Ο θάνατος του Μπαλζάκ θα μπορούσε να αποτελεί το μυθιστορηματικό τέλος ή μία φανταστική αναπόληση και ανάμνηση των τελευταίων ημερών ενός φανταστικού περίφημου καλλιτέχνη. Και όμως όσα περιγράφονται εδώ από τον Μιρμπώ αποτελούν αφηγήσεις ανθρώπων που βίωσαν από κοντά τις τελευταίες μέρες μιας μεγαλειώδους φυσιογνωμίας. Ο Μιρμπώ σε αυτό το ολιγοσέλιδο βιβλίο ξετυλίγει το κουβάρι της θλίψης, μιας θλίψης για έναν άνθρωπο που μια ζωή έτρεχε να ξεχρεώσει τα υπέρογκα χρέη που δημιουργούσε και στο τέλος ένιωσε την απόλυτη συναισθηματική και οικονομική κατάπτωση, έναν κατήφορο που δεν άντεξε δυστυχώς και ήταν τελικά κάτι που τον οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο. Έναν θάνατο όμως σωματικό, διότι το πνεύμα του ήταν ακμαίο ακόμα και στον επιθανάτιο ρόγχο.
Ένας άνθρωπος με τέλεια γραφή εθισμένος στα πάθη του
Ο Μιρμπώ αναφέρει χαρακτηριστικά και με παράπονο πως όσο ζούσε ο Μπαλζάκ δεν κατάφερε να εισέλθει, όπως του άξιζε, στο πάνθεον της ακαδημαϊκής κοινότητας. Είχε πολλούς εχθρούς απέναντί του που τον “λιθοβολούσαν” και τον “υπέθαλπαν” για τον απλούστατο λόγο πως τον φοβόντουσαν, τον ζήλευαν, τον έτρεμαν γιατί βαθιά μέσα τους γνώριζαν καλά την πραγματική και αυθεντική του αξία, το εκτόπισμα το πνευματικό του ανδρός και την λογοτεχνική του υπεροχή. Εκείνος πάλι σε όλους αυτούς που τον εχθρεύονταν απάντησε μέσω του έργου του, έχτισε πάνω σε όλους αυτούς την κωμωδία του και απέδωσε μοναδικά τα ανθρώπινα πάθη με σατιρική ματιά και καυστικό τρόπο όπως και ο Αριστοφάνης. “Ο Μπαλζάκ δεν πλήρωσε με χρήμα… Πλήρωσε με αριστουργήματα, νόμισμα που δεν έχει αξία στην Ακαδημία” θα γράψει ο Μιρμπώ.
Ήταν όντως εξαρτημένος από το χρήμα, γιατί αγαπούσε το χρήμα που του έδινε την δυνατότητα να έχει όσα θέλει, ήταν το τρωτό του σημείο. Την ίδια εποχή, ο Ντοστογιέφσκι γράφει τον Παίκτη και παραδέχεται την αδυναμία του και εκείνος να ελέγξει το πάθος για το χρήμα. Ο Μπαλζάκ λάτρευε το χρήμα και υπηρετούσε το χρήμα για τις απολαύσεις που του προσέφερε και ήταν αδύνατο να απεξαρτηθεί από αυτό, όπως και ο Ντοστογιέφσκι, έτσι και αυτός όταν έπιανε χρήματα στα χέρια του αυτά σκορπίζονταν στους πέντε ανέμους δίχως να μπορεί να διαχειριστεί αυτό του το πάθος. Το χρήμα του προκάλεσε δεινά και καταστροφές, στο όνομα του χρήματος είδε την ζωή του να κατακρημνίζεται σε ένα τέλος μόνο με αδιέξοδα και χωρίς δυστυχώς επιστροφή.
Αδιαμφισβήτητα, ήταν λάτρης των γυναικών και είχε την γοητεία μέσα στην ψυχή του και έλαμπε η όψη του παρά το γεγονός πως δεν ήταν αντικειμενικά όμορφος. Και όμως ήταν ερωτεύσιμος, θελκτικός, με αυτό το πνευματώδες του χαρακτήρα του απέναντι στο οποίο καμία δεν αντιστεκόταν. Κατάφερε να κατακτήσει τις γυναίκες με το λέγειν του και με την ευφράδειά του, αλλά στο τέλος κατέληξε να πεθάνει μόνος σε ένα δωμάτιο εγκαταλελειμμένος από όλους και από όλα. Η τελευταία του σύζυγός πάνω στην οποία είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες για οικονομική κυρίως ανόρθωση, τον εγκατέλειψε περνώντας ερωτικά την τελευταία της νύχτα της παρέα με έναν ζωγράφο ενώ στο διπλανό δωμάτιο ο Μπαλζάκ άφηνε για πάντα τον μάταιο αυτό κόσμο. Μόνος λοιπόν και με αγκαλιά και συντροφιά τις σκέψεις του και με την ψυχή του μετέωρη, ο Μπαλζάκ θα αφεθεί στα χέρια ενός ανώνυμου Θεού.
