Είναι Απρίλιος του 1936 όταν ο Τσβάιχ τελειώνει το συγκεκριμένο βιβλίο και δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του να αφιερώσει το πόνημα του αυτό στην σχέση Καλβίνου και Καστελιόν. Ο Τσβάιχ το έχει ήδη πράξει με αφιερώματα σε προσωπικότητες όπως η Μαρία Αντουανέτα, ο Μονταίνιος, ο Τολστόι, ο Μπαλζάκ και πολλοί άλλοι. Εδώ όμως πρόκειται για ένα σύγγραμμα πολύ διαφορετικό, ο στόχος του είναι να ταρακουνήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων της εποχής του με το μόνο όπλο που διαθέτει την γραφή του. Αυτό το κείμενο είναι η απάντηση στη βία, είναι το ανάστημα που ορθώνει απέναντι στην λαίλαπα του άκρατου εθνολαϊκισμού και της βαρβαρότητας. Πρέπει να σημειωθεί πως το σπουδαίο κείμενο αυτό που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία εκδίδεται χάρη στον κ. Βασιλάκη και την Athens Review of books και χάρη στην εξαιρετική μετάφραση του κ. Δημήτρη Δημοκίδη, αξίζουν συγχαρητήρια για το εγχείρημα αυτό.Το τέρας του ναζισμού έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια του από το 1933, η περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει καταποντιστεί και όλα δείχνουν σκοτεινά και αβέβαια. Κάθε μορφής τέχνη, όπως η ζωγραφική, η γλυπτική, η λογοτεχνία και η ποίηση βάλλονται πανταχόθεν και οι δημιουργοί βιώνουν το μένος του νέου αδυσώπητου καθεστώτος που στέκεται ενδυναμωμένο και ισχυρό απέναντι σε κάθε προσπάθεια αμφισβήτησής του. Η περίοδος από το 1936 και μετά θα σημάνει τεράστιες και ολέθριες αλλαγές στον τρόπο θέασης των καταστάσεων και η βία θα δώσει την θέση της στην ομαλότητα, η καταπάτηση των δικαιωμάτων στην ελευθερία έκφρασης, η προδοσία στην αλληλεγγύη. Εξάλλου, και ο ίδιος θα πέσει θύμα αυτής της προπαγάνδας με την φυγή του στο εξωτερικό. Οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι και ο Τσβάιχ αυτό το γνωρίζει καλά ως μελετητής.
Με το βλέμμα στο παρελθόν
Ο στοχαστικός και ευφυής Τσβάιχ, με την ευαισθησία του ανθρώπου που καταπιάνεται με τα κοινά και αισθάνεται την καταβαράθρωση των ηθικών αξιών, δηλώνει το παρών με το πόνημά του αυτό, μία μελέτη απαραίτητη και αναγκαία, ένα εγχειρίδιο ανάγνωσης του τότε και του σήμερα, τόσο του δικού του όσο και του δικού μας. Περιγράφει τη διαμάχη δύο ισχυρών ανθρώπων του 16ου αιώνα που διαδραμάτισαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο κομβικό και ζωτικής σημασίας ρόλο στα πράγματα της εποχής του, ο ένας με αρνητικό και ο άλλος με θετικό πρόσημο. Αυτός άλλωστε ο απολογισμός δεν ήταν αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης κρίσης αλλά κρίθηκε εν τοις πράγμασι από την ιστορία, τότε στον πυρετό των γεγονότων αλλά και αργότερα όταν τα γεγονότα είχαν διώξει από πάνω τους την λάβα της στιγμής και οι άνθρωποι, απλοί και διανοούμενοι, μπόρεσαν με ψυχραιμία να μετρήσουν τις συνέπειες των συμβάντων.
“Κάθε φορά που η ανθρωπότητα απολαμβάνει ανέμελη για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα την ειρήνη, έρχεται μια στιγμή που καταλαμβάνεται από την ολέθρια περιέργεια για τη μέθη της δύναμης και τη φονική διάθεση για πόλεμο. Γιατί, προκειμένου να συνεχίσει η Ιστορία την πορεία της προς τους ανεξιχνίαστους στόχους της, προκαλεί από καιρού εις καιρόν ακατανόητες οπισθοδρομήσεις. Και τότε, όπως στην πλημμύρα υποχωρούν ακόμη και τα πιο στέρεα φράγματα και αναχώματα, καταρρέουν τα με τόσους κόπους χτισμένα τείχη του δικαίου”. Αυτά αναφέρει ο Τσβάιχ κλείνοντας το βιβλίο με μία προσπάθεια ερμηνείας των όσων κακών συνέβησαν σε μία εποχή με έντονες θρησκευτικές συγκρούσεις και εξάρσεις και βέβαια με το βλέμμα στην εποχή του όπου με διορατικότητα και προφητική ματιά μπόρεσε, αυτός ο μέγιστος συγγραφέας και διανοητής, να προβλέψει τα μελλούμενα.
