“Ο Φάλαντα γνωρίζει από πρώτο χέρι την κατάσταση την οποία περιγράφει. Το Και τώρα ανθρωπάκο; είναι γραμμένο στην καρδιά της κρίσης και από συγγραφέα που είχε νιώσει για τα καλά τις συνέπειές της. Μετά την επιτυχία του προηγούμενου μυθιστορήματος, ο Φάλαντα είδε τον εκδότη και συγχρόνως εργοδότη του, συμπαρασυρόμενο από τις χρηματοπιστωτικές αναταράξεις, να φτάνει στο χείλος της χρεοκοπίας” γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης στην εισαγωγή του βιβλίου και αποκαλύπτει εύστοχα όλο το παρασκήνιο και το ιστορικό πίσω από την συγγραφή αυτού του συγκλονιστικού βιβλίου. Ο Φάλαντα επιλέγει όπως και στα άλλα του βιβλία να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο ψυχαναλύει τον πρωταγωνιστή του, δηλαδή τον εαυτό του μιας και όλα όσα καταθέτει αγγίζουν τη δική του προσωπική ζωή και τις δικές του παλινωδίες από τις οποίες δεν κρύβεται.
Η ανατομία ενός ανώνυμου ήρωα
Ο Βίλχελμ Ράιχ στο διαχρονικό και απαράμιλλο βιβλίο “Άκου ανθρωπάκο” έγραφε πως για να κερδίσεις την ευτυχία, πρέπει να παλέψεις για αυτήν. Ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ ή αλλιώς Μικρός είναι ένας αγωνιστής του καιρού του, ένας άνθρωπος που κυκλοφορεί σαν τους πολλούς άγνωστος ανάμεσα στους αγνώστους και ανώνυμους τίμιους και εργατικούς ανθρώπους που παλεύουν να ορθοποδήσουν σε μία περίοδο άστατη πολιτικά και επισφαλή ως προς τα κοινωνικά δρώμενα. Τιμώντας τις αξίες του και τις αρχές του ο Μικρός δεν θα μαγευτεί από παράνομες ενέργειες που θα τον έβγαζαν από τη δύσκολη θέση, δεν θα εντυπωσιαστεί από το εύκολο χρήμα όπως άλλοι, δεν θα μπει στον πειρασμό να κλέψει ξύλα παρά το γεγονός πως η οικογένειά του έχει ανάγκη να ζεσταθεί. Ο Φάλαντα και ο πρωταγωνιστής του έχουν πολλά κοινά, είναι σάρκα εκ της ίδιας σαρκός, είναι και οι δύο αντιμέτωποι με το φάσμα της ανέχειας και της αδυναμίας να τα βγάλουν πέρα.
Ο Μικρός θα επιλέξει να ζήσει φτωχά πλην τίμια γιατί η συνείδησή του αυτό του υπαγορεύει. Οι περιγραφές του Φάλαντα και η αφήγησή του έχουν μια έντονη θεατρικότητα καθώς σχεδόν όλο το κείμενο βασίζεται στην σχέση του ζευγαριού που περνά χρόνια μαζί, που ξεπερνά τόσα και τόσα εμπόδια και όμως αντιστέκεται και πασχίζει να μην διαλυθεί. Το μυθιστόρημα ξεκινά να το γράφει εν μέσω οικονομικής κρίσης και εν μέσω πολιτικής αστάθειας με τον ναζισμό να είναι προ των πυλών. Το βιβλίο ολοκληρώνεται στις αρχές του 1932 και ήδη τα σύννεφα της ολέθριας αλλαγής έχουν αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα. Οι εργασιακές συνθήκες όπως διαφαίνεται και από τις περιγραφές είναι τουλάχιστον άθλιες, δεν υπάρχει κανένας έλεγχος από καμία επιθεώρηση εργασίας και οι εργαζόμενοι είναι αναλώσιμοι και απολύτως αντικαταστάσιμοι. Θύμα αυτής της πολιτικής των εργοδοτών, οι οποίοι και δεν λογοδοτούν πουθενά για πράξεις τους είναι και ο Πίνεμπεργκ που δεν έχει το κουράγιο να ορθώσει το ανάστημά του και να ζητήσει τα δέοντα και τα πρέποντα.
Εν συντομία, αιτία αυτής της τραγικής αλλαγής προς τον εθνικοσοσιαλισμό και τον λαϊκισμό που πρέσβευε η ναζιστική προπαγάνδα είναι η αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να ανορθώσει την γερμανική οικονομία και να εξασφαλίσει σε ανθρώπους όπως ο Πίνεμπεργκ μια ασφαλή και αξιοπρεπή ζωή. Ζευγάρι όπως αυτό του Γιοχάνες και της Έμα ευχαριστιούνται με τα λίγα και ζουν με τα απολύτως απαραίτητα ενώ δοκιμάζονται οι αντοχές τους. Ο ήρωας του βιβλίου ζει στα όρια της απόλυτης φτώχειας και η έλευση του παιδιού τον χαροποιεί όμως τον γεμίζει και με ευθύνες στις οποίες αδυνατεί εμφανώς να ανταπεξέλθει. Είναι και η κατάσταση του ήρωα που ακροβατεί στα όρια της μη επιβίωσης και της ταπείνωσης. Αλλάζει εργασίες με όλο και χαμηλότερο μισθό, βιώνει την εξαθλίωση από μέρους του εργοδότη και μένει τελικά άνεργος ενώ το Μανάρι – έτσι αποκαλεί την γυναίκα του – προσπαθεί να κερδίσει λίγα χρήματα μαντάροντας κάλτσες και εκλιπαρώντας για λίγα μάρκα που θα της επιτρέψουν να προσφέρει λίγο βούτυρο στον Μπόμπιρά της.
