“Όταν έγραφα αυτό το γράμμα στον Ζακ Ριβιέρ, δεν είχα δίπλα στο κρεβάτι μου, βλέπετε ήμουν άρρωστος, κανένα βιβλίο. Συγχωρήστε λοιπόν τις πιθανές, κι εύκολες να διορθωθούν, ανακρίβειες ορισμένων παραθεμάτων. Απλώς ξεφύλλιζα τη μνήμη μου και προσανατόλιζα το γούστο των φίλων μου. Δεν είπα ούτε τα μισά απ’ όσα ήθελα, και κατά συνέπεια πολλά περισσότερα από τα διπλά όσων είχα υποσχεθεί” γράφει ο Μαρσέλ Προυστ στην επιστολή του προς τον Ζακ Ριβιέρ στον οποίο απευθύνει τις απόψεις του για τον Μπωντλαίρ εν έτει 1921. Διότι ο Προυστ, ο κορυφαίος συγγραφέας, λίγο πριν φύγει από τη ζωή – πεθαίνει το 1922 και είναι ήδη άρρωστος στο κρεβάτι – έχει ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του μνημειώδους έργου “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Δυστυχώς βέβαια οι περισσότεροι εκ των τόμων θα κυκλοφορήσουν μετά τον θάνατό του από τον αδερφό του Ρομπέρ.
Ο συγγραφέας στοχαστής, ο λογοτέχνης αναλυτής
Είναι ίδιον γνώρισμα και χαρακτηριστικό στοιχείο των εμβληματικών συγγραφέων όπως ο Μαρσέλ Προυστ να μην περιορίζονται μόνο στο δικό τους συγγραφικό έργο, αλλά να βρίσκονται σε μία συνεχή και ενδελεχή αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα που δεν τους τίθενται αλλά οι ίδιοι τυχαίνει να θέτουν στον εαυτό τους. Αυτό άλλωστε είναι και το μεγαλείο τους, αυτή η αδιάκοπη σκαπάνη στα ενδότερα της διανόησης με βλέμμα αληθινά στοχαστικό και βαθιά φιλοσοφικό καθώς και με διάθεση να ξετυλίξουν το κουβάρι του λόγου και τις αιτίες του. Ο Μαρσέλ Προυστ, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του, διαθέτουν στη γενικότερη βιβλιογραφία αναλύσεις όπως αυτή εδώ, κάτι που αποδεικνύει την ευρύτητα του πνεύματός τους και το ευρύ φάσμα του πολυεπίπεδου έργου τους, αυτό που τους απασχολεί είναι η συνεχής επαφή με το νόημα των λέξεων.
Και βέβαια ο Μαρσέλ Προυστ, γνήσιος και αυθεντικός εξερευνητής της γλώσσας, παλεύει και κατορθώνει, ακόμα και στο κρεβάτι όπου βρίσκεται λόγω της ασθένειάς του, να διεισδύσει στα άδυτα της παραγωγής λόγου από την οποία γοητεύεται. Με ζήλο και πάθος, με αγάπη και τρυφερότητα, το μυαλό του έντονα ενεργό και πλήρως ακμαίο, αρπάζει την ευκαιρία της ανάπαυσης που του δίνεται για να προσπαθήσει να ερμηνεύσει έναν εκ των κορυφαίων του 19ου αιώνα, τον ποιητή των Ανθέων του κακού. Το έργο, που είναι σχετικά πρόσφατο μιας και δημοσιεύτηκε το 1857, έχει προκαλέσει ποικίλα ερωτήματα και έχει αποτελέσει ένα είδους σκάνδαλο για την εποχή του σαν την Ολυμπία του Μανέ. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο που ήδη είχε συζητηθεί πολύ όταν πρωτοδημοσιεύτηκε και στο πέρασμα στον 20ο αιώνα θα βρει αρκετούς μελετητές και συγγραφείς, οι οποίοι όχι μόνο θα επηρεαστούν και θα σκύψουν πάνω του αλλά θα βρει και πολλές αντικρουόμενες απόψεις και πάμπολλες αντιδράσεις.
Ο Προυστ εντρυφά στο έργο του σπουδαίου Σαρλ Μπωντλαίρ και μοιράζεται αυτή του την διάθεση να το ερμηνεύσει και να το εκθειάσει με τον φίλο του Ζακ Ριβιέρ στον οποίο και εμπιστεύεται προφανώς κρυφές σκέψεις. Εκμυστηρεύεται με αφορμή συγκεκριμένους στίχους όλο τον παφλασμό και τον ερωτικό πυρετό που οι στίχοι εκπέμπουν, όλο αυτό το πάθος που αναδύεται από ένα πόνημα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός έργου με τεράστια απήχηση. Ο Προυστ, με την έμπειρη και ρομαντική ματιά ενός πρωτοπόρου της τέχνης του λόγου, μπορεί και αφουγκράζεται τον παλμό των στίχων του Μπωντλαίρ και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές των λέξεων που βρίσκουν εδώ το νόημά τους. Θα γράψει χαρακτηριστικά: “Ίσως αλίμονο (!), να πρέπει να έχεις μέσα σου τον επικείμενο θάνατο, ν’ απειλείσαι από αφασία σαν τον Μπωντλαίρ, για να ‘χεις τούτη τη διαύγεια στον αληθινό πόνο, θρησκευτικούς τόνους μέσα σε σατανικά κομμάτια” .
