Παραληρηματικός και μεγαλειώδης Μπέκετ, υπό το φως μιας θεατρικής και σκηνοθετικής κάλυψης, παραδίδει στον αναγνώστη του ένα νεανικό πλην ήδη πρώιμα ώριμο μυθιστόρημα με ανησυχίες, παλινωδίες, άγχη, φόβους και συνειρμούς που θα τον ακολουθήσουν στη μετέπειτα πορεία του. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει αυτό το ξεχωριστά παράλογο και μεταφυσικό του δημιούργημα, κανείς δεν δύναται να αναλύσει με σαφήνεια αυτά τα οποία θέλει να υπονοήσει ο δεξιοτέχνης Μπέκετ. Με ένα ύφος λογοτεχνικό που ενέχει θεατρικά στοιχεία και προδιαθέτει τον αναγνώστη να σκεφτεί ήδη τους πρωταγωνιστές πάνω σε μία σκηνή να υποδύονται τους ρόλους τους, ο Μπέκετ συνδιαλέγεται με το επέκεινα και τον εσώτερο εαυτό του αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα.
Στα ίχνη της νεανικής λογοτεχνικής διαδρομής
Μεταξύ σαιξπηρικού λόγου, αναφορών σε εδάφια της Βίβλου και άλλων θρησκευτικών κειμένων, μεταξύ τοπωνυμίων του Δουβλίνου που γνωρίζει ο ίδιος άριστα, με δεκάδες συμβολισμούς και μαθηματικά στοιχεία που εντάσσει στην εξιστόρησή του αλλά και με μία διάθεση σαφώς στοχαστική για το θέμα ζωής και θανάτου, ο Μπέκετ προβαίνει σε ένα ιδιότυπο γράψιμο που ήδη ανακοινώνει από πολύ νωρίς τον αριστουργηματικό Γκοντό και άλλα κείμενά του. Ο Μπέκετ δεν έχει σαφή προσανατολισμό, μοιάζει σαν να πειραματίζεται με τον νεανικό του ενθουσιασμό για τη γραφή και την πλοκή με μία ιστορία που θυμίζει ιερογλυφικό που χρήζει αποκρυπτογράφησης. Ο λόγος του γεμάτος παραπομπές σε πρόσωπα και φυσιογνωμίες για τα οποία έχει διαβάσει, μας παρασέρνει σε έναν λαβύρινθο δράσης χωρίς δράση, με πρωταγωνιστή τον Μέρφυ του.
Ποιος είναι άραγε αυτός ο ιδιότυπος Μέρφυ, ο ίδιος υπό άλλη μορφή ή ο καθρέφτης του σύγχρονου ανθρώπου που ο Μπέκετ φαντάζεται και αναλύει; Ο Μέρφυ είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό ή μήπως περιπλανιέται στο Δουβλίνο αναζητώντας τρόπους για να επιβεβαιώσει τη λήθη του εαυτού του; Ο Μπέκετ αναφέρεται στις επαφές του Μέρφυ, σε πρόσωπα που ο ίδιος συναναστρέφεται, σε έρωτες στους οποίους βουτά δίχως ανάσα αλλά ο Μέρφυ μοιάζει με ένα άυλο πρόσωπο, μία φανταστική μορφή που ακροβατεί ανάμεσα στο υπαρκτό και το ανύπαρκτο σαν εκείνους τους πίνακες του Τζόρτζιο ντε Κίρικο όπου παρατηρούμε πρόσωπα περιπλανώμενα. Όπως και ο Τζόυς με τον δικό του καλλιτέχνη και το πορτραίτο του σε νεαρή ηλικία, έτσι και ο Μπέκετ, ο οποίος, όντας και αυτός στο Παρίσι, επηρεάστηκε από τον συμπατριώτη του Τζόυς, γράφει ένα νεανικό μυθιστόρημα που κινείται στα όρια της αναζήτησης ταυτότητας και πραγματεύεται από νωρίς την ίδια την υπαρξιακή φύση του ανθρώπου.