Στο επέκεινα του χρόνου ο Μπαλζάκ στέκεται αιώνια διαχρονικός
Ο αξεπέραστος Μπαλζάκ, τόσο στα διηγήματά του όσο και στα μυθιστορήματά του, θα σκιαγραφήσει χαρακτήρες της εποχής του, θα αφουγκραστεί τις αδυναμίες τους, θα καταγράψει πλείστα συναισθήματα και εξάρσεις, έτσι όπως ο ίδιος τα αντιλήφθηκε ως “ιμπρεσιονιστής” συγγραφέας, ως ένας ανταποκριτής της κοινωνίας. Ο Μιρμπώ στέκεται στο γεγονός πως ο συγγραφέας της Μοντέστ Μινιόν και της Ευγενίας Γκραντέ υπήρξε μία μεγαλοφυΐα, ένας πραγματικός δεξιοτέχνης παρατηρητής της κοινωνίας στην οποία ζούσε και όλα όσα κατέθεσε τα έζησε πρώτα πριν τα καταγράψει. Έγινε ο ίδιος ηθοποιός στο έργο που ανέβασε και έμεινε στην ιστορία. Ο Μπαλζάκ ήθελε πάντα στη ζωή του να μην στερείται όσα τον έθρεφαν, όσα του έδιναν ικανοποίηση, δεν κράτησε τίποτα για το τέλος, ξόδευε σαν να μην υπήρχε άλλη μέρα, ήταν ο ίδιος ένας ακόμα ρόλος της Κωμωδίας του.
Ο πατέρας όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος, όπως δίκαια αποκαλείται, έπεσε θύμα των ίδιων του των ηρώων, δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε παρά μόνον από λίγους όπως ο Βίκτωρ Ουγκό, ο οποίος οξυδερκής ων, είδε στα μάτια του συμπατριώτη του το άστρο της λογοτεχνικής ιδιοφυίας και κατανόησε την μοναδικότητά του αναγνωρίζοντας δημόσια μπροστά σε Υπουργό της κυβέρνησης την στιγμή της κηδείας πως “ήταν ιδιοφυία, κύριε, η μεγαλύτερη ιδιοφυία των καιρών μας”. Ο Μπαλζάκ παραδόθηκε μια νύχτα του Αυγούστου του 1850 στον Παράδεισο των κυριών του, για να θυμηθούμε και τον Ζολά, παίρνοντας μαζί του για αποσκευή λίγες χαρές και πολλά βάσανα αλλά με εισιτήριο για την αιωνιότητα τον θησαυρό του πνεύματός του. Εμείς μένουμε πίσω να θαυμάζουμε σήμερα τον λογοτεχνικό γίγαντα και τα πολυάριθμα γραπτά του και για αυτό πρέπει να νιώθουμε ευλογημένοι! Τέλος, αξίζουν συγχαρητήρια στο νέο φιλόδοξο εγχείρημα των εκδόσεων Στιγμός, μέρος του οποίου αποτελεί και το παρόν βιβλίο και στην κ. Γυπαράκη που το επιμελείται, εκείνη ανέλαβε εξάλλου επιτυχώς τόσο την επιμέλεια του προλόγου όσο και της μετάφρασης.
“Όπως το αγριογούρουνο που είναι περικυκλωμένο από τα κυνηγόσκυλα, έτσι και εκείνος έτρεχε ανάμεσα στην αγέλη των άπληστων και φωνασκούντων δανειστών του. Όλα αυτά στερούντο κομψότητας”.
“Ο σπουδαίος άνδρας είναι στ’αλήθεια σπουδαίος μόνο όταν αποσιωπηθούν οι αδυναμίες του και μόνον όταν του αποστερήσουμε ό,τι το ανθρώπινο έχει”