Η Διδώ Σωτηρίου ήταν αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της λογοτεχνίας και του τόπου μας. Έγραψε για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία και πώς θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε άλλο, αφού η ίδια βίωσε τον τόσο ταραγμένο 20ο αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε τα έργα της και ίσως μέσα από αυτά να μάθαμε και ένα κομμάτι της ιστορίας μας.
Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι, μια πόλη της Μικράς Ασίας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και αγαπούσε πολύ τον τόπο γέννησης της, ο οποίος φάνταζε σαν παράδεισος στα μάτια της. Ήταν από μικρή ανήσυχο πνεύμα και της άρεσε να τριγυρνά και να εξερευνά τον κόσμο γύρω της. Συχνά έλεγε πως η συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων ήταν όμορφη και ειρηνική και τίποτα δεν προϊδέαζε τη ρήξη που έμελλε ν’ ακολουθήσει.
Το 1919 μετακόμισε με την οικογένεια της στη Σμύρνη. Έζησαν στο κτήριο που προηγουμένως στεγαζόταν το Αιγυπτιακό Προξενείο και η Διδώ ξεκίνησε να μελετά τα έγγραφα που είχαν ξεχαστεί. Από τότε δε σταμάτησε να ποτέ να ερευνά. Ήρθε σε επαφή με το χώρο της δημοσιογραφίας ήδη από μικρή ηλικία, καθώς είχε δημιούργησε ένα σύλλογο που μοίραζε φαγητό στους απόρους και ένας δημοσιογράφος της πήρε συνέντευξη.
Η καταστροφή της Σμύρνης τη βρήκε στην Ελλάδα. Λόγω της κοινωνικής θέσης της οικογένειάς της, είχαν ήδη πληροφορηθεί για την κατάσταση κι έτσι η Διδώ πρόλαβε να καταφύγει στον Πειραιά μαζί με τος θείους της. Λίγες μέρες μετά ακολούθησαν οι γονείς και η αδερφή της. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε για ακόμη μία φορά σε έναν νέο τόπο, την Αθήνα. Όμως, αυτή τη φορά βρισκόταν σε μια διαφορετική χώρα ως πρόσφυγες. Έτσι γνώρισαν προβλήματα πείνας, ασθένειας, ακόμη και εχθρότητας από τους Έλληνες.
Ωστόσο, οι δυσκολίες δεν πτόησαν τη Διδώ, η οποία τελείωσε το σχολείο και συνέχισε τις σπουδές της στη γαλλική φιλολογία στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε διανοούμενους και σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Αντρέ Μαλρώ και ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας, Αντρέ Ζιντ.
Η δεκαετία του ’30 ήταν, ίσως, μία από τις σημαντικότερες τις ζωής της. Ήταν η δεκαετία που παντρεύτηκε τον Πλάτωνα Σωτηρίου, τον αδερφό της μητέρας της Άλκης Ζέη. Το 1936 άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως ανταποκρίτρια του περιοδικού «Νέος κόσμος της γυναίκας» του Παρισιού και ως συντάκτρια σε διάφορα έντυπα. Ήταν, επίσης, η δεκαετία που εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα, ένα σημαντικό κομμάτι της μετέπειτα ζωής της.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής έλαβε ενεργό μέρος στην εθνική αντίσταση γράφοντας στον παράνομο, αντιστασιακό τύπο. Μάλιστα, το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια στο «Ριζοσπάστη». Λάτρεψε την περίοδο της κατοχής, καθώς ένιωσε πως για πρώτη φορά Έλληνες και πρόσφυγες ενώθηκαν, βοήθησαν ο ένας τον άλλο και πολέμησαν για έναν κοινό σκοπό. Παρόλη την προσφορά της, το 1947 απολύθηκε από το «Ριζοσπάστη» και διαγράφηκε από το κόμμα με την αιτιολογία ότι δείλιασε λόγω της αστικής της καταγωγής, όταν της ζητήθηκε να πάει στα βουνά να συναντήσει το Μάρκο Βαφειάδη.
