Εμβληματικό, επίκαιρο, διαχρονικό, είναι μόνο μερικά από τα επίθετα με τα οποία μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει το βιβλίο αυτό που μεγάλωσε γενιές και γενιές αναγνωστών. Μέσα στην ειρωνεία και το σκωπτικό του βλέμμα, το βιβλίο έγινε μύθος και ακολουθεί και σήμερα πορεία κλασικού αναγνώσματος, όχι άδικα. Όλοι θυμόμαστε την περίφημη ταινία του Στάνλεϋ Κιούμπρικ με την απίστευτη ερμηνεία του Μάλκομ Μακντάουελ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και όμως η ταινία, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα – στην ελληνική έκδοση βρίσκεται στο τέλος, είναι κάτι που έγινε σκόπιμα στην ελληνική έκδοση για να μην αποκαλυφθεί το περιεχόμενο – η ταινία είναι εξαιρετική μα είναι λειψή, μιας και το βιβλίο που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ήταν η αμερικανική έκδοση δίχως το τελευταίο κεφάλαιο.
Ένας κόσμος απόκοσμος στο έλεος της ανθρώπινης μοίρας
Αυτό το άκρως δυστοπικό μυθιστόρημα γραμμένο το 1962 έρχεται, όπως ακριβώς και το 1984, από το μέλλον. Είναι ένα βιβλίο που διέβλεψε, που προέβλεψε τα όσα θα συνέβαιναν στον σύγχρονο κόσμο που βάλλεται από το υγρό πυρ της τεχνολογίας αλλά κυρίως της ασύδοτης εξουσίας, η οποία σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Το πέρασμα αυτό ήδη είχε ανοιχτεί από τον ‘Οργουελ και στο κουρδιστό πορτοκάλι ο αναγνώστης βλέπει σε άλλη μορφή το έργο να ξαναπαίζεται με όρους βίας και αποστροφής. Στο βιβλίο αυτό επικρατεί μια κατάσταση που παραπέμπει σε ένα μεθοδευμένο χάος και σε μία σκοτεινή πραγματικότητα όπου ο Άλεξ, έφηβος με κλίση προς την παρανομία και την αλητεία μετατρέπεται στον άνθρωπο υποχείριο και ανδρείκελο για λόγους σωφρονισμού και εν είδει μαθήματος καλής διαγωγής
Βρισκόμαστε μέσα σε μια σκακιέρα που το πιόνι έχει ανάγκη τον σκακιστή για να το μετακινήσει, σαν εκείνους τους πίνακες του Ντε Κίρικο όπου βλέπουμε πρόσωπα δίχως μορφή. Ο Άλεξ του Μπέρτζες μεταμορφώνεται σε ένα όργανο δίχως βούληση ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να τον καταστήσουν για να του αφαιρέσουν κάθε δικαίωμα στην ελεύθερη λήψη αποφάσεων και βασικά ο σκοπός είναι να τον τιμωρήσουν και να τον χρησιμοποιήσουν ως πειραματόζωο. ‘Ολα αυτά θυμίζουν έντονα σταλινικές μεθόδους καταστολής και προσπάθειας πειθούς ή και τα βασανιστήρια των Ιαπώνων στρατιωτών στους Κινέζους στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Μπέρτζες μας εντάσσει λοιπόν σε ένα περιβάλλον σχεδόν φασιστικό, ένα περιβάλλον βίας και καταπίεσης, ένα σύμπαν όπου η φυλακή δεν είναι τα σίδερα τα ίδια αλλά η αφαίρεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο πρωταγωνιστής του Μπέρτζες μέσα σε πολύ λίγο διάστημα κατεβαίνει όπως ο Οδυσσέας από τη γη στην Κόλαση του Άδη και μετατρέπεται σε έναν αριθμό, σε ένα ανώνυμο τίποτα, σε μία μορφή δίχως γνώμη που δέχεται απλά εντολές, ακολουθεί οδηγίες και στερείται κάθε δυνατότητας επιλογής. Του επιτρέπεται να μιλάει αλλά δεν έχει δικαίωμα απόφασης, υποχρέωση έχει πλέον να ακολουθεί κανόνες που του υποβάλλονται και του επιβάλλονται. Ουσιαστικά, η επιστροφή του Μεγάλου Αδελφού είναι εδώ με όλο της το αυτοκρατορικό μεγαλείο να μας θυμίζει πως το να περπατάς, να ακούς και να αναπνέεις μπορεί να είναι αρκετό για να είσαι ευτυχής. Υπό το καθεστώς στο οποίο πλέον υπόκειται ο έφηβος ύστερα από την παρασπονδία, είναι όμηρος σε μία φυλακή δίχως έλεος, εισέρχεται σε ένα άλλο περιβάλλον αυστηρής παρακολούθησης και η φυλακή γίνεται πλέον ο χώρος και ο τόπος που περνάει τα πάνδεινα και θα καταλάβει πως είναι σαν αιχμάλωτος πολέμου.
