Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σήμαναν κομβικές και ζωτικής σημασίας αλλαγές στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και δη στην Ιταλία, στην ιστορία της οποίας είναι αφιερωμένο το βιβλίο αυτό. Ένας κόσμος σε ανατάραξη και σε αστάθεια αναζητά τα βήματά του μέσα από ιστορικές εξελίξεις που συμβαίνουν και αλλάζουν το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό τοπίο. Η Ιταλία θα βιώσει τη φυγή στο μέλλον με πολλές διακυμάνσεις, με ακόμα περισσότερες ανθρώπινες ιστορίες που η κάθε μία έχει την προσωπική της δυστυχία. Γιατί όπως έλεγε και ο Τολστόι στην Άννα Καρένινα, όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια ωστόσο είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο.
Η ιστορία μέσα από το πρίσμα δύο γενιών
Μισός αιώνας ιστορίας αποκαλύπτεται μέσω του βιβλίου και αυτό μέσα από μία αφήγηση που εξιστορεί την αγωνία και τον συναισθηματικό κόσμο πρωταγωνιστών όπως η Τζούλια Μανφρέντι, ο Πιέτρο Φέρο, η Ανίτα Λεόνε και πολλοί άλλοι. Μέσα από τις ζωές τους μας ταξιδεύουν στον χρόνο και μας προσφέρουν ένα πανόραμα και ένα μωσαϊκό των δραματικών και άλλοτε απόλυτα τραγικών γεγονότων που σκιάσανε και στιγμάτισαν το δικό τους παρόν. Ένα παρόν όπου η ιστορία έχει τον πρώτο λόγο και πρωταγωνιστεί, αφού οι ζωές τους εξαρτώνται από τα όσα λαμβάνουν χώρα στην Ιταλία, οι μεν και στην Αμερική οι δε, εκεί όπου αναζητούν μια καλύτερη τύχη.
Το παράδειγμα της Τζούλιας Μανφρέντι είναι το καλύτερο παράδειγμα που έχει στα χέρια της η συγγραφέας για να μας δώσει να καταλάβουμε, έστω και με μυθοπλαστικό τρόπο, τις θύελλες και τις ανησυχίες που προκύπτουν. Η Τζούλια θα εγκαταλείψει την πόλη του Μπόργκο ντι Ντέντρο για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη και μια πιο ευτυχή μοίρα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού γνωρίζοντας εκ προοιμίου πως η αλλαγή αυτή δεν θα είναι διόλου εύκολη και η προσαρμογή ακόμα πιο δύσκολη. Θα πληρώσει ακριβά το τίμημα της μοναξιάς σε μία ξένη χώρα, θα βιώσει το αίσθημα της ξενιτιάς αρκεί αυτή η μεταβολή στη ζωή της να αξίζει. Μαθαίνει νέα από την πατρίδα της και έχει συνέχεια την καρδιά και την ψυχή της στη χώρα που δοκιμάζεται ενώ εκείνη δοκιμάζεται σε νέες συγκυρίες και καταστάσεις.
Η συγγραφέας αφηγείται: “…Το παρελθόν δεν υπάρχει, και εντάξει, το κατάλαβε, δεν θα λογαριαστεί με τις αναμνήσεις. Η Αμερική σε μαθαίνει να κοιτάζεις μπροστά, μπροστά! Όμως μπροστά από τη σφαλιστή εξώπορτα του παλάτσο ρεάλε ανακάλυψε ότι ο χρόνος δεν είναι μια ευθεία που οδηγεί μακριά, αλλά είναι εύκαμπτος σαν κορδέλα, τυλίγεται γύρω απ’ τον εαυτό του, κι εκείνη έχει καταλήξει μέσα σε μια πτυχή”. Η συγγραφέας με μελέτη σε ιστορικά και άλλα αρχεία καταθέτει τη δική της ξεχωριστή ματιά στα όσα διαδραμάτισαν ρόλο σε μία Ιταλία όπου η πραγματικότητα είναι πολύ εύθραυστη. Από τη μία ο αναγνώστης διαβάζει για την συμμετοχή της Ιταλίας στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και ενάντια στην Αυστροουγγαρία που ήταν ο άμεσος εχθρός, ενώ αργότερα γεύεται την ριζική μεταβολή της πολιτικής με την άνοδο του Μουσολίνι και την εδραίωση του φασιστικού μορφώματος που παίρνει σάρκα και οστά.