Κάποια στιγμή, αφού η κατοχή και ο εμφύλιος αποτελούσαν πια παρελθόν, αποφάσισε να γράψει. Να γράψει βιβλία για όλα όσα είχε ζήσει, τη σημάδεψαν και ήθελε να τα μάθουν και οι επόμενες γενιές. Η αρχή έγινε το 1959 με το «Οι νεκροί περιμένουν». Αυτό το πρώτο βιβλίο ήταν μια αναφορά στα παιδικά και νεανικά της χρόνια. Μέσα από τα μάτια της ηρωίδας παρουσιάζονται η ειρηνική ζωή στη Μικρά Ασία πριν την καταστροφή, ο ξεριζωμός των Ελλήνων και οι δυσκολίες των προσφύγων στη νέα τους πατρίδα.
Από εκεί και μετά η συγγραφική της πορεία ήταν ανοδική και γεμάτη επιτυχίες. Βέβαια, τη μεγαλύτερη επιτυχία και απήχηση γνώρισαν «Τα ματωμένα χώματα», το πιο γνωστό βιβλίο της συγγραφέως που κυκλοφόρησε το 1962. Αποτελεί ένα βιβλίο-έπος για τη μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά και το σκληρό πρόσωπο του πολέμου. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Τουρκία.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθούμε στο «Κατεδαφιζόμεθα», που κυκλοφόρησε το 1982. Αυτή τη φορά η αφηγηματική δράση μεταφέρεται σε μια μεταπολεμική Ελλάδα που πασχίζει να ορθοποδήσει. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νέος άνθρωπος που προσπαθεί να σπάσει τους δεσμούς του με το αναχρονιστικό παρελθόν και χτίσει το δικό του μέλλον. Αποτελεί σίγουρα ένα διαχρονικό βιβλίο για τον αγνό αγώνα της κάθε νέας γενιάς να χτίσει πάνω στα συντρίμμια που άφησε η προηγούμενη.
Μετά το θάνατό της κυκλοφόρησαν τα τελευταία της βήματα στην πεζογραφία. Η «Ηλέκτρα» αναφέρεται στην αντιστασιακή δράση, τη φυλάκιση, τα βασανιστήρια και το θάνατο της Ηλέκτρας Αποστόλου, η οποία ήταν στενή φίλη και συναγωνίστρια της συγγραφέως. Το 2018 κυκλοφόρησαν οι «Ανασκαφές». Πρόκειται για ένα σύνολο αυτοβιογραφικών σημειώσεων που γράφτηκαν την περίοδο 1988-1994 και δεν πρόλαβαν ποτέ να μετουσιωθούν σε μια ολοκληρωμένη αυτοβιογραφία. Τελευταίο κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ήρωες και αντιήρωες. Τριάντα διηγήματα 1931-1991», μια σειρά διηγημάτων για τη ζωή των Ελλήνων του 20ου αιώνα.
Η Διδώ Σωτηρίου βραβεύτηκε πολύ, συζητήθηκε πολύ, μα σίγουρα αγαπήθηκε ακόμα περισσότερο. Η ίδια αγάπησε πολύ τη χώρα της και τη λογοτεχνία. Ενδεικτικό του μεγαλείου ψυχής της είναι πως παραχώρησε το σπίτι της στο Υπουργείο Πολιτισμού, με τον όρο να στεγάζει για πάντα την Εταιρεία Συγγραφέων, την οποία είχε ιδρύσει η ίδια. Αυτή η αγάπη της αποτυπώθηκε σε κάθε βιβλίο της και δεν άφησε κανέναν αναγνώστη ασυγκίνητο. Έγραψε για όσα έζησε και ίσως γι’ αυτό να γνώρισε τέτοια επιτυχία. Το μόνο σίγουρο είναι πως το έργο της δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Η αγάπη της για το βιβλίο ξεκίνησε από μικρή ηλικία και συνεχίστηκε με τη συγγραφή άρθρων για τη σχολική εφημερίδα. Μιλάει δύο ξένες γλώσσες και έχει παρακολουθήσει επί σειρά ετών μαθήματα Θεάτρου και Μονωδίας, ενώ είναι κάτοχος πτυχίου Αρμονίας. Αυτή τη στιγμή σπουδάζει Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και προετοιμάζεται για τις πτυχιακές εξετάσεις του πιάνου.