Η αναγέννηση ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου
Η φυλακή όπου μεταφέρεται ο πρωταγωνιστής είναι ένα κολαστήριο επί γης όπου εκτυλίσσονται κάθε λογής αποκοτιές, ο ίδιος καθίσταται θύμα μιας κοινωνίας που δεν υπόκειται σε νόμους αλλά σε μια ανεκδιήγητη ασυδοσία και αυθαιρεσία όλα για το καλό του νεαρού που πρέπει να σωφρονιστεί. Βρίσκεται σε ένα καθεστώς ενδελεχούς καταπάτησης δικαιωμάτων όπου όλα μπορούν να συμβούν εις βάρος του καταδικασμένου γιατί πολύ απλά κανείς δεν ελέγχεται για τις πράξεις του. Οι συνθήκες διαβίωσης στην Κράφυ, στην κρατική φυλακή όπου τον κρατούν, είναι σκληρές και απάνθρωπες και ο Άλεξ καλείται να επιβιώσει επιστρατεύοντας κάθε δύναμη που μπορεί να κρύβει μέσα του.
Ο αφηγητής φυλακισμένος αντικρίζει στην φυλακή έναν κόσμο απόκοσμο συντροφιά με εγκληματίες και παράσιτα, εκεί στο μπουντρούμι μυρίζει βρώμικα και ζέχνει από αηδία για το ανθρώπινο είδος και ο Ταπεινός αφηγητής, όπως αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του, καταγράφει με αποτροπιασμό τα όσα συμβαίνουν και μόνο απέχθεια προκαλούν για όλη αυτήν την κατάντια του σωφρονιστικού συστήματος που υποτίθεται ότι σωφρονίζει αλλά τελικά τίποτα δεν προσφέρει και κανέναν δεν προστατεύει. Σε ένα περιβάλλον υποκρισίας λοιπόν και υποτιθεμένης λατρείας προς τα Θεία, ο αφηγητής λυτρώνεται ακούγοντας Μπαχ και ψάχνει με μένος αποκούμπια για να μπορέσει να επιβιώσει. “Θα σε κάνουν καλό παιδί, 6655321. Δε θα έχεις ποτέ ξανά την επιθυμία για βίαιες πράξεις ούτε θα θέλεις να προσβάλεις κατά οποιονδήποτε τρόπο την Κοινωνική Γαλήνη. Ελπίζω να τα αντιλαμβάνεσαι όλα αυτά. Ελπίζω να είναι ξεκάθαρα στο μυαλό σου”.
Ο πρωταγωνιστής στη φυλακή θα προσπαθήσει να θεραπευτεί μέσω της μουσικής ακούγοντας Μπαχ και την Ενάτη του Μπετόβεν, αυτό είναι το φως στον ορίζοντά του και η ελπίδα του. Αναγεννημένος πια από τις στάχτες του μετά την αποφυλάκισή του στρέφεται στο αύριο και είναι ένας νέος άνθρωπος και κατανοεί πως μέσα από τις περιπέτειές του πως δεν έχει ανάγκη κανέναν να τον κουρδίζουν και πως του αξίζει πια να γευτεί τον χυμό του πορτοκαλιού. Ο Άλεξ, όπως και ο Όλιβερ Τουίστ, γυρίζει την πλάτη του στο κακό και αν και δοκίμασε την αμαρτία και βαφτίστηκε σε αυτήν και έζησε μέχρι το μεδούλι το δαιμονικό και το διαβολικό αποφάσισε πλέον πως ήρθε η ώρα να στρωθεί στην πραγματική ζωή και να την ζήσει κανονικά, ορθόδοξα, να κάνει οικογένεια. Τι νόημα είχε η μέχρι τώρα παρανομία, έμαθε, διδάχτηκε από τα λάθη του, είδε το αίμα να τρέχει και το σταμάτησε πριν να είναι πια αργά βγάζοντας τα αγκάθια του κακού από τα χέρια του για να μην ξαναχρειαστεί ποτέ ούτε να φυλακιστεί ούτε να θεωρηθεί θύτης.
“Ακούγοντας τον Γ. Σ. Μπαχ άρχισα να πονάρω καλύτερα τι σήμαινε αυτό και σκεφτόμουν, σλουσάροντας το καφετί θάμβος του στάρικου Γερμανού μαέστρου, ότι θα ήθελα να τους είχα τολτσοκάρει και τους δύο πιο άγρια και να τους είχα κατακομματιάσει πάνω στο ίδιο τους το πάτωμα”.
“Ω, πιο πανέμορφη και πιο υπέροχη απ’ όλες τις ντεβότσκες, ρίχνω και καλά την καρδιά μου στα πόδια σου για να την τσαλαπατήσεις. Αν είχα ένα τριαντάφυλλο, θα σου το έδινα. Αν έβρεχε και το έδαφος ήταν όλο λάσπες και κάλικο θα σου άπλωνα τα πλάτια μου να περπατήσεις, έτσι που να μην γεμίσουν τα λεπτελίπτα νόγκια σου με βρομιές και κάλα”