Μετά τα δύο πολύ έντονα φορτισμένα σε περιεχόμενο βιβλία, Να τελειώνουμε με τον Έντι Μπελγκέλ και την Ιστορία της βίας, ο Εντουάρ Λουί επανέρχεται με μία ακόμα δραματική ιστορία που έχει και αυτή καθαρά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και συγκλονίζει τον αναγνώστη με την αλήθεια που εκπέμπει. Πρόκειται για τον συγγραφέα και αφηγητή Λουί που ξεδιπλώνει ενώπιόν μας μια ζωή στο ρίσκο, μια ζωή κρεμασμένη στα μανταλάκια της κριτικής και της ανασφάλειας για αυτό που ο ίδιος διάλεξε να είναι ενώ η πολιτική κατάσταση διαλύει τον πατέρα του και εκείνος με τη σειρά του εκείνον. Αγκαλιά με το συναίσθημα της απόρριψης και λερωμένος από τον ίδιο του τον πατέρα με το στίγμα του ανεπιθύμητου που αρνείται το φύλο του για να γείρει προς το αντίθετο, ο Λουί γίνεται το σημείο αναφοράς με την κακή έννοια και σημαδεύεται από την απέχθεια του ίδιου του πατέρα, ο οποίος είναι ωσεί παρών αφού όλο παραπαίει η υγεία του για να μπορέσει να του μιλήσει.
Εις το όνομα της διαφορετικότητας
“Κάθε μέρα, όταν πλησίαζα στο δρόμο μας, σκεφτόμουν το αυτοκίνητό σου και ευχόμουν από μέσα μου: κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί”. Αυτή είναι η προσωπική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που παλεύει με τον ίδιο του τον πατέρα, τον οποίο αποφεύγει και σκοτώνει μέσα του αφού δεν μπορεί να ζήσει μαζί του. Το μυθιστόρημα αυτό επιτελεί ένα κοινωνικό έργο με την έννοια πως αφυπνίζει συνειδήσεις, προκαλεί την προσοχή μας σε σχέση με τον τρόπο που οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τη διαφορετικότητα ως μέλη των θεωρητικά προηγμένων κοινωνιών. Είναι μια κραυγή αγωνίας από ένα αγόρι που δεν μπορεί να απευθυνθεί σε έναν πατέρα που καταρρέει συνεχώς και εκείνος δεν μπορεί τίποτα να ξεστομίσει. Μια κοινωνία που διακωμωδεί το διαφορετικό καθίσταται ανέτοιμη και το μέλλον της προδιαγράφεται δυσοίωνο, ένας κόσμος χωρίς διαφορετικότητα θα ήταν ένας κόσμος άοσμος και άγευστος.
Ο Λουί περιγράφει μία οδυνηρή πραγματικότητα, μία ατμόσφαιρα σκληρή και ωμή που είναι εχθρική στο πρόσωπό του σαν να αποτελεί μίασμα σε μία κοινωνία που δείχνει τα δόντια της ήδη από τις πρώτες μέρες της εφηβικής του ζωή. Πώς είναι άραγε να ζεις ως παράσιτο στο ίδιο σου το σπίτι και να βιώνεις τέτοια συμπεριφορά, για πόσο θα αντέξεις; Ο συγγραφέας σε όλο το προηγούμενο διάστημα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την καθημερινότητα αυτού του μικρού πρίγκιπα και εμείς ως συμμέτοχοι στο μονοπάτι που έχει χαράξει, θαυμάζουμε το κουράγιο και το θάρρος του, την τόλμη που επέδειξε τόσο καιρό ενώ αφουγκραζόμαστε το πάθος του να γνωρίσει πραγματικούς φίλους, τον πόθο να γνωρίσει κυρίως τον εαυτό του και τα θέλω του και να ξεφύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα στην οποία τόσα χρόνια είχε εγκλωβιστεί και από την οποία είχε ψυχολογικά βασανιστεί.
