωή και τη γεύτηκε μέχρι την τελευταία της σταγόνα, μη αποδεχόμενος όρια και φραγμούς, θεωρώντας μέσα του πως η ζωή του θα ήταν για πάντα μια γιορτή, ένα παραμύθι δίχως τέλος. Όμορφος στο παρουσιαστικό του, ιππότης στα αισθήματα του, ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη Ζέλντα και η σχέση τους απέκτησε ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηριστικά μυθιστορηματικής αφήγησης, μια ιστορία δύο ανθρώπων που έσμιξαν και πάντρεψαν την απέραντη χαρά τους όσο και τη βουβή θλίψη τους υπό τη σκέπη του πολύκροτου έρωτά τους.
Θύμα μιας υπέρμετρης ευδαιμονίας με ραγισμένες εσωτερικές αντιστάσεις, ο Φιτζέραλντ έλαμψε μέσα στην πλασματική ανηφόρα που έγινε κατηφόρα και έφερε τον άνθρωπο της εποχής του στη δίνη των επερχόμενων δυσάρεστων εξελίξεων, θύμα των οποίων υπήρξε και ο ίδιος. Μέσα όμως από αυτή τη δυστυχή συγκυρία, κατάφερε και δημιούργησε μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μιας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στη διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό. Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που πνίγηκε στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια. Η ζωή αυτή όμως, που εκείνος ονειρεύτηκε μαζί με την αγαπημένη του Ζέλντα, δεν τους χαμογέλασε τόσο ώστε να παραμείνει για πάντα χαρούμενη και απολαυστική. Έτσι τα όνειρα και οι πόθοι τους, ο φλογερός έρωτάς τους, η γιορτή που έστησαν και οι ξέφρενοι ρυθμοί υπό τους ήχους των οποίων χόρεψαν, σώπασαν γρήγορα για να δώσουν τη θέση τους σε μια απρόσμενη θλίψη.
Η απόλυτη λύτρωση της γραφής
Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ονειροπόλο, αφελή, αιθεροβάμονα, αιώνιο έφηβο, ρομαντικό, καταραμένο, ιδιοφυή, ευαίσθητο. Πράγματι, όλα αυτά τα επίθετα και ακόμα περισσότερα ταιριάζουν στην προσωπικότητα του αγαπημένου παιδιού της αμερικανικής λογοτεχνίας, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως ο συγγραφέας του «Υπέροχου Γκάτσμπυ». Και όμως, ταπεινή μου γνώμη, ο Φιτζέραλντ έγραψε πολύ καλύτερα μυθιστορήματα από τον Γκάτσμπυ. Μυθιστορήματα όπως, «Όμορφοι και καταραμένοι», «Τρυφερή είναι η νύχτα», «Η άλλη όψη του παραδείσου», αλλά και διηγήματα που είναι πολύ λιγότερο γνωστά, αλλά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα γιατί συμπυκνώνουν όλη τη φιλοσοφία του για το σύντομο πέρασμά του από τον μάταιο αυτό κόσμο. Κατάφερε σε όλη του τη λογοτεχνική διαδρομή να γράψει και να ολοκληρώσει τέσσερα μυθιστορήματα – το πρώτο του βιβλίο απορρίφθηκε δύο φορές και έγινε αποδεκτό μετά από την αλλαγή του τίτλου, πρόκειται για την «Άλλη όψη του παραδείσου» – και να παραδώσει πολλά διηγήματα που πραγματεύονται ζητήματα και προβληματισμούς που πηγάζουν από την προσωπική του ζωή, τα δικά του βιώματα αλλά και τον κόσμο που συνεχώς αλλάζει γύρω του και τον πληγώνει.
Σε όλα του τα βιβλία συναντούμε έναν άνθρωπο που βυθίζεται σε ατέρμονες περιγραφές συναισθηματικής φύσεως, ερωτικών περιπτύξεων και αδύναμων στιγμών των πρωταγωνιστών του καθιστώντας τα τέλεια πορτραίτα της δικής του φυσιογνωμίας. Ο ίδιος βρίσκεται πολλάκις πίσω από τους ήρωές του, που τους ντύνει με το πέπλο της χαρμολύπης και της υπέρμετρης καταστροφικής ευδαιμονίας, που πολλές φορές -αν όχι πάντα- τους οδηγεί στον καταστροφικό δρόμο της αυτοδιάλυσης και της ολομέτωπης αυτοκαταστροφής. Κινεί τους ήρωές του με βάση τις δικές του συναισθηματικές εξάρσεις και τους επιφυλάσσει τραγικό ή δραματικό τέλος σαν να είχε ήδη προοικονομίσει το δικό του. Ζει ο ίδιος στο όριο των αντοχών του και είναι χαρακτηριστικό πως το ποτό παραμένει ο πιο πιστός του σύντροφος από την δεκαετία του 1920 και πέρα. Είναι το ποτό απόρροια μιας έντονης ψυχολογικής διατάραξης από τον καιρό της θητείας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ή μια μοιραία συνάντηση και ένα συμβόλαιο που ο ίδιος είχε ήδη υπογράψει δίχως να το γνωρίζει, μια και πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή; Όπως και να έχει, ο Φιτζέραλντ είναι καταδικασμένος να αυτοτραυματίζεται ψυχικά και να υπομένει τα συναισθηματικά του βάσανα, τόσο ερωτικά όσο και ψυχολογικά, παρά την καταγεγραμμένη χαρά της γιορτής και της ανεμελιάς που βιώνει κατά την παραμονή του στην Γαλλία.
