Ο περίφημος Γαλλοεβραίος, αριστερός διανοούμενος Περέκ, με την κοφτερή σκέψη και τον οξύ νου που δυστυχώς απεβίωσε νωρίς, δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από την περίφημη ιστορία αυτού του καταφυγίου που δεχόταν από διάφορες χώρες μετανάστες και τους εξέταζε για το κατά πόσο μπορούν να γίνονται δεκτοί σε μία Αμερική που όλοι τότε θεωρούσαν Γη της Επαγγελίας. Αναφέρομαι φυσικά στο γνωστό και μη εξαιρετέο Έλις Άιλαντ, το κέντρο υποδοχής που χτίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και έκλεισε τις πόρτες του κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, συγκεκριμένα το 1954. Ο Περέκ μαζί με τον Ρομπέρ Μπομπέρ θα γυρίσουν το 1978 και ύστερα από ανάθεση, μια ταινία για το Έλις Άιλαντ και ο πρώτος θα βρει την ευκαιρία να γράψει επ’ αφορμή αυτού το μικρό αυτό βιβλίο για να ρίξει φως στην ιστορία αυτή.
Στον αστερισμό του Νέου κόσμου
Ο Περέκ αναφέρει χαρακτηριστικά: “{…} μια Γη της Επαγγελίας αρχίζει να διαφαίνεται: η Αμερική ͘ μια γη παρθένα, πρόσφορη σε όλους, μια γη ελεύθερη και γενναιόδωρη όπου οι κολασμένοι της Γηραιάς Ηπείρου θα μπορέσουν να γίνουν οι πιονιέροι του Νέου Κόσμου, οι κτίστες μιας κοινωνίας χωρίς αδικία και χωρίς προκαταλήψεις”. Αυτή η Αμερική όμως δεν είναι και τόσο εύσπλαχνη και τόσο καταδεκτική όσο νομίζουν εκείνοι που βλέπουν τα φώτα της λαμπερά και το μέλλον τους εκεί στρωμένο με ροδοπέταλα. Τουναντίον, η Αμερική, η πολλά υποσχόμενη είναι μία χέρσα γη που χρειάζεται πολύ δύναμη, επιμονή και υπομονή για να τιθασευτεί στα χέρια του καλλιεργητή που έρχεται να ρίξει τον σπόρο του και να τον περιμένει να ανθίσει. Αυτοί οι άνθρωποι που καταφθάνουν εκεί είναι ταλαιπωρημένοι, είναι οι περισσότεροι ξεριζωμένοι και απελπισμένοι, αυτή είναι η χώρα που θέλουν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους.
Ο Περέκ είναι πολύ γλαφυρός και θα έλεγα πολύ ποιητικός αλλά και φλεγματικός στο λόγο του, έναν λόγο που έχει συγκινησιακή φόρτιση, έχει συναίσθημα καθώς και εκείνος είναι γόνος μεταναστών Πολωνών που έφτασαν στη Γαλλία και το Παρίσι όπου και γεννήθηκε εκείνος. Το χρονικό αυτό και ένα είδους ημερολόγιο όπου καταγράφονται οι σκέψεις του ως συμπληρωματικό βοήθημα για την ταινία, είναι μία εξιστόρηση βαθιά στοχαστική και εμβαθύνει στις ψυχές των ανθρώπων αυτών που έφταναν από κάθε γωνιά της Ευρώπης για να βρουν την τύχη τους μην γνωρίζοντας πάντα τα προσκόμματα που θα συναντούσαν στο διάβα τους. Ο κόσμος που αντικρίζουν και συναντούν έχει ανηφορικό μονοπάτι και εκείνοι πλέον προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Διαβάζουμε λοιπόν δια χειρός Περέκ: “Δεν ήταν όλοι οι μετανάστες υποχρεωμένοι να περάσουν από το Έλις Άιλαντ. Όσοι είχαν αρκετά χρήματα ώστε να ταξιδέψουν πρώτη ή δεύτερη θέση, ελέγχονταν εν τάχει πάνω στο πλοίο από έναν γιατρό και έναν ληξίαρχο και αποβιβάζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα”. Η μαρτυρία αυτή του Περέκ αναδεικνύει και μία κατηγοριοποίηση των μεταναστών σε φτωχούς και πλούσιους, με τους πρώτους να αντιμετωπίζονται ως υποδεέστεροι έναντι των πρώτων και να λαμβάνουν όχι και τόσο καλή μεταχείριση αφού παρέμεναν για πολύ καιρό μέχρι να αποφασιστεί κατά πόσο είναι κατάλληλοι ή όχι για να περάσουν το κατώφλι του Αμερικανικού εδάφους και να κυνηγήσουν ένα όνειρο που πολλές φορές, αν δεν ήταν άπιαστο, ήταν Γολγοθάς.
