“Αχ, σπούδασα φιλοσοφία/ιατρική και νομική/και δυστυχώς θεολογία/με επιμέλεια μοναδική./Και να ‘μαι τώρα, παρά το ζήλο, μωρός, της οξιάς το ξύλο”. Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του Φάουστ από την πρώτη πράξη του οικουμενικού και διαχρονικού αυτού έργου, ενός έργου που συνεχίζει την παράδοση που άνοιξε ο Όμηρος, ύστερα ο Βοκάκιος και κατόπιν ο Δάντης με την Θεία Κωμωδία του. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται για ένα απλό έργο, εδώ ο αναγνώστης εισέρχεται σε ένα μεγαλειώδες σύγγραμμα που εμπεριέχει και εγκιβωτίζει έννοιες και σκέψεις που απασχόλησαν την δυτική σκέψη από τον Μεσαίωνα μέχρι και τους νεότερους χρόνους και σαφώς μέχρι σήμερα. Ο Γκαίτε κεφαλαιοποιεί όσα διάβασε και μελέτησε εις βάθος, όπως έλεγε και ο Νίτσε για τον Φλωμπέρ δηλαδή, ο τελευταίος διάβασε 2000 βιβλία πριν καταλήξει να συγκεντρώσει τα συμπεράσματα των αναγνώσεών του στα γραπτά του και στα μυθιστορήματά του.
Ο μυστηριώδης και αινιγματικός κόσμος του διχοτομημένου Φάουστ
Σαφώς και δεν υπάρχει παρθενογένεση αιώνες τώρα, έτσι λοιπόν ο Φάουστ είναι ένα πρόσωπο που έχει ξαναεμφανιστεί, ωστόσο ο Γκαίτε του δίνει νέα υπόσταση, τον ξαναβαφτίζει σαν Ιωάννης δίνοντάς του νέα χαρακτηριστικά, τον προσφέρει στον αναγνώστη με νέα μορφή και του θέτει απέναντί του έναν Μεφιστοφελή για να αφηγηθεί την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, την τρωτότητα και την ανισορροπία του ανθρώπινου ψυχισμού που είναι επιρρεπής σε πειρασμούς, ανοιχτός σε άγνωστα ερεθίσματα και πολύ εύπλαστος σε διάφορες θεωρίες που μοιάζουν γοητευτικές και θελκτικές αλλά τελικά κρύβουν επικίνδυνες στροφές. Ο άνθρωπος του Γκαίτε είναι δισυπόστατος και ο Φάουστ ακροβατεί πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί αιχμάλωτος από την μία μεριά των ηθικών αρχών και επιταγών που του επιβάλλει η κοινωνία και από την άλλη έτοιμος να παραβεί αυτές τις αρχές για να δοκιμάσει το νέο, το οποίο όμως δεν σημαίνει πως δεν είναι και ανήθικο ή επισφαλές.
Ο μεταφραστής του βιβλίου Πέτρος Μάρκαρης, ο οποίος και ανέλαβε αυτό το θεμελιώδες αλλά και δύσκολο έργο της μετάφρασης και των σχολίων και του αξίζουν συγχαρητήρια γιατί το έφερε επιτυχώς εις πέρας, αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου τα παρακάτω: “Όπως ο Σαίξπηρ χρειαζόταν τους τρελούς του για να λέει αλήθειες για τον κόσμο, που δε θα μπορούσαν να ειπωθούν κάτω από άλλες συνθήκες, έτσι και ο Γκαίτε χρειάζεται τον Μεφιστοφελή του για να εκστομίζει τις κακίες του για τον κόσμο και τους σύγχρονούς του”. Ο Φάουστ ουσιαστικά είναι ένα τρίπτυχο, όμοιο με πίνακα αναγεννησιακό ενός Ντύρερ ή ενός Γκρύνεβαλντ που ταιριάζει και με το πνεύμα της αφήγησης. Και αυτό γιατί ο Γκαίτε έχει μελετήσει τα μεσαιωνικά και πρώιμα αναγεννησιακά κείμενα, έχει εντρυφήσει στις πεποιθήσεις των περασμένων αιώνων και εδώ διαμορφώνει με έναν προσωπικά δικό του τρόπο και με την ασφάλεια ενός αιώνα που επιτρέπει περισσότερη ελευθερία στην εξιστόρηση όσα ο ίδιος θέλει να σχολιάσει και να κατακεραυνώσει μέσω της αφήγησης, η έμμετρη αφήγηση και ο χειμαρρώδης λόγος του που καίει σαν λάβα είναι το όπλο του στην νέα εποχή που ανοίγεται.