«Δεν ήμουν πραγματικά ερωτευμένος, αλλά αισθανόμουν ένα είδος τρυφερής περιέργειας» -Από το Μεγάλο Γκάτσμπυ
Ζέλντα: Η καταραμένη μούσα και σύντροφος
Στο βιβλίο της «Χαρίστε μου το βαλς», η Ζέλντα Φιτζέραλντ, αυτό το κορίτσι που γνώρισε το 1918 και έμελλε να γίνει η γυναίκα που τον σημάδεψε ως άνδρα και λογοτέχνη, αναφέρεται στη σχέση της με τον Φράνσις Σκοτ και περιγράφει με ρομαντική διάθεση τις στιγμές ξεγνοιασιάς στο πλάι του Αμερικανοιρλανδού πρίγκιπα. Η σχέση τους ξεκάθαρα συγκρουσιακή και πολλές φορές επικίνδυνα πικάντικη, δύο εραστές που ζούσαν τον έρωτά τους στα όρια και που πολλές φορές τα ξεπερνούσαν. Ο ένας ποθούσε υπέρμετρα τον άλλον, η ζήλεια χτυπούσε κόκκινο κάθε φορά που ο ένας αποχωριζόταν τον άλλον ή κάθε φορά που το ατέλειωτο πιόμα τούς οδηγούσε σε μυθικούς τσακωμούς και αλλεπάλληλες βίαιες λεκτικές αντεγκλήσεις μπροστά σε γνωστούς και άγνωστους. Αξίζει σύντομης αναφοράς η σχέση του Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος παρέμεινε επιστήθιος φίλος του Φιτζέραλντ για πολύ καιρό και ο οποίος του διαμήνυε με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία πως η γυναίκα αυτή είναι η καταστροφή και πως θα έπρεπε πάση θυσία να απαλλαγεί από αυτήν. Ο Χέμινγουεϊ είχε δηλώσει για το εξαιρετικό ταλέντο του Φιτζέραλντ πως είναι «τόσο φυσικό όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας”.
Η σχέση των δύο εραστών ήταν σχέση ολέθρια με σκαμπανεβάσματα, με παλμό και τελούσε υπό πυρετώδη πόθο, έτσι που ο ένας είχε την απόλυτη ανάγκη του άλλου και για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν άντεχε την συμβίωση. Στα παρισινά σαλόνια και στα ξέφρενα πάρτι εκτυλισσόταν ένα δαιμόνιο όργιο κατανάλωσης ποτού και εκείνοι, μη μπορώντας να ελέγξουν τους εαυτούς τους, προκαλούσαν το πλήθος με τον αισθησιακό χορό τους, τις ακραίες και εξόφθαλμα άγριες ερωτικές συμπεριφορές τους σε σημείο που κάποιος από την παρέα τους ήταν εκεί παρών για να κατευνάσει τα ανεξέλεγκτα πάθη τους. Ήταν κατά συνέπεια αναπόφευκτο αλλά και αναπότρεπτο η μορφή της Ζέλντα να απασχολήσει τον παθιασμένο και εξαρτημένο από εκείνη Σκοτ και να την καταστήσει – όπως ακριβώς έπραξε και ο Τζόυς με την Νόρα του – την απόλυτη πρωταγωνίστρια στα έργα του, σε εκείνο το θέατρο όπου η σκηνή χωρούσε μόνο εκείνην πλάι του.
