Λάτρης του γυναικείου φύλου και περιπατητής των δύο όχθεων όπως ο Απολιναίρ, ο Υποκόμης Ντε Λάσκανο Τέγκι μας παρασύρει και μας ξεναγεί στον υπέροχο κόσμο του Παρισιού της εποχής του, γνωρίζοντάς μας με το γυναικείο φύλο, αυτό για το οποίο τόσοι και τόσοι έχουν γράψει. Με αίσθημα κατακτητικό και πολιορκητικό, ο εκκεντρικός, πλην ευρηματικός και ευφυέστατος συγγραφέας, γράφει το δικό του χρονολόγιο της ζωής του και των στιγμών του, ένα δικό του πανόραμα λογοτεχνικό που υμνεί τη γυναίκα αυτή, που ο Ουγκό είχε γράψει πως ο Θεός κάνει τη γυναίκα όμορφη και ο διάβολος την κάνει νόστιμη. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά ως προς αυτό το μωσαϊκό αναμνήσεων: “Αυτό το ημερολόγιο που τηρώ ανόρεχτα ενώ πέφτει το βράδυ, δεν αποτελεί τόσο απεικόνιση όσων μου συμβαίνουν, όσο ανάκληση συμβάντων που η ανάμνησή τους περνάει την πένα της από το μέτωπό μου”.
Ένας μοναδικός εραστής της ζωής και της απόλαυσης
Η αφήγησή του είναι γεμάτη κομμάτια από διάφορες περιπλανήσεις του, από αναμνήσεις και εικόνες, είναι όμως και μία βαθιά αυτοψυχανάλυση στα βάθη του εαυτού του, ένα ατελείωτο σκάμμα στο πηγάδι της μνήμης. Με ποιητική και λυρική διάθεση ο Υποκόμης δίνει στο βιβλίο του, το οποίο εκδίδεται το 1921 σε μια εποχή όπου στο Παρίσι διενεργούνταν μία πυρετώδης καλλιτεχνική παραγωγή με ζωγράφους, ποιητές και συγγραφείς πρωταγωνιστές, έναν ιδιάζοντα τίτλο σαν έναν ζωγραφισμένο πίνακα από τον Τουλούζ Λωτρέκ. Πρόκειται για μία πολύ περίεργη αλλά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που θυμίζει έναν ακάματο διαβάτη στα μονοπάτια της νυχτερινής ζωής με σκοπό να ευφρανθεί ψυχικά και να ανακαλύψει όσο περισσότερο γίνεται τη ζωή, μία ζωή που του κλείνει το μάτι και τον παρασέρνει.
Σαν ένας άλλος Μοντιλιάνι ή Ραντιγκέ, ο διάβολος μπαίνει μέσα του και δεν σταματά ούτε στιγμή να απολαμβάνει τους καρπούς αυτής της ζωής που διέπεται από ξέφρενο ρυθμό, ενώ παράλληλα φροντίζει να μας διηγηθεί τα όσα πέρασε στην παιδική του ηλικία ή να μας αναφέρει πλειστάκις δημιουργούς και προσωπικότητες όπως τον Μπαλζάκ, τον Κορό, τον Βατώ, τον Πόε και τόσους άλλους, πράγμα που δείχνει την ευρυμάθειά του και την διάθεσή του να συνομιλήσει έμμεσα με την καλλιτεχνική αύρα της εποχής του αλλά και παρελθόντων χρόνων. Ο κόσμος του είναι η γραφή του και σε αυτήν επενδύει τον χρόνο του παρατηρώντας σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος τα όσα εκτυλίσσονται στην πόλη που τον σαγηνεύει με τις κολασμένες και ηδονικές γωνιές της.