Μια “δολοφονία” που αποτελεί τη μέγιστη λύτρωση
Ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός της προσπάθειας του Λουί να απελευθερωθεί από τα δεσμά ενός τυράννου που έχει την κακή τύχη να λέγεται πατέρας του, ένας “δικτάτορας” που καταπιέζει και πολεμάει το ίδιο του το παιδί, ένας καταπιεστικός πατέρας που αδυνατεί να κατανοήσει το διαφορετικό και που γίνεται λάβρος εναντίον του. “…το να γράψω την ιστορία της ζωής μου σημαίνει να γράψω την ιστορία της απουσίας μου”. Αυτή είναι η περίληψη αν κανείς προσπαθούσε να την συντομεύσει σε μία μόνο φράση. Ο κόσμος του Λουί είναι μοχθηρός, είναι αφιλόξενος, είναι η πικρή γεύση ενός αγοριού που θα βιώσει ήδη από το σπίτι όλα αυτά που τον περιμένουν στο μεγαλύτερο σπίτι που είναι η ίδια η κοινωνία. Παραθέτει τα γεγονότα που οδήγησαν τη ζωή του πατέρα του στο ναδίρ μέσα από διαδοχικές τραυματικές εμπειρίες που ο ίδιος βίωσε για τα καλά. Αυτός ο πατέρας χωρίς όνομα είναι αυτός που σημάδεψε για πάντα την ψυχή του, είναι ένας λεκές στην καταραμένη του ζωή.
«Έπρεπε να μην είσαι αδερφή για να μπορείς κάποια στιγμή μιας βραδιάς να παραστήσεις πως είσαι χωρίς να κινδυνεύεις να σε βρίσουν» εξομολογείται με ιδιαίτερη πικρία στο βιβλίο του “Να τελειώνουμε με τον Έντυ Μπελγκέλ”, ένα χαστούκι στον κόσμο που αρνείται να αναγνωρίσει τις διαφορετικές επιλογές και καταδικάζει τον Έντυ να είναι κάποιος άλλος από αυτόν που εκείνος πραγματικά επιθυμεί. Δυστυχώς, τα στερεότυπα καλά κρατούν και οδηγούν παιδιά σαν τον ήρωα εδώ να στέκεται επί ξύλου κρεμάμενος αναζητώντας μία κάποια φιλική διάθεση. “Ο κόσμος έφταιγε για όλα, αλλά πώς να καταδικάσεις τον κόσμο, τον κόσμο που επέβαλε μια ζωή την οποία οι άνθρωποι γύρω μας δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να προσπαθούν να την ξεχάσουν – με το ποτό, από το ποτό”.
Ο ήρωας του Λουί, ο βασανισμένος αυτός πρωταγωνιστής που παλεύει να καταστεί ο εαυτός του και όχι αυτός που όλοι επιθυμούν για αυτόν, έχει το κουράγιο να μιλήσει ανοιχτά για έναν πατέρα από τον οποίο δεν θέλει να έχει αναμνήσεις και αυτό το καταφέρνει μιλώντας ανοιχτά για όλα σκοτώνοντας έτσι όλο αυτά που τον πληγώνουν. “Χριστούγεννα. Προσπαθώ να ανασυγκροτήσω την εικόνα, βάζω τα δυνατά μου όμως η πραγματικότητα είναι σαν τα όνειρα, όσο περισσότερο προσπαθώ να τη συλλάβω τόσο εκείνη μου ξεφεύγει”. Αυτό το αγόρι που όλοι σπεύδουν να το περιπαίξουν για την θηλυκότητα που επιδεικνύει, έχει το κουράγιο να υπομένει και να περιμένει ακόμα και όταν το πρόσωπό του γίνεται πρόσφορο έδαφος για σχόλια κακεντρεχή και αρνητικές παρατηρήσεις. Και όμως η μέρα της απελευθέρωσης και της λύτρωσης μοιάζει να πλησιάζει σαν θα διώξει για πάντα από κοντά του το φάντασμα ενός πατέρα που λαχταρά να εξαφανίσει από προσώπου γης όπως εκείνος άλλωστε φρόντισε να ταπεινώσει τον ίδιο και την παρουσία του.
“Αυτό που αποκαλούμε Ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία της αναπαραγωγής των ίδιων συναισθημάτων, της ίδιας χαρά σε όλα τα σώματα και σε όλες τις εποχές, και η μητέρα μου γνώρισε την ίδια ευτυχία όταν σε έδιωξε”
“Θα ήθελα να προσπαθήσω να διατυπώσω κάτι: Όταν το σκέφτομαι σήμερα, νιώθω πως η ύπαρξή σου ήταν, παρά τη θέλησή σου και εντέλει εις βάρος σου, μια αρνητική ύπαρξη”