Ο πόλεμος του Καστελιόν και του Καλβίνου είχε τις ρίζες του στην μωροφιλοδοξία του δεύτερου, ο οποίος πίστευε – όπως και ο Χίτλερ στην εποχή του με όχημα άλλους λόγους – πως ήταν η προσωποποίηση του Θεού στη γη. Ο Ιωάννης Καλβίνος υπήρξε ένας αγόγγυστος αγωνιστής των πεποιθήσεών του, ένας επικίνδυνα μάχιμος υπερασπιστής των απόψεών του και ένας υπέρμαχος ενός ξύλινου “θεϊκού” λόγου, όπως μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν. Ποτέ δεν κατάφερε, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του και της απέχθειάς του για το διαφορετικό, να ανοίξει διάλογο με τους αντιπάλους του και με αυτούς που εξέφραζαν μιαν άλλη γνώμη και οπτική γωνία από τη δική του. Με αυταρχικότητα, αίσθημα υπεροχής και έπαρσης, ο Καλβίνος στάθηκε δυνάστης και δικτάτορας απαγορεύοντας ό,τι δεν άρεσε σε εκείνον ενώ φίμωνε κάθε δυνατότητα έκφρασης.
Ο δρόμος της λογικής και της σύνεσης
Ο Καστελιόν, ένας ταπεινός και σεμνός υπηρέτης του λόγου του Θεού είχε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, εμπνεόταν από μία εντελώς διαφορετική αντίληψη περί άλλων δογμάτων και πίστευε στην ελευθερία του ατόμου να σκέφτεται και να εκφράζεται, είχε πίστη στον άνθρωπο και στις δυνάμεις του, θεωρούσε την ήπια και μειλίχια ανταλλαγή απόψεων ως εκ των ων ουκ άνευ και με όχημα τον αλληλοσεβασμό κήρυττε την ειρήνη και την αρμονική συνύπαρξη. Απευθυνόταν προς τους ηγεμόνες με σύνεση, ηρεμία και γαλήνη αλλά με γενναιότητα και σθεναρό λόγο σε μία ύστατη προσπάθεια να σώσει τους λεγόμενους αιρετικούς από το ξίφος και το λεπίδι. Τους έγραφε χαρακτηριστικά: “Σταθείτε στο πλευρό της επιείκειας και μην ακούτε όσους σας παροτρύνουν στον φόνο, γιατί αυτοί δεν θα μπορέσουν να συνηγορήσουν για σας όταν θα σταθείτε μπροστά στον Θεό για να Του δώσετε λογαριασμό των πράξεών σας. Γιατί θα είναι αρκετά απασχολημένοι με τη δική σας υπεράσπιση. Πιστέψτε με, αν ήταν εδώ ο Χριστός, ποτέ δεν θα σας συμβούλευε να θανατώσετε εκείνους που ομολογούν το όνομά Του, ακόμη κι αν σφάλλουν σε κάποια λεπτομέρεια ή έχουν πάρει λάθος δρόμο…”.
Ο Τσβάιχ διαθέτει και εκείνος όπως και ο Καστελιόν την υπομονή και την επιμονή αλλά και τον στιβαρό λόγο να αντιτεθεί στο κακό και το δαιμονικό με το δικό του ειρηνικό αλλά ισχυρό λόγο που μπορεί και αντιστέκεται σε κάθε μορφής καταπίεση και καταναγκασμό. Με πονήματα όπως αυτό και με οδηγό μορφές όπως ο Καστελιόν, στέκεται αγέρωχος απέναντι στο θηρίο του ναζιστικού μορφώματος και τείνει το δικό του λογοτεχνικό ξίφος για να το δαμάσει. Μπορεί ο ίδιος να λύγισε στη μάχη αυτή και να έχασε τον πόλεμο της αναμονής με την φυγή του στο επέκεινα, όμως οι απόψεις του και το έργο του τελικά ήταν εκείνα που κέρδισαν στη θέση του και διδάσκουν σε όλους εμάς την υπεράσπιση και το δίκιο δίχως την επιστράτευση της βίας. Ο Τσβάιχ μοιάζει να ταυτίζεται με τους βιογραφούμενούς του και ο αναγνώστης γεύεται τους καρπούς της δημιουργίας του.
“Μόνο η ιδέα της πνευματικής ελευθερίας, η κορωνίδα των ιδεών, μόνο αυτή γνωρίζει την αέναη επιστροφή, καθότι αιώνια σαν το πνεύμα. Όταν της αφαιρείται για κάποιο διάστημα ο λόγος, αποτραβιέται στον εσώτατο χώρο της συνείδησης, απρόσιτη σε κάθε είδους καταπίεση. Πλανώνται λοιπόν οικτρά οι εξουσιαστές όταν πιστεύουν ότι έχουν νικήσει το ελεύθερο πνεύμα, μόνο και μόνο επειδή του έχουν σφραγίσει πρόσκαιρα το στόμα”.
“Πάντα θα εμφανίζεται ένας Καστελιόν που θα ορθώνει το ανάστημά του σε κάθε Καλβίνο και θα υπερασπίζεται την ανεκτίμητη ανεξαρτησία των πεποιθήσεων ενάντια στη βία της κάθε εξουσίας”.