Μία ακόμα απόδειξη του παράλληλου βίου του Φάλαντα και του ήρωά του είναι η εκμυστήρευση του πρώτου στην γυναίκα του όταν της γράφει: “Ελπίζω ότι σου είναι απολύτως σαφές πως σε περιμένει ένα μέλλον οικονομικά αβέβαιο, ότι δεν είμαι υγιής, ότι δεν μπορείς και δεν πρέπει να προσδοκάς από εμένα παιδιά, ότι κοινωνικά είμαι ένας παρίας”. Οι δύο κόσμοι, δηλαδή του ήρωα και του συγγραφέα, είναι τόσο κοντά και είναι και οι δύο τόσο δραματικοί που μας προκαλούν θλίψη, οίκτο και απόγνωση για τα όσα διαδραματίζονται σε μία γερμανική κοινωνία που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην καταστροφή. Από την μεριά της και με προφητική ματιά στα πράγματα το Μανάρι αναφέρει χαρακτηριστικά: “…κάνοντας αυτό που κάνουν εδώ και χρόνια με τους εργάτες και τώρα με μας, γεννούν θηρία και θα το πληρώσουν, Μικρέ! Σ’ το λέω! {…} Ήδη έρχονται στα πράγματα οι λάθος άνθρωποι που σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο, δε χορταίνουν ποτέ”.
Μια καταραμένη γενιά που προσέφερε πολλά
Βιβλία όπως αυτό είναι η κληρονομιά της γερμανικής σχολής του μεσοπολέμου στην οποία συγκαταλέγονται ο Τσβάιχ, ο Ροτ, ο Μπροχ και άλλοι, με την διαφορά πως ο Φάλαντα ήταν ο μόνος ή ίσως από τους λίγους που προτίμησαν να παραμείνουν στην Γερμανία εν μέσω πολέμου και να αποτυπώσουν ιδίοις όμμασι την παρακμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, να γευτούν πικρά τους κανόνες της απαγόρευσης και της άρνησης, να στερηθούν την ελευθερία τους. Ίσως τελικά ένας και από τους λόγους του διεξόδου που προτίμησε ο Φάλαντα – ήταν εθισμένος στο ποτό και αυτό καταγράφει και στο τελευταίο του βιβλίο Ο Πότης το 1945 – για να ξεφύγει από τις εικόνες της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και του ολέθριου ολοκληρωτισμού ήταν η διαφυγή στον δρόμο των ουσιών, είτε αυτό λέγεται αλκοόλ είτε ναρκωτικές ουσίες.
Σε όλα του τα βιβλία όπως άλλωστε και εδώ, ο Φάλαντα έρχεται και πάλι να θυμίσει το φάντασμα της μη ύπαρξης και της πάλης σε έναν κόσμο ανισοτήτων. Είναι όμως αναμφίβολα και ένα φιλοσοφικό και στοχαστικό εγχείρημα αυτό το βιβλίο για να καταδείξει την αθλιότητα των ανθρώπων όμοια με εκείνη των Αθλίων του Ουγκό, μια ανθρώπινη καταβύθιση στην παρακμή των κοινωνικών αξιών. Πρόκειται για έναν ανοιχτό πόλεμο με την έννοια της επιβίωσης σε έναν κόσμο που οδεύει σε αυτομαστίγωση και ο Πίνεμπεργκ είναι η προσωποποίηση ενός ανθρώπινου δράματος δίχως τέλος, καθρέφτης μιας εποχής χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον και χωρίς προοπτική. Τα λόγια του Μαναριού αποτυπώνουν το κλίμα της απόλυτης απόγνωσης, της οργής και της δυστυχίας: “…ας έρθει πάλι μια κυβέρνηση να μου πει για το κοινό καλό και για λαϊκή ενότητα και θυσίες. Ας γελάσω! Μας θυμούνται μόνο όταν θέλουν να κάνουμε θυσίες”. Τέλος, αξίζουν συγχαρητήρια στην Ιωάννα Αβραμίδου για την πολύ προσεγμένη μετάφραση!
“… δεν του έμενε παρά μια ύστατη επιλογή: να αποτραβηχτεί από τον κόσμο, να σκάψει μια σήραγγα, ένα πέρασμα μέσα στη γη, και στην άκρη του περάσματος μια σπηλιά-μάρσιπο, σα φωλιά τρωκτικού. Θα μπορούσε να τη διαρρυθμίσει πολύ όμορφα για να είναι εκεί ασφαλής από κάθε επίθεση, από κάθε αποκάλυψη, από κάθε άνθρωπο”.
“Είναι τόσο ωραία να είσαι στο κρεβάτι σου και κάποιος να αναπνέει δίπλα σου μες στην νύχτα. Είναι τόσο ωραίο να διαβάζεις την εφημερίδα και κάποιος καθισμένος στη γωνιά του καναπέ να ράβει και να μπαλώνει. Είναι τόσο ωραίο να φτάνεις σπίτι και να σου λέει κάποιος: “Καλημέρα Μικρέ μου. Πώς ήταν η μέρα σου; Καλή”. Είναι τόσο ωραίο να έχεις κάποιον για τον οποίον να δουλεύεις και να τον νοιάζεσαι, τέλος πάντως, κατά την γνώμη μου να νοιάζεσαι και ας είσαι και άνεργος. Είναι τόσο ωραίο να έχεις κάποιον να τον παρηγορείς”.