“Ο ήλιος είχε πέσει. Η νύχτα όλο επισημότητα είχε πάρει τη θέση της. Τα παιδιά χώρισαν πηγαίνοντας το καθένα, χωρίς να το γνωρίζουν, κατά τις συνθήκες και κατά το τυχαίο, να ωριμάσουν το πεπρωμένο τους, να σκανδαλίσουν τους πλησίον τους και να προχωρήσουν προς τη δόξα ή προς την ατίμωση”. Αυτά λέγονται δια στόματος ενός καταραμένου ποιητή, ενός περιπλανώμενου παρατηρητή των ανθρώπων, ενός ιμπρεσιονιστή ποιητή που καταθέτει την ψυχή του στο χαρτί για να μεταφέρει συναισθήματα, εικόνες και στιγμές. Αυτά τα κείμενα ανήκουν στην εμπνευσμένη σειρά μικρά πεζά, τα οποία ο ίδιος γράφει έχοντας στον νου του χίλιες και μία σκέψεις που του πλημμυρίζουν το μυαλό.
Ο αιώνιος έφηβος και ο εμπνευσμένος ποιητής
Μια αναδρομή στο παρελθόν του Μπωντλαίρ έχει νόημα καθώς εδώ δείχνει να απελευθερώνεται από όλα αυτά που τον είχαν φυλακίσει. Επιτέλους, μπορεί και εκφράζεται, αναδεικνύει τον εσωτερικό του κόσμο, ξεσπάει σαν το κύμα πάνω στον βράχο και αναδύεται η μαγεία του. Ο Σαρλ Μπωντλαίρ είναι αδιαμφισβήτητα ένας ιππότης-πότης της διανόησης που δείχνει από πολύ μικρός το επαναστατικό του πνεύμα και τις έντονες συγγραφικές του ανησυχίες. Προκαλεί προβλήματα τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό του περιβάλλον, παράλληλα όμως εκδηλώνει σαν χείμαρρο τον ψυχικό πλούτο που κρύβει μέσα του. Η ωριμότητα υπάρχει μόνο στην σκέψη του και στην πένα του, κάτι που αναστατώνει την μητέρα του.
Πυξίδα του Μπωντλαίρ έχει γίνει η εμμονή του για την συγγραφή. Τα χρήματα από την κληρονομιά του πατέρα του τα σπαταλά ασύστολα και τα γράμματα απελπισίας προς τη μητέρα του λόγω ένδειας δίνουν και παίρνουν. Είναι απολογητικός αλλά και πεισματάρης και δεν θα παρεκκλίνει από τον στόχο του να γίνει ποιητής και μάλιστα περίφημος, ό,τι επιπλήξεις και να δεχτεί. Παραμένει ανεξάρτητο πνεύμα και προβάλλει δυναμικά την επιθυμία του για προσωπική ελευθερία μακριά από οικογενειακά στεγανά και καταδικαστικές για το εγώ του υποχρεώσεις. Η ζήλια του για τον πατριό του έκδηλη καθώς νιώθει πως ο ίδιος είναι ο καταλληλότερος προστάτης για την μητέρα του και βλέπει τον πατριό του σαν αντίζηλο, αντίπαλό του και διεκδικητή της μητέρας του και αυτό δεν το ανέχτηκε ούτε στιγμή, παρά τις πρόσκαιρες υποχωρήσεις που έκανε απλά και μόνο από αγάπη για εκείνη. Η μητέρα του τον υποστηρίζει οικονομικά από την πρώτη στιγμή γιατί μοναδική της έννοια είναι η ευτυχία του. Και όλα αυτά υπό σκιά και μακριά από το βλέμμα και την γνώση του πατριού πρέσβη Ωπίκ.