Δεν είναι διόλου τυχαία η αναφορά του Μπέκετ σε εδάφια θρησκευτικών κειμένων ή σε αρχαίους και ρωμαίους φιλοσόφους, σε μαθηματικούς, σε βυζαντινούς ή μεσαιωνικούς συγγραφείς. Σαν τον αρχαιολόγο που αναζητά λύσεις στο αίνιγμα της ανασκαφής του, έτσι και αυτός σκάβει τον χρόνο και τον χώρο για να βρει τα δικά του πατήματα στον δρόμο της φιλοσοφικής διαδρομής που επιχειρεί. Συμπαραστάτες του στον δρόμο αυτό είναι οι ήρωές του, στους οποίους δίνει σάρκα και οστά, τους ποτίζει με το μικρόβιο της βούλησης και τους αφήνει να περιπλανηθούν μέσω των λέξεων. Ο Μπέκετ στηρίζει θεωρίες και ιδέες σε δικά του διαβάσματα, σε γνώσεις που εδώ ξεδιπλώνονται περήφανα μέσα από την στοχαστική του βάσανο. Ο κόσμος του Μπέκετ είναι σαφώς περίπλοκος, όμως η γραφή του μας ταξιδεύει σε μονοπάτια αντίληψης της ανθρώπινης πραγματικότητας.
Η ζωή μέσα από το φάσμα της απώλειας
Η αγωνία της ζωής είναι διάχυτη στο πρόσωπο του Μέρφυ, για τον οποίο γράφει χαρακτηριστικά: “Κρατούσε τα κακά αυτά προαισθήματα για τον εαυτό του, και πραγματικά προσπαθούσε να τα απωθήσει, τόσο γνήσια ήταν η αγωνία του ότι εκείνος από τώρα και στο εξής δεν θα είχε καμία απολύτως βούληση εκτός από τη βούληση για εκείνη, ή τουλάχιστον θα επρόκειτο για ασθενή βούληση”. Είναι δύσκολη η διαχείριση του προσώπου του Μέρφυ από τον Μπέκετ, μοιάζει ο Μέρφυ να έχει μπει στο πετσί του Μπέκετ και να αποτελεί ο τρόπος διαχείρισής του ένα αίνιγμα για δύσκολους λύτες, καθώς η ζωή του περιδιαβαίνει τους διαδρόμους του ψυχιατρείου και εκείνος αναζητά λύσεις για τους ασθενείς του. Θυμίζει την εικόνα του πρωταγωνιστή από τον Θάλαμο 6 του Τσέχοφ, όπου ο ήρωας και γιατρός τελικά καταλήγει άρρωστος μεταξύ αρρώστων.
Η αφήγηση του Μπέκετ εδώ θυμίζει, πέραν του μεταφυσικού ερωτήματος της συνέχειας της ανθρώπινης ζωής, πέρα από τον θάνατο και το κατά πόσο ένας γιατρός της ψυχής δεν εξισώνεται τελικά με τον ίδιο τον κόσμο τον οποίο καλείται να θεραπεύσει. Τσεχοφικός και καφκικός ο Μπέκετ, δείχνει να αφουγκράζεται ήδη από τα νεανικά του χρόνια αυτήν την συγκεχυμένη ανθρώπινη φύση που μέσα σε δύσβατα μονοπάτια αναζητά κάποιες λύσεις, κάποιες απαντήσεις. Ο Μπέκετ είναι λαβυρινθώδης μέσα στον λόγο του, ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη στον αναγνώστη και μελετητή του μέσα από τον δρόμο μιας περιπατητικής φιλοσοφικής διαδρομής στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής. Ο συγγραφέας του Περιμένοντας τον Γκοντό και το Τέλος του παιχνιδιού αλλά και της τριλογίας του Μολλόυ εδώ ξεδιπλώνει όλο το έργο που θα ακολουθήσει μέσα από μία συνταρακτική αφήγηση που ανυψώθηκε χάρη στην εξαιρετική μετάφραση της Ελεάννας Πανάγου.
“…όπως στον έρωτα με το σώμα, έτσι και στη φιλία με τον νου, μόνο μετά την είσοδο στα πλέον απόκρυφα μέρη προσεγγίζει κανείς το όλον”
“Κάνεις ό,τι είσαι, κάνεις ένα κλάσμα απ’ ό,τι είσαι, υφίστασαι μια μονότονη ρευστοποίηση του είναι σου στο πράττειν”