Ο Τάιμπο (Paco Ignacio Taibo II), Ισπανός στην καταγωγή αλλά δεκαετίες τώρα εγκατεστημένος στο Μεξικό, έχει την μαγική δεξιοτεχνία να μετατρέπει τα πολιτικά γεγονότα σε προσωπικό ημερολόγιο και να καταθέτει τις δικές του προσωπικές μαρτυρίες αλλά και τις μαρτυρίες προσώπων που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα που περιγράφει. Ο τρόπος έκφρασης, οι περιγραφές του και το ύφος του είναι μοναδικά στο είδος τους. Ο ίδιος είναι ένας ανταποκριτής του καιρού του και μέσα από μια ιδιάζουσα ματιά στα συμβάντα μεταφέρει στον αναγνώστη τον ρου της ιστορίας αριστοτεχνικά. Έτσι κάνει και σε αυτήν την νουβέλα που σημάδεψε την ιστορία του Μεξικού μια μέρα όπως όλες οι άλλες, στις 2 Οκτωβρίου του 1968 οπότε και σήμανε ώρα μηδέν από την δραματική ροή που έλαβε χώρα.
Η εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα
Ο κόσμος του Τάιμπο είναι εμποτισμένος από το άρωμα της Ιστορίας αλλά και με τα χαρακτηριστικά της αφήγησης ενός πλαισίου στήριξης από ήρωες που ξεπηδούν στον χρόνο για να συνδράμουν το έργο του. Οι ήρωες είναι οι πρωταγωνιστές της περίφημης εξέγερσης των φοιτητών, είναι η επανάσταση που κόστισε την ζωή σε πολλούς από αυτούς που επιθύμησαν μια άλλη διάσταση στην πολιτική ζωή της χώρας, κάτι όμως που δυστυχώς δεν επιτεύχθηκε. Χύθηκε πολύ αίμα στο αυλάκι, πολλά βασανιστήρια και ξυλοδαρμοί έλαβαν χώρα, ένας κυκεώνας δραματικών και τραγικών γεγονότων στιγμάτισε το Μεξικό της εποχής λίγο πριν αναλάβει την διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων, άρα τα φώτα ήταν στραμμένα σε εκείνη την γωνιά του πλανήτη και η αντίδραση της κυβέρνησης δεν μπορεί να ήταν τυχαία.
Ο Τάιμπο, γράφοντας με ωμότητα και λόγο καίριο σαν σε ρόλο ανταποκριτή γιατί τα γεγονότα που περιγράφει το επιτάσσουν με την σκληρότητά τους και την αδυσώπητη βιαιότητά τους, καταθέτει τη μαρτυρία του από το μέτωπο των συγκρούσεων, καταθέτει όλο το φάσμα των κρίσιμων συμβάντων. Αναφέρεται διεξοδικά στη μάχη για ένα καλύτερο αύριο, στην αντίσταση των φοιτητών που δεν υποχωρούν αλλά αντέχουν και ορθώνουν ανάστημα και λόγο ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις που επιθυμούν διακαώς την εξόντωση και την εξολόθρευση κάθε διαφορετικής φωνής.
Αναφέρεται στις παλινωδίες που λάμβαναν χώρα για 123 μέρες σε μία χώρα όπου επικρατούσε το χάος και η αδίστακτη κυβέρνηση είχε κλείσει κάθε δίοδο επικοινωνίας προς τον έξω κόσμο, καθιστώντας τους φοιτητές ομήρους και θύματα μιας απολυταρχικής πολιτικής, μια στρατηγική φίμωσης των ιδεών που οι φοιτητές προσπαθούσαν να διακινήσουν διεκδικώντας τα δικαιώματα ενός έθνους. Όσα εκτυλίχτηκαν στο Μεξικό του ’68 σε παραλληλισμό με τα γεγονότα σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν ντροπή και όνειδος, τα τραύματα δε και οι πληγές που άφησε ο αγώνας των φοιτητών είναι ανοιχτά ακόμα και σήμερα.