Βέβαια ο Σαρλ αισθάνεται ότι τα χρήματα δεν γεμίζουν το κενό της μητρικής παρουσίας και το δηλώνει σε κάθε περίσταση. Ο Μπωντλαίρ αποτυπώνει στα Άνθη του Κακού, το πιο γνωστό του έργο, αυτά που βιώνει στην καθημερινότητα του, τα συναισθήματά του. Οι εξάρσεις του και οι εκστάσεις του αποτυπώνονται σε αυτό το αριστούργημα της ποίησης που κατακρίθηκε έντονα όσο βρισκόταν εν ζωή. Το βιβλίο είναι ένας κόσμος ολόκληρος από μόνο του, αποτελεί ένα εκθαμβωτικό δείγμα γραφής αυτής της μεγαλειώδους συγγραφικής ιδιοφυίας που λέγεται Μπωντλαίρ και εδώ αξίζουν συγχαρητήρια στην μεταφράστρια Μαριάννα Παπουτσοπούλου που απέδωσε τόσο εξαιρετικά τον λόγο του Μπωντλαίρ, η ανάγνωση κυλάει τόσο αβίαστα και ο αναγνώστης χάνεται σε αυτό την γιορτή του λόγου. Το βιβλίο αυτό προκαλεί, λόγω του σκανδαλώδους ύφους της περιγραφής του σε κάποια αποσπάσματα – έχουν την ίδια τύχη και τα Άνθη του κακού – και δεν είναι ψέμα να πούμε πως οι επικριτές κρίνουν τις προθέσεις του ποιητή ανήθικες, καθώς προσβάλλ
Ένας παθιασμένος θαυμαστής όλων των τεχνών
Ο Μπωντλαίρ, όπως αργότερα θα κάνει και ο άλλος καταραμένος ποιητής Απολιναίρ, περιδιαβαίνει την πόλη, η πόλη γίνεται το επίκεντρο της προσοχής του και εκεί εστιάζει όλο το μυαλό του, στα πρόσωπα και στο ίδιο το αστικό τοπίο. Η ομορφιά για τον Μπωντλαίρ είναι σε κάθε σημείο και σε κάθε βήμα, δεν ορίζεται απόλυτα και είναι μία ομορφιά που έχει πολλά πρόσωπα, δεν είναι, με λίγα λόγια, μία και μοναδική αλλά έχει πολλές ερμηνείες. Η ομορφιά έχει το δικαίωμα να εκφραστεί με διάφορους τρόπους και κατά το δοκούν. Ο Μπωντλαίρ, με διεισδυτική και επαναστατική ματιά στην εποχή του, στα πεπραγμένα και ως ανταποκριτής του καιρού του με ειλικρίνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις, θα ανοίξει τα χαρτιά της κριτικής του και θα καταδείξει τον τρόπο, σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω, με τον οποίο η τέχνη οφείλει να βαδίσει έτσι ώστε ο άνθρωπος να αποτελέσει κομμάτι της και να γίνει κοινωνός της.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά του Μπωντλαίρ στον Εντουάρ Μανέ στον οποίο και αφιερώνει ένα από τα κείμενά του. Ήταν γνωστή άλλοτε η αλληλεπίδρασή τους και η σχέση τους στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Ο Μπωντλαίρ συχνάζει και αναπτύσσει διάλογο για διάφορα θέματα πέρα της λογοτεχνίας, τον ενδιαφέρει η ζωγραφική, το θέατρο, η νέα τέχνη της φωτογραφίας, είναι ένας μάχιμος δημιουργός που παρεμβαίνει στα καλλιτεχνικά δρώμενα και εκφράζει ανοιχτά τις απόψεις του. Οι τέχνες διανύουν ένα μεταβατικό στάδιο και ο Μπωντλαίρ δράττει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του και να υπερασπιστεί έναν άλλο δρόμο στον οποίο ο άνθρωπος και η καθημερινότητά του θα είναι στο προσκήνιο.
“Ταξίδευα. Το τοπίο μέσα στο οποίο βρισκόμουν είχε μεγαλείο και ευγένεια ακαταμάχητη. Κάτι συνέβη χωρίς αμφιβολία εκείνη τη στιγμή στην ψυχή μου. Οι σκέψεις μου φτερούγιζαν με μια ελαφράδα παρόμοια με κείνην της ατμόσφαιρας ͘ τα χυδαία πάθη, σαν το μίσος και τον σαρκικό έρωτα, μου φαίνονταν τώρα τόσο απομακρυσμένα, όσο και τα νέφη που παρήλαυναν στο βάθος του χάους κάτω από τα πόδια μου”
“Απόκτησα σήμερα στο όνειρό μου τρεις κατοικίες στις οποίες βρήκα παρόμοια ευχαρίστηση. Γιατί να πιέζω τον εαυτό μου ν’ αλλάξει θέση, αφού η ψυχή μου ταξιδεύει τόσο επιδέξια; Και σε τι ωφελεί να υλοποιήσω τα σχέδια, αφού το σχέδιο είναι από μόνο του μια επαρκής απόλαυση;”