Γενναίοι απέναντι σε μία κοινωνία όχι και τόσο φιλική
Η αμερικανική κοινωνία όπως το αποδεικνύουν και σήμερα τα γεγονότα ήταν υπέρ το δέον προσεκτική, επιφυλακτική και κατά βάθος εχθρική απέναντι στους μετανάστες αυτούς, τους οποίους και αντιμετώπιζαν με μία έπαρση και μία περιφρόνηση. Πολλοί από αυτούς δε, αποφάσιζαν για να γίνουν αποδεκτοί πιο εύκολα να αλλάξουν το όνομά τους, να το αμερικανοποιήσουν δηλαδή προς όφελός τους αλλά με κάποιο κόστος προσωπικό και ψυχολογικό αφού απαρνούνταν κατά μία έννοια την καταγωγή τους. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς, Έλληνες, Ιταλοί, Αρμένιοι, Ιρλανδοί και πολλοί άλλοι είχαν μέσα τους άσβεστη η φλόγα της επιτυχίας και της υπερπήδησης των όποιων εμποδίων γιατί είχαν περάσει του Χριστού τα πάθη για να φτάσουν εκεί και ήταν έτοιμοι να ορθοποδήσουν.
Αυτός ο τόπος του Έλις Άιλαντ είναι ένας τόπος μνήμης και αναμνήσεων για όσους πέρασαν από εκεί, αλλά και για τις επόμενες γενιές που πλέον αντιμετωπίζονται με πιο ευνοϊκούς όρους είναι η αφορμή για να δουν από κοντά όσα πέρασαν οι πρόγονοί τους. “Ό,τι ήταν για τους πρώτους ένας τόπος δοκιμασίας και αβεβαιότητας, έγινε για τους άλλους ένας τόπος της μνήμης τους, ένας από τους τόπους γύρω από τους οποίους αρθρώνεται ό,τι τους συνδέει με την ιστορία τους” θα γράψει ο Περέκ που κατά την επίσκεψή του συνάντησε έναν τόπο παραμελημένο και πλήρως απαξιωμένο, έναν τόπο που σαν να ήθελε να σβηστούν τα ίχνη. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε εσκεμμένα, γιατί ένας τέτοιος τόπος δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο υπερηφάνειας για τις συνθήκες διαβίωσης που ήταν θλιβερές και σχεδόν απάνθρωπες.
Μόνο όποιος πέρασε τη Χρυσή πύλη και εξήλθε του χώρου αυτού μπορεί να καταλάβει τι γινόταν εντός και να αντιληφθεί τη μετά Έλις Άιλαντ εποχή ως ένα νέο ξεκίνημα. “Πώς να συλλάβεις αυτό που δε σου δείχνουν, που δε φωτογραφήθηκε, αρχειοθετήθηκε, σκηνοθετήθηκε; Πώς να ξαναβρείς αυτό που ήταν ασήμαντο, κοινότοπο, καθημερινό, αυτό που ήταν κανονικό, αυτό που συνέβαινε κάθε μέρα;” αναρωτιέται εύλογα ο Περέκ με μία δόση μελαγχολίας που συνεχίζεται και μετά καθώς ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας αυτών των ανθρώπων. Η μνήμη ωστόσο είναι άκρως αναγκαία για να μην επαναληφθούν αντίστοιχες πρακτικές στο μέλλον κάτι που μάλλον όμως είναι αναπόφευκτο λόγω της μη παύσης των πολέμων και της φτώχειας που αυτός φέρνει.
“{…} τίποτα δεν μοιάζει πιο πολύ σ’ έναν εγκαταλειμμένο χώρο από έναν άλλο εγκαταλειμμένο χώρο”.
“{…} για καθέναν απ’ αυτούς που παρέλαυναν μπροστά στους γιατρούς και τους ληξίαρχους, το διακύβευμα ήταν ζωτικό: είχαν απαρνηθεί το παρελθόν τους και την ιστορία τους, είχαν εγκαταλείψει τα πάντα για να δοκιμάσουν να ‘ρθουν εδώ για να ζήσουν μια ζωή που δεν τους είχε δοθεί το δικαίωμα να ζήσουν στο πατρίδα τους”.