“‘Όταν ήμουν μικρός, έχτιζα τεράστιους, φανταστικούς κόσμους και δραπέτευα μέσα τους κάθε φορά που φοβόμουν και ένιωθα μοναξιά και δεν ήξερα πώς να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα. Ως ενήλικας εξακολουθώ να χτίζω φανταστικούς κόσμους, γιατί ακόμα δεν έχω μάθει να προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα” μας λέει με απόλυτη ειλικρίνεια και ευθύτητα ο Μπάκμαν. Πρόκειται για ένα ακόμα τρυφερό και διδακτικό βιβλίο για την ζωή, που είναι συνέχεια άλλων δικών του βιβλίων, πολύ επιτυχημένων που όπως μας εκμυστηρεύεται στον πρόλογό του ο ίδιος, δεν είχε σκοπό να δημοσιεύσει, αλλά το έπραξε διότι η αποδοχή των γραπτών του ήταν τέτοια που πολλοί ζήτησαν να τον διαβάσουν, τέτοια ήταν η απήχηση των ιστοριών του.
Μια ιστορία που παντρεύει τα γηρατειά με την νεότητα
Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία αγάπης και τρυφερότητας ανάμεσα σε έναν ενήλικα παππού και στο εγγόνι του, τον Νούα. Είναι σαν να διαβάζουμε παραμύθι για ενήλικες και ο τρόπος αφήγησης του Μπάκμαν είναι πραγματικά μοναδικός γιατί ξεδιπλώνει συναισθήματα και σκέψεις που πηγάζουν από την απλότητα και την αλήθεια της ζωής. Πώς είναι άραγε να διαχειρίζεσαι την άνοιά σου και την απώλεια της ίδιας σου της συλλογιστικής ικανότητας και μνήμης, πώς είναι για έναν άνθρωπο που έχασε την γυναίκα του να μην μπορεί να την πιάσει πια από το χέρι παρά μονάχα στα όνειρά του και την φαντασία του και πώς είναι επίσης για ένα εγγόνι να γνωρίζει πως ο παππούς του δεν θα είναι για πολύ ακόμα κοντά του και πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα της απώλειάς του.
“Ο γέρος θυμάται ακόμα πώς ένιωθε όταν ήταν ερωτευμένος, κι αυτό είναι το τελευταίο ψήγμα μνήμης που θα τον εγκαταλείψει”. Ο κύκλος της ζωής είναι συγκεκριμένος και κανείς δεν μπορεί να πάει ενάντια στο ρολόι του χρόνου. Ο παππούς μεγαλώνει και θυμάται, αναπολεί και μελαγχολεί, χαίρεται και ενθουσιάζεται ενώ ο κόσμος γύρω του αλλάζει όπως τον ίδιο κόσμο θα δουν με την σειρά τους να αλλάζει ο γιος του Τεντ και ο εγγονός του Νούα γιατί αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Είναι τόσο συγκινητική η αφήγηση και η εξιστόρηση αυτής της περιπέτειας των γηρατειών που ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να συγκινηθεί με τον πίνακα που ο συγγραφέας ζωγραφίζει με τις λέξεις του. Οι σελίδες μοιάζουν τόσο λίγες μπροστά στην γλυκύτητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα ο Μπάκμαν και το γεγονός πως τα έσοδα από τα βιβλία του πηγαίνουν σε έρευνες για τις εγκεφαλικές αρρώστιες προσδίδει στο εγχείρημά του ένα ακόμα συν.
Ο Νούα κρατάει από το χέρι τον παππού του που του έχει αδυναμία και μαζί πορεύονται στη ζωή που του απομένει να απολαύσει. Ο μικρός ήρωας έχει έμφυτη την περιέργεια που έχουν όλα τα παιδάκια αλλά έχει το μικρόβιο των μαθηματικών που μοιράζεται με τον παππού του. Σκέφτονται διάφορα παιχνίδια και σκαρφίζονται δικούς τους κώδικες επικοινωνίας που φέρνουν τον έναν πιο κοντά στον άλλον και αυτή η συντροφικότητα παρατείνει την ζωή του παππού, ο οποίος όμως όλο και αρχίζει να ξεχνά με αποτέλεσμα ο μικρός να αντιλαμβάνεται αυτήν την δυσοίωνη εξέλιξη. Ο Μπάκμαν δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση, μέσα στην χαρά υπάρχει και η λύπη και εναλλάσσονται όπως ο ήλιος με τα σύννεφα με μια αρμονία που μαγεύει τον καθένα. Έτσι και εδώ οι στιγμές ποικίλουν αλλά και οι δύο ξέρουν πως το κάθε λεπτό είναι πολύτιμο και το αξιοποιούν όσο περισσότερο μπορούν.