Ένας επαναστάτης του λόγου, ένας ανυπότακτος ποιητής
Ο Μπωντλαίρ υπήρξε ένας ιππότης-πότης της διανόησης που δείχνει από πολύ μικρός το επαναστατικό του πνεύμα και τις έντονες συγγραφικές του ανησυχίες. Προκαλεί προβλήματα τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό του περιβάλλον, παράλληλα όμως εκδηλώνει σαν χείμαρρο τον ψυχικό πλούτο που κρύβει μέσα του. Η ωριμότητα υπάρχει μόνο στην σκέψη του και στην πένα του, κάτι που αναστατώνει την μητέρα του. Ο Προυστ, όχι άδικα, τον συγκρίνει με μεγάλα πνεύματα της εποχής, όπως ο Ουγκό και εξυμνεί το μεγαλείο της γραφής του αναφέροντας μεταξύ άλλων και εξέχοντα ονόματα του ποιητικού λόγου όπως ο Όμηρος, ο Κικέρων, ο Βιργίλιος. Κάνει όμως παράλληλα νύξη και στους σύγχρονους ντε Μυσέ, ντε Λιλ απέναντι στους οποίους είναι εξαιρετικά σκωπτικός και καυστικός ορθώνοντας το ανώτερο για αυτόν ποιητικό ανάστημα του Μπωντλαίρ μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα στίχων. Είναι σαφές από την αφήγησή του πως ο Προυστ μένει ενεός και σαγηνευμένος από την ποιητική τέχνη του Μπωντλαίρ και αυτή η επιστολή είναι μια ελεγεία στο πρόσωπό του.
Ο Μπωντλαίρ αποτυπώνει στα Άνθη του Κακού, το πιο γνωστό του έργο, αυτά που βιώνει στην καθημερινότητα του, τα συναισθήματά του, τις εσωτερικές του παλινωδίες, τα εφηβικά του σκιρτήματα. Οι εξάρσεις του και οι εκστάσεις του αποτυπώνονται σε αυτό το αριστούργημα της ποίησης που κατακρίθηκε έντονα όσο βρισκόταν εν ζωή. Το βιβλίο αυτό προκαλεί, λόγω της σκανδαλώδους περιγραφής, το μένος των δικαστικών αρχών, το λογοκρίνουν και κρίνουν τις προθέσεις του ποιητή ανήθικες καθώς προσβάλλουν τα χρηστά ήθη και την ίδια την κοινωνία. Με λίγα λόγια αποτελεί βιβλίο επικίνδυνο για την δημόσια αιδώ και είναι επιτακτική ανάγκη να αποσυρθεί.
Ο ρόλος της μητρικής αγάπης έχει κύριο ρόλο στα Άνθη του κακού, ίσως με έναν άλλο τρόπο πιο ιδιαίτερο και ιδωμένο μέσα από τα μάτια του εκκεντρικού Μπωντλαίρ. Μην λησμονούμε πάντως πως ο ίδιος από νωρίς εξέφρασε την αγάπη του για την μητέρα του, με πολλές τρυφερές κουβέντες που κατέληγαν ενίοτε παρεξηγήσιμες, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα βέβαια είναι ανέκαθεν έμφυτο σε κάθε αρσενικό, οπότε ουδείς λόγος έκπληξης. Λόγω ίσως του πρόωρου θανάτου του μεγάλου σε ηλικία πατέρα του, ο Μπωντλαίρ εκών άκων είχε αφοσιωθεί και αφιερωθεί στην ευτυχία της μητέρας του. Η αγκαλιά που της επεφύλασσε σε κάθε στιγμή ήταν απεριόριστη, διαχυτική, απεριόριστα ειλικρινής. Ήταν η προστάτιδα στην οποία εκμυστηρευόταν κάθε του σκέψη, απορία, ανησυχία και χαρμολύπη. Την κολάκευε με τα συναισθήματά του αλλά εκείνη βρισκόταν πάντα σε άμυνα, ένιωθε παράξενα.
“Οι Γάλλοι, εδώ και κάποιο διάστημα, έμαθαν να γνωρίζουν τις εκκλησίες, τον αρχιτεκτονικό θησαυρό της χώρας μας. Θα ήταν καλό να μην αφήσουμε εξαιτίας αυτού να πέσουν στη λήθη ετούτα τα άλλα μνημεία, πλούσια και αυτά σε μορφές και στοχασμούς, που υψώνονται πάνω από τις σελίδες ενός βιβλίου”
“…Και θα ήταν καλά να φτάσει κανείς στον έρωτα κατά Μπωντλαίρ, αποσιωπώντας όσα πίστεψε πως δεν έπρεπε να ειπωθούν, όσα στιγμιαία μεν, αλλά και με το παραπάνω υπαινίχθηκε”.