«Δεν θα σε φιλήσω. Μπορεί να μου γίνει συνήθεια και δεν μπορώ να απαλλαγώ από συνήθειες»
Μια κοινωνία σε κατάρρευση
Είναι σαφώς και οι πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις εκτός από τις ερωτικές που επηρέασαν την γραφή και την ψυχοσύνθεση του πορσελάνινου Σκοτ. Δεν πρέπει επ’ουδενί βέβαια να λησμονούμε πως ο ίδιος ο Φιτζέραλντ, πέρα από τον τυφλό έρωτα και την απίστευτη ζήλεια για την Ζέλντα, βίωσε έντονα και απογοητεύτηκε και από την θητεία του στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου όπου θήτευσε σε θέση που ουσιαστικά για τον ίδιο δεν προσέφερε τίποτα. Αυτό το συμβάν σε συνδυασμό με την αγωνία του για δημιουργία και αναγνώριση, η οποία άργησε να έρθει, τον οδήγησαν στο σημείο, την απρόσμενη παραγωγή πλούτου που εξασφάλισε από την έκδοση των έργων του να την μετουσιώσει σε χρέη, μια και ξόδευε ασύστολα και αλόγιστα περισσότερα από αυτά που άντεχε η τσέπη του. Το κραχ του 1929 αποτέλεσε θεωρητικά και πρακτικά το επιστέγασμα μίας χιονοστιβάδας και κατρακύλας που κανείς δεν προέβλεψε και το αμερικανικό όνειρο βυθίστηκε στα έγκατα της γης αφήνοντας πίσω συντρίμμια και κατάθλιψη στον κόσμο.
Ο ίδιος ο Φιτζέραλντ στο διήγημα «Η χρηματοδότηση του Φίννεγκαν» περιγράφει σαρκαστικά και με ύφος αυτοκριτικής τη δική του πτώση, τις απώλειες του και την χαμένη του αισιοδοξία, εκφράζοντας μία βαθιά πικρία που αγγίζει τα όρια της προδοσίας προς τον ίδιο του τον εαυτό, ένας ιππότης που χάνει τον πόλεμο μαχαιρώνοντας την ίδια του την σάρκα, παραδομένος στα συνεχή λάθη του. Αυτό θα υπερθεματίσει και θα υπονοήσει στο διήγημα «Η τελευταία των ωραίων» όπου περιγράφει μία κοπέλα έρμαιο και θύμα της ομορφιάς της, μίας ομορφιάς όμως που δεν θα διαρκούσε για πάντα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι διακυμάνσεις της υπερηφάνειας, οι φωνητικοί υπαινιγμοί για κάποια μυστικά μιας λαμπρότερης, ωραιότερης προπολεμικής εποχής, είχαν σβήσει από τη φωνή της».
Διηγήματα: Γλυκόπικρη ζωή
Τα διηγήματα «Η τελευταία των ωραίων και άλλες ιστορίες» (εκδ. Ροές) και μέσα από την εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Λάμψα ενέχουν όλα αυτά τα στοιχεία ενός αυτοβιογραφικού Φιτζέραλντ, αφού τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν δεν είναι παρά μικρογραφίες του δικού του προσώπου και τα γεγονότα που βιώνουν αυτά τα πρόσωπα καθρέφτης των δικών του αδύναμων στιγμών. Στο πολύ καλά δουλεμένο επίμετρο όπου φωτίζονται πτυχές του συγγραφέα και παρέχονται πολύτιμες πληροφορίες, θα βρούμε μια πολύ χαρακτηριστική δήλωση του Φιτζέραλντ: «Έχασα όλες μου τις ελπίδες πάνω στους δρόμους που οδηγούν στις κλινικές της Ζέλντα». Τελικά πόσο πολύ τον καταρράκωσε αυτό το ψέμα πάνω στο οποίο έχτισε την ταραγμένη ζωή του και τα ίχνη του οποίου δεν μπόρεσε ποτέ να μετρήσει; Στα παιδικά του χρόνια είδε την αποτυχία του πατέρα του να χτυπάει την πόρτα της κατά τα άλλα αριστοκρατικής ζωής της οικογένειας ενώ αργότερα ο ίδιος, αδυνατώντας να ορθοποδήσει, το ρίχνει στο ποτό ως έναν τρόπο διαφυγής από τα προβλήματα. Είναι τότε που χάνει την κηδεμονία της κόρης του Σκόττι, ένα επεισόδιο που πρέπει να του στοίχισε πολύ. Αυτός και η Ζέλντα, μέσα στον πυρετό της ευζωίας τους, μοιάζει να έζησαν για λίγο μία ζωή δανεική, μία ζωή που δεν τους ανήκε αλλά τους μοιράστηκε για λίγο σαν τα χαρτιά μίας τράπουλας και εκείνοι χωρίς λογική, αλλά με παραφροσύνη και παραλογισμό, έχασαν όλα τους τα κεκτημένα εν μία νυκτί. Το παραμύθι τελείωσε νωρίς για αυτούς τους αιώνιους έφηβους, ο ένας στο τέλος μίσησε τον άλλον και γεύτηκαν και οι δύο πικρά το ίδιο τέλος. Στο επίμετρο αναφέρεται: «Η τραγική μοίρα και των δύο τους είναι το αντίτιμο που όφειλαν να πληρώσουν για την εξαιρετικά ιδιόμορφη προσωπικότητά τους και για τον τρόπο με τον οποίο πλούτισαν την παγκόσμια λογοτεχνία».