Μια ζωή και μια αιωνιότητα που διάγουν βίους παράλληλους
“Ο Νούα θα τα καταφέρει, γιατί σ’ αυτή τη ζωή ο παππούς έχει μεγάλη εμπιστοσύνη σε δύο πράγματα: στα μαθηματικά και στον εγγονό του. Όταν ήταν νέος, μια ομάδα αντρών και γυναικών υπολόγισε πώς θα έφταναν τρεις άνθρωποι στο φεγγάρι. Τα μαθηματικά ήταν που πήγαν τρεις ανθρώπους στο φεγγάρι και τους γύρισαν πίσω στη γη”. Ο Νούα θαυμάζει τον παππού του και γνωρίζει πως θα είναι για πάντα μαζί του ακόμα και όταν φτάσει ψηλά στον ουρανό, ακόμα πιο ψηλά και από εκεί που έφτασαν οι άνθρωποι με τα μαθηματικά. Ο Νούα προσέχει τον παππού του σαν να έχουν αλλάξει οι όροι του προστατευτισμού, αναφέρει στον παππού του να προσέχει για να μην χτυπήσει, ο ενήλικας γίνεται παιδί και το παιδί ενήλικας με μία μεταμόρφωση απόλυτα φυσιολογική απόρροια του χρόνου που ρέει σαν το νερό στο ποτάμι.
Ο παππούς στον δρόμο προς το αιώνιο ταξίδι θα θυμηθεί και στιγμές με την γυναίκα του, ο Μπάκμαν τους τοποθετεί σε εφηβική ηλικία ο ένας δίπλα στον άλλον να αναπολούν τις στιγμές που μοιράστηκαν, να συνομιλούν με πίστη ο ένας στον άλλον αλλά και να πειράζουν ο ένας τον άλλον εκφράζοντας όλα τα πιθανά συναισθήματα. Σαν δύο παιδιά που ποτέ δεν μεγάλωσαν αλλά ακόμα χαίρονται τον έρωτά τους, η κοπέλα και το αγόρι απολαμβάνουν ονειρικές καταστάσεις στην φαντασία του μυαλού του παππού όλα αυτά πριν ο τελευταίος συναντήσει την αγαπημένη του σε μια άλλη διάσταση όπου τίποτε πια δεν πρόκειται να τους χωρίσει. “Δεν με ένοιαζε για ποιο λόγο είπες το ναι. Με ενδιέφερε μόνο ότι έμεινες μαζί μου” θα εκμυστηρευτεί το αγόρι προς την κοπέλα και η κοπέλα θα απαντήσει: “Κάθε φορά που με κοιτούσες κατάματα, είτε ήμουν δεκάξι είτε εβδομήντα χρονών, μ’ έκανες να λιώνω από αγάπη”.
Ο κόσμος που χτίζει ο Μπάκμαν είναι αποτέλεσμα των δικών του προσωπικών σκέψεων και ανησυχιών, η προσωπική του αγωνία να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούσαν και κατάφερε με μια σειρά πολύ εποικοδομητικών βιβλίων όπως αυτό εδώ να δώσει πνοή και ανάσες σε εσωτερικές αναταράξεις. Ο ίδιος εξομολογείται πως “ήταν η προσπάθειά μου να αντιμετωπίσω τον φόβο που γεννιέται όταν μερικά από τα μεγαλύτερα αστέρια στη ζωή μας μας αφήνουν αργά αργά, ενώ εμείς μένουμε πίσω ζούμε με την απώλεια ανθρώπων που είναι ακόμα ζωντανοί”. Με ευαισθησία και ανθρωπιά, με πραότητα και ψυχικό σθένος ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του σκιές και διαλύει τα σύννεφα με τις λέξεις του.
“Το χειρότερο με τα γηρατειά είναι ότι παύεις να έχεις ιδέες”
“Τώρα πια ο εγκέφαλός μου συρρικνώνεται, κάθε νύχτα η πλατεία γίνεται όλο και πιο μικρή”.