Παρούσες οι γυναίκες στο διάβα του, παρούσες και στον γραπτό του λόγο. Οι γυναίκες τον πολιορκούν στην σκέψη του, είναι πρωταγωνίστριες και κυρίαρχες στην καθημερινότητά του, ο οίστρος του διακατέχεται από την παρουσία τους και εκείνος δεν διστάζει να μιλήσει για αυτές. Θυμάται πολλές στιγμές από τα νεανικά του χρόνια, ξεδιπλώνει εντυπώσεις, πρόσωπα και εικόνες που τον σημάδεψαν μια για πάντα και αναφέρεται στους τόπους που περιγράφει με μία γλυκύτητα και μία νοσταλγία γεμίζοντας τον αναγνώστη με συναισθήματα αλλά και αμφιβολίες αν όλα αυτά πράγματι τα έχει ζήσει από κοντά ή απλώς τα φαντάζεται ως ένας μπαγαπόντης φαντασιόπληκτος.
Πολίτης του κόσμου που διψά για παρατήρηση
Αυτή του η παρατήρηση του κόσμου είναι η πεμπτουσία της φιλοσοφίας του και της δραστηριότητάς του, ένας κόσμος που περιμένει να τον ακτινογραφήσει με την πένα του. Ο ίδιος γράφει με το μοναδικό του και απαράμιλλο ύφος: “Υπάρχουν άνθρωποι που διακρίνονται για την αποταμίευση μνήμης, και άλλο για το χάος της φαντασίας τους. Η δική μου ανωτερότητα έγκειται αποκλειστικά στην παρατήρηση. Είμαι παράγωγο του εαυτού μου. Έχω δει τον κόσμο μέσα απ’ το ταπεινό πρίσμα των ματιών μου. Δε χρησιμοποίησα ποτέ δανεικά μάτια. Γι’αυτό και, με την παρατήρηση, αυτόν τον στοχαστικό τρόπο να κοιτάζεις, απομακρύνθηκα απ’ τους φίλους μου κι έμεινα μακριά από τους δασκάλους μου”.
Είναι πράγματι μία πολύ αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο Υποκόμης μας, ένας καλλιτέχνης αυθεντικός όμως και ταυτισμένος με το μποέμ πνεύμα της εποχής του, ασυμβίβαστος, ασύμβατος με τα καθώς πρέπει, ένας περιπετειώδης τύπος που αναζητά την εναλλαγή στη ζωή και την τέχνη. Με όπλο και οδηγό αυτό το σκεπτικό αφηγείται όλα αυτά που ο αναγνώστης διαβάζει και είτε παραξενεύεται είτε διασκεδάζει καθώς η ιδιοτροπία του αλλά και ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής φιλοτεχνούν ένα προσωπείο που θυμίζει τον επίσης θαμώνα του Παρισιού της εποχής, Σαλβαντόρ Νταλί. Σχεδόν σουρεαλιστικές οι σκηνές του, σχεδόν μεταφυσικές οι περιγραφές του, απόλυτα λάγνος ενός απώτερου παρελθόντος, ο Υποκόμης αυτοαποκαλείται “ακροβάτης της λογοτεχνίας, αλλάζει συχνά όνομα και ύφος, κάτι που του επιτρέπει να γράφει πολλά βιβλία ταυτοχρόνως, αφού δεν έχει τίποτα πιο άχρηστο να κάνει”.
“Αισθάνθηκα μια σχεδόν σωματική ευτυχία όταν, στην ησυχία του υπνοδωματίου μου, το ρολόι του γειτονικού ασύλου σήμαινε τις ώρες της νύχτας που περνούσαν, βαθιές και βιαστικές. Τον γνώριζα καλά αυτόν τον ήχο, αλλά δεν είχα ποτέ την περιέργεια να κοιτάξω προς αυτό το ρολόι, που το φανταζόμουν τυφλό και χωρίς καντράν”
“Έχω κάνει το σχέδιό μου κι είμαι αποφασισμένος. Μια δύναμη που εκπηγάζει απ’την κρυφή ρίζα της ζωής μου