Πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου θα ήμασταν υποχρεωμένοι να ξεχνάμε ό,τι μας ευχαριστεί να θυμόμαστε και πώς θα αντιμετωπίζαμε αλήθεια το ενδεχόμενο οι καταγεγραμμένες αναμνήσεις μας, τα λόγια μας και οι λέξεις μας να μην μπορούν να ειπωθούν γιατί τότε θα έβρισκαν τους διώκτες τους και δεν θα ήμασταν σε θέση παρά να τις φυγαδεύουμε σε καταφύγια μνήμης; Πώς θα μπορούσαμε να κρύβουμε τα βιβλία μας, τις σημειώσεις μας, τα γραπτά μας, ό,τι παραγωγή λόγου λαμβάνει χώρα; Αυτόν τον φτωχό σε γνώση και μνήμη κόσμο παρουσιάζει η αγαπημένη από βιβλία όπως Ο παράμεσος ή το Ξενοδοχείο Ίρις Γιόκο Ογκάουα. Δεν είναι ένα καινούργιο θέμα αυτό με το οποίο καταπιάνεται η συγγραφέας ούτε αποτελεί κάτι εντελώς πρωτότυπο.
Αγώνας για να μείνει η μνήμη ζωντανή
Αν πάμε λίγο τον χρόνο πίσω στα χρόνια που προηγήθηκαν του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έχουμε δυστυχώς δείγματα γραφής ενός τέτοιου κόσμου απόλυτα υπαρκτού γιατί ευτυχώς ο κόσμος της Ογκάουα αν και αληθοφανής είναι φανταστικός. Και όμως κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Γιόζεφ Ροτ θα δηλώσει συγκλονισμένος από τα γεγονότα της ναζιστικής λαίλαπας προς τον επιστήθιο φίλο του Στέφαν Τσβάιχ: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Η Ογκάουα στο βιβλίο της αναφέρει την δήλωση του Γερμανού συγγραφέα Χάινριχ Χάινε πως “οι άνθρωποι που αρχίζουν να καίνε βιβλία καταλήγουν να καίνε ανθρώπους”.
Μπροστά σε μία ζοφερή πραγματικότητα, η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια καταγράφει πολλές φορές με δραματικό τρόπο όλο το σκηνικό που στήνεται για να σωθεί ο άγνωστος Ρ, εκείνος που είναι κλεισμένος σε δωμάτιο για να μην τον ανακαλύψει η αστυνομία της μνήμης. Η ίδια βρίσκεται συνεχώς σε κόκκινο συναγερμό για να μπορέσει να μην ανιχνευθεί η δραστηριότητα γραφής που η ίδια επιχειρεί ως μία μέθοδο να διατηρήσει ακέραιη την μνήμη της πριν όλα χαθούν. Το μυθιστόρημα κυλά κλιμακωτά μέχρι την κορύφωσή του και η Ογκάουα επιστρατεύει την δεξιοτεχνία της στην αφήγηση για να παρασύρει τον αναγνώστη στην αγωνία της εξέλιξης της ιστορίας.
“Μερικές φορές προσπαθώ να θυμηθώ, ήταν πολύτιμες αυτές οι στιγμές με τη μητέρα μου, αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω τα αντικείμενα. Την έκφραση της μητέρας μου, τον ήχο της φωνής της, τη μυρωδιά του αέρα στο υπόγειο – αυτά θυμάμαι όλα στην εντέλεια. Αλλά τα πράγματα στα συρτάρια είναι ασαφή, λες κι εκείνες οι αναμνήσεις εκείνες μόνο, έχουν σκορπίσει”. Η πρωταγωνίστρια, που έχασε πρόσφατα την μητέρα της, επιχειρεί με αναδρομή στο παρελθόν να φέρει στην μνήμη της εικόνες και στιγμές, πράγμα που καθίσταται δύσκολο διότι κάθε τέτοια επιχείρηση είναι ικανή να μπει στο στόχαστρο της αστυνομικής έρευνας και να τεθεί η ίδια υπό κράτηση. Πώς μπορεί να ζήσει κάτω υπό αυτές τις συνθήκες και πώς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που ελλοχεύει κάθε φορά που προσπαθεί να επαναφέρει την μνήμη της;
Εκείνο το δωμάτιο όπου καλείται να υπερασπιστεί σαν το τελευταίο οχυρό, εκεί δηλαδή που έχει βρει στέγη η μνήμη ή τελοσπάντων ό,τι έμεινε από αυτήν, είναι μια μάχη διαρκείας και η ίδια βρίσκει τρόπους κάθε φορά για να μην εξαφανιστεί και το τελευταίο μέτωπο αντίστασης σε αυτούς τους επικίνδυνους ανθρώπους που δεν λογαριάζουν τίποτα μπροστά στην διεκπεραίωση της αποστολής τους. Εκείνη εξομολογείται στον αναγνώστη μεταφέροντάς του όλο τον πυρετό της αγωνίας και της ανησυχίας γράφοντας: “Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να νιώθω το σώμα μου να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από την ψυχή μου. Είναι λες και το κεφάλι και τα χέρια, τα στήθη, το κορμί και τα πόδια μου αιωρούνται όλα κάπου όπου δεν τα φτάνω, και μπορώ να τα δω μόνο όταν εκείνος παίζει μαζί τους. Κι αυτό μάλιστα συμβαίνει επειδή έχω χάσει τη φωνή μου. Όταν η φωνή που συνδέει το σώμα με την ψυχή εξαφανίζεται, δεν υπάρχει τρόπος να βάλεις σε λόγια τα συναισθήματα ή τη θέλησή σου. Σπάω αμέσως σε κομμάτια”.
Ο κόσμος της γίνεται κομμάτια, η ίδια νιώθει σαν να διαλύεται και σαν η προσπάθεια να μείνει ενεργή και δραστήρια σύντομα θα βρει μπροστά της το τέλος. Η Ογκάουα, όπως και στα άλλα της βιβλία, διεισδύει με αριστοτεχνικό τρόπο σε ένα ζήτημα που ποτέ δεν έπαψε να απασχολεί τους δημιουργούς γιατί πρόκειται για την ανάγκη του ανθρώπου να παράγει λόγο και σκέψη, να την καταγράφει και όσες φορές και αν προσπάθησε να υπερασπιστεί αυτό το οχυρό μπροστά σε τέτοιου τύπου αστυνομίες τότε τα πράγματα κύλησαν στο μεταίχμιο της επιβίωσης. Πόσοι και πόσοι άλλωστε δημιουργοί σύρθηκαν στον βωμό προς θυσία και πόσοι εξοντώθηκαν γιατί στάθηκαν ακέραιοι και γενναίοι μπροστά στο φάσμα της απόλυτης εξαφάνισης του έργου τους. Εδώ παίζεται το παιχνίδι της μνήμης αλλά και της συνείδησης που μας καλεί να μην παραδοθούμε αμαχητί αλλά να πολεμήσουμε τον αόρατο ή ορατό εχθρό;
“Οι αναμνήσεις είναι πολύ πιο ανυπότακτες απ’ όσο ίσως νομίζεις. Σαν τις καρδιές που τις κρατούν μέσα τους”
“Όσο προσεκτικοί κι αν είμαστε, όλοι αφήνουμε πίσω μας κομματάκια του εαυτού μας στην καθημερινότητά μας. Τρίχες, ιδρώτας, νύχια, δάκρυα… σε οτιδήποτε απ’ αυτά μπορεί να χρησιμεύσει για να γίνει το τεστ. Κανείς δε γλιτώνει”