Άγριες προθέσεις και βίαιες παλινωδίες
Η συγγραφέας ξεδιπλώνει και ξετυλίγει με δεξιοτεχνία και συναρπαστικό τρόπο το κουβάρι της ιστορίας και μας οδηγεί στην εποχή σαν σε σκηνικό κινηματογράφου έχοντας στήσει την κάμερα σε πρόσωπα και καταστάσεις που αιχμαλωτίζουν την προσοχή μας και το ενδιαφέρον μας έτσι παραμένει αμείωτο. Ποιες συνέπειες θα έχουν η απόφαση για επανάσταση και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό; Πού θα οδηγήσει η εξάπλωση της φασιστικής αντίληψης και η νέα αυτή πολιτική ιδεολογία; Οι οικογένειες Λεόνε και Μανφρέντι θα περάσουν δια πυρός και σιδήρου, θα μεγαλουργήσουν αλλά θα πληρώσουν και το κόστος της απώλειας των ζωών των παιδιών που θα χαθούν στον πόλεμο. Έρχεται έτσι η ανάγκη περισυλλογής και αναστοχασμού των όσων συνέβησαν και είναι οι επόμενες γενιές που θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν από τη μία τις μνήμες και από την άλλη να χτίσουν κάτι νέο.
“Στα μέσα του μήνα οι φασίστες είχαν διαλύσει μια συνέλευση στο Άκουι Τέρμε και είχαν παραδώσει στις φλόγες τα γραφεία του Εργατικού Κέντρου. Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία, με μια ανοιχτή επιστολή προς τους πολίτες, η επιτροπή σοσιαλιστών του Μπόργκο ντι Ντέντρο είχε βρυχηθεί ενάντια στην τυφλή και κτηνώδη βία και τους είχε καλέσει να καταθέσουν τα όπλα”. Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό της άγριας μετάβασης από τη δημοκρατική ευαισθησία στην απολυταρχική και βίαιη αντίδραση ενός κινήματος που ξεκίνησε ως επαναστατικό και ιδεολογικό αφήγημα απλά και μόνο για να παγιδεύσει στα δίχτυα του με λαϊκιστικό τρόπο όλο και περισσότερους οπαδούς.
Η συγγραφέας γίνεται έτσι μέσω του μυθιστορήματος εκείνη που καταμαρτυρά και καταγράφει τον ρου της ιστορίας ενώ προβάλλει στην “οθόνη” όλα όσα επηρέασαν τις εξελίξεις. Μας παρέχει έτσι τη δυνατότητα να δούμε την αλήθεια και να μάθουμε από τις ζωές των άλλων, να δούμε κατάματα το δράμα των οικογενειών που ζούνε μέσα από τις αναμνήσεις και προσπαθούν να ορθοποδήσουν έχοντας πια πίσω τους την εμπειρία και τα γεγονότα. Το βιβλίο είναι ένα ζωντανό παράλληλο πεδίο δράσης και τιμά όσους επιχείρησαν, σαν την Τζούλια και την Ανίτα, να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της ζωής. Γιατί όπως αναφέρει και η Ρομανιόλο “ζωή δεν είναι να προχωράς, ζωή είναι να αντέχεις”.
“Ζωή είναι να προχωράς, και χωρίς παρελθόν μπορεί κανείς να προχωρήσει, να ζήσει. Εκείνη έμαθε να ζει. Αλλά είναι έτοιμη να πεθάνει; Όχι με θάνατο από προδοσία, που σε παίρνει μακριά ώσπου να πεις κύμινο”
“Η Πιάτσα Καστέλο είναι μια γαλακτερή θάλασσα. Προχωρώντας, η ομίχλη διαλύεται σε νοτισμένα πέπλα. Το μαύρο μαντίλι κολλάει στο πρόσωπο, το σάλι στα χέρια. Τυχεροί οι βετεράνοι, σκεφτόταν κάποτε. Οι επιζήσαντες, αυτοί που τη σκαπούλαραν, καθότι απαραίτητοι για την πολεμική προσπάθεια στην ασφάλεια των εργοστασίων. Και πιο τυχεροί απ’ όλους οι πονηροί, εκείνοι που προσποιήθηκαν τους ψυχασθενείς, που κουτσάθηκαν για να μη φύγουν, που είχαν κάποιον ισχυρό να τους προστατεύσει”.