Στην σειρά διηγημάτων «Επιστροφή στην Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες» (εκδ. Άγρα) αποκαλύπτεται και αναδύεται η κατάρρευση ενός ονείρου και μίας πολλά υποσχόμενης ευδαιμονίας που εκπροσωπούσε την κοινωνία του μεσοπολέμου και στιγμάτισε μία ολόκληρη εποχή μέχρι το ξέσπασμα του κραχ το 1929 και κατόπιν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που ο Φιτζέραλντ «κατάφερε» να μην γευτεί. Θυμίζει αυτή η δεκαετία του 1920 και το σκηνικό που είχε με θεατρικότητα στηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα τότε που η belle époque είχε κατακλύσει τον κόσμο με χαρά, ξεγνοιασιά και ανεμελιά. Η ιστορία όμως δυστυχώς έμελλε να επαναληφθεί, μια και η εποχή αυτή τέλειωσε επίσης πρόωρα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την γνωστή κατάληξη στις ζωές των ανθρώπων και την πίκρα στο στόμα όλων για αυτά που άφησε πίσω ανολοκλήρωτα τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Εξάλλου, ο Φιτζέραλντ είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος της κοινωνίας και μπορεί και αφουγκράζεται τον παλμό των ανθρώπων, δεν είναι ξένος προς την ατμόσφαιρα, καθώς και εκείνος βούτηξε με πάθος το δάχτυλο στο μέλι που έσταζε από το βάζο του παραληρήματος.
Στα διηγήματα αυτά που είναι ίσης αξίας με τα μυθιστορήματά του, προβάλλει όλη την ατμόσφαιρα χαράς, αυτόν τον ιδανικά πλασμένο και πλασματικό κόσμο που πλημμυρίζει από ανεξέλεγκτες διαστάσεις έκστασης σαν ναρκωτικό. Αυτός ο κόσμος κυβερνάται από μία μυθική πραγματικότητα, πετάει στα σύννεφα αρνούμενος να προσγειωθεί και δεν λογαριάζει επ’ ουδενί τα πρέπει και τα μη, τα όχι και τα δεν. Οι ήρωες του συγγραφέα κολυμπούν σε μια θάλασσα ζωής χωρίς αναστολές, πρωταγωνιστές σε έναν ξέφρενο χορό υπερβολών και ασυδοσίας. Ατελείωτα πάρτι, άπλετο χρήμα που ρέει και ξοδεύεται ασύστολα και προς κάθε κατεύθυνση, σαν αυτό να μην τελείωνε ποτέ. Το ποτό της αμαρτίας να ρέει άφθονο έτσι όπως έρρεε άφθονο το πάθος του Φιτζέραλντ για την Ζέλντα.
Οι έρωτες σε αυτά τα διηγήματα πορεύονται μέχρι τελικής πτώσης και όμως δεν καταλήγουν πουθενά γιατί οι συνδετικοί κρίκοι λόγω των ακραίων συμπεριφορών και των έκλυτων εξάρσεων πάνε να σπάσουν. Όλα είναι στο βωμό της ύλης και του εφήμερου, σαν το αύριο να μην υπάρχει, καμία πρόβλεψη για το αύριο που έχει μπει στον πάγο για χάρη του τώρα. Πρόκειται για μία κοινωνία σε μέθη, σαν ένα εκτροχιασμένο τρένο, άνθρωποι που θεωρούν πως έχουν πιει το νερό της αιώνιας καλοπέρασης και μοιάζει για αυτούς ανεξάντλητο. Όλο αυτό το οικοδόμημα – στο οποίο βασίστηκε και η ίδια η ζωή του συγγραφέα – το οποίο βρίσκουμε και στο «Πλουσιόπαιδο» και στην «Επιστροφή στη Βαβυλώνα» αλλά και στη «Χειμωνιάτικη Νύχτα», γκρεμίζεται εν μία νυκτί όταν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών σκοτεινιάζουν υπό το βάρος των εξελίξεων και την τροπή των πραγμάτων. Όλα έμοιαζαν σταθερά και ακλόνητα, όλα τώρα είναι γυάλινα και εύθραυστα, από πού άραγε θα κρατηθούν για να μη χάσουν την γη κάτω από τα πόδια τους; Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι από τη σημερινή μας κατάσταση;
«Είμαι αργόστροφος και γεμάτος με εσωτερικούς κανόνες που ενεργούν σαν φρένο στις επιθυμίες μου»
«Το μόνο που μπορούσα να ξέρω με βεβαιότητα ήταν πως αυτό το μέρος που ήταν κάποτε γεμάτο ζωή και προσπάθεια είχε χαθεί σαν μην είχε ποτέ υπάρξει». – Από το διήγημα ‘Η τελευταία των ωραίων’.