Ένα κείμενο διαχρονικό, οικουμενικό και αιώνια ζωντανό
Σε αυτό το ιδιότυπο τρίπτυχο, όπου ο Γκαίτε ξαναγράφει την Ανθρώπινη Κωμωδία, αυτήν που έγραψε πριν από αυτόν ο Δάντης και θα γράψει μετά από αυτόν ο Μπαλζάκ, από την μία μεριά βρίσκονται οι δεισιδαιμονίες και οι σκοτεινές απόψεις που προσωποποιούνται στον Μεφιστοφελή, αυτό το σκοτεινό πλέγμα που είχε κατατροπώσει τις δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα και δεν άφηνε καμία επιστήμη να προχωρήσει και να εξελιχθεί εις όφελος του ανθρώπου και από την άλλη μεριά θα βρούμε τον καμβά της ελπίδας εκεί όπου κυριαρχεί το καλό που είναι οι αρχές και το φως των απόψεων ενός Γαλιλαίου ή ενός Μονταίνιου, αυτές δηλαδή που οδήγησαν στον Διαφωτισμό και στην εξέλιξη των επιστημών. Ο Φάουστ είναι τοποθετημένος στην μέση, σε ένα εκκρεμές, σε ένα μετέωρο βήμα πελαργού και μία τον κερδίζει το σατανικό δαιμόνιο της οπισθοδρόμησης και μία η ζυγαριά γέρνει προς τα εμπρός και στην ανάπτυξη των συλλογισμών μακριά δηλαδή από σκοταδισμούς και υπόγειες πνευματικές στοές γεμάτες από πίσσα.
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, στο βιβλίο του Οι αρχαίοι και οι μεταμοντέρνοι αναφέρει χαρακτηριστικά ως προς τον Φάουστ σε μία ανάλυση άκρως εμπεριστατωμένη και ενδιαφέρουσα: “Το μυστικό του Φάουστ είναι η ικανότητά του να παραδίδει τις αβατάρες του στη λήθη και έτσι να αντιμετωπίζει κάθε νέο παρόν σαν καινούργιο, χωρίς το βάρος των αναρίθμητων αμαρτημάτων και εγκλημάτων του, από την Γκρέτσεν που την εγκατέλειψε να πεθάνει στο Α’ Μέρος μέχρι την έσχατη φρικαλεότητα της αρπαγής της γης και του φόνου του Φιλήμονα και της Βαυκίδας αμέσως πριν από το φινάλε”. Ο μύθος του Φάουστ είναι πραγματικός, είναι ανθρώπινα ορατός και πολλές φορές σκληρός, ενίοτε κωμικός και ενίοτε τραγικός, είναι ένας διαρκής πόλεμος ανάμεσα σε δύο εαυτούς που κυριαρχούν στον ψυχισμό του ανθρώπου και τον πολιορκούν σε ενδελέχεια και χωρίς παύση, είναι μια καθημερινή πάλη με τα τέρατα του συναισθηματικού αλλά και νοητικού μας κόσμου και αυτός ο αγώνας δεν έχει στάσεις και διαλείμματα, μόνο ανηφόρες και κατηφόρες. Το κείμενο του Γκαίτε στέκεται αγέρωχα ζωντανό και ώριμο μέσα στους αιώνες θυμίζοντάς μας πως ο άνθρωπος έχει δρόμο να διανύσει για να μπορέσει να αγγίξει μία κάποια τελειότητα που μάλλον ποτέ δεν θα την φτάσει όσο και αν κοπιάσει, αλλά αξίζει το ταξίδι για να θυμηθούμε και τον Καβάφη.
Κι από τη θύελλα πόσο ωραία αναβρύζει,
Πολύχρωμη τ’ ουράνιου τόξου εναλλαγή,
Αλλού τανίζεται και άλλοτε ζωγραφίζει,
Με μυρωδιές κάνει την πλάση να ριγεί.
Την ανθρώπινη προσπάθεια αυτό την καθρεφτίζει,
Σκέψου το και η σκέψη θα δει χωρίς ν’ αργεί
Τον αντικατοπτρισμό που τη ζωή φωτίζει.”