Ένας συγγραφέας γράφει από το μέτωπο
Ο Τάιμπο δεν έγινε τυχαία στρατευμένος συγγραφέας, δεν έγραψε τυχαία βιβλία όπως αυτό και σαφώς δεν βρέθηκε τυχαία στους φοιτητικούς αγώνες και στην αντίσταση ενάντια στην προπαγάνδα του καθεστώτος. Ήταν ένας ανταποκριτής απόλυτα μάχιμος και κατέγραφε όλη την λαίλαπα της επιχείρησης φίμωσης της πληροφορίας και των ειδήσεων που το κυβερνητικό σύστημα παρουσίαζε κατά το δοκούν. Όλα τα μέσα ελέγχονταν καθ’ ολοκλήρου και η αυστηρή εποπτεία σάρωνε κάθε μορφής ελευθερία και έκφρασης νέων και πρωτοπόρων απόψεων. Ήταν εκεί παρών για να καταγράψει με την πένα του και το πνεύμα του όλες τις ιστορικές αυτές στιγμές ως ενεργό μέλος έχοντας πίσω του ένα οικογενειακό παρελθόν.
“Στην ήττα, μόνο μας καταφύγιο ήταν η εσωστρέφεια και η γκρίζα πάλη ως μελλοντικές απαντήσεις στο όνειρο εκείνων των εκατόν είκοσι τριών ημερών. Σε αυτές τις αξιοθρήνητες συνθήκες σφυρηλατήθηκε αυτή η μικρή νουβέλα. Μαγειρεύτηκε εν μέσω ενός πρώιμου διαζυγίου, πιστό τέκνο ενός πρώιμου γάμου, εν μέσω μιας πολιτικής κρίσης, μιας εποχές πείνας και υποαπασχόλησης και μετατράπηκε σε στήριγμα, σε εκδίκηση, σε προσέγγιση της Εξουσίας με άλλα μέσα” θα πει ο Τάιμπο στο τέλος του βιβλίου. Σε αυτόν τον αγώνα ο Τάιμπο είχε ενεργό ρόλο, περιγράφει τους ανθρώπους που χάθηκαν από το πείσμα τους για αντίσταση σε μία αιμοβόρα εξουσία δίχως έλεος. Αναφέρεται σε πρόσωπα ιερά και εμβληματικά που έβαλαν σε δεύτερη μοίρα τη ζωή τους για να υπερασπιστούν αξίες και ιδανικά που τελικά ποδοπατήθηκαν.
Σε αυτό το μέτωπο αντίστασης συστρατεύονται ύστερα από δική του πρόσκληση εκτός από τους ήρωες της εξέγερσης και άλλοι ήρωες, όπως ο Σέρλοκ Χολμς και οι Τρεις σωματοφύλακες, σε ένα παιχνίδι του συγγραφέα να εντάξει στο βιβλίο αυτό αγαπημένους του ήρωες από ξακουστά αναγνώσματα και έτσι να δώσει έναν άλλο τόνο, μια άλλη χροιά στην τραγικότητα των όσων εξελίχθηκαν τότε. Ο Τάιμπο πετυχαίνει να δώσει στον αναγνώστη έναν κινηματογραφικό παλμό και μία σκηνοθετική ματιά αναλαμβάνοντας τους ρόλους αυτούς με πολύ ευκολία και άνεση. Με λόγια δίνει την θεατρικότητα που θέλει να προβάλει: “Θα βαδίζουμε στους δρόμους σαν εμμονικοί, απομονωμένοι, αποξενωμένοι, ειλικρινείς κι αποφασισμένοι, γνήσιοι τρελοί για το τεράστιο ψυχιατρείο στο οποίο μετατράπηκε η πόλη”.
“Πρέπει ν’ αφήσει τη φωτιά να σβήσει για να περπατήσεις στα αποκαΐδια”
“Πρέπει να ξέρεις ότι ο άνθρωπος μπορεί να ανακτήσει την όρασή του μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και μπορεί να κοιτάξει πίσω δίχως να μετατραπεί σε στήλη άλατος ή σε φυλλάδιο…”