Σε μία περίοδο όπου ξεπετιούνται αστυνομικά μυθιστορήματα με αμφίβολη αξία και περιεχόμενο, βιβλία όπως Τα 39 σκαλοπάτια, που αν μη τι άλλο ξεπερνάνε τα στενά όρια του αστυνομικού μυθιστορήματος, προσφέρονται για να μας συναρπάσουν και να μας εκπλήξουν ευχάριστα. Έχουν παρέλθει πάνω από 100 χρόνια από την ημερομηνία έκδοσής του και το βιβλίο αυτό με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί καταφέρνει και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη καθώς με όπλο την ιστορία και την πολιτική δράση της εποχής μπορούμε και ξαναζούμε τα συγκλονιστικά γεγονότα των αρχών του 20ου αιώνα. Είναι σαφές πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Guardian το επέλεξε ανάμεσα στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας.
Η ιστορία στο προσκήνιο
Βρισκόμαστε λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου που άλλαξε άρδην το ρου της ιστορίας της διαχρονικά αιματοβαμμένης Ευρώπης και ο συγγραφέας δε θα μπορούσε να μείνει ανέπαφος από τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Γηραιά ήπειρο. Πολιτικοκοινωνικός αναβρασμός και ιστορικές εξελίξεις λαμβάνουν χώρα, ενώ διπλωματικός πυρετός ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις λαμβάνει διαστάσεις λάβας που είναι έτοιμη να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Όλες αυτές οι υπόγειες διεργασίες των πολιτικών couloirs, όπως είθισται να ονομάζονται, έχουν στον Μπιούκαν την τιμητική τους και εμείς ως αναγνώστες -αλλά και ως θεατές της ιστορίας που πέρασε αλλά επαναλαμβάνεται με αρνητικό πρόσημο- τις παρακολουθούμε. Είναι ικανή η δολοφονία του Έλληνα Πρωθυπουργού να ταράξει τα νερά της Ευρώπης και να αποτελέσει εφαλτήριο για την απαρχή ενός πολέμου ανάμεσα στον γερμανικό και τον αγγλογαλλικό άξονα; Οι μυστικές υπηρεσίες και οι κρυφές συνομιλίες δίνουν και παίρνουν με αποτέλεσμα το φυτίλι να είναι έτοιμο ανάψει με το παραμικρό.
Ένας ανώνυμος ήρωας ονόματι Χάνεϊ
Η κατάσταση παραμένει επισφαλής και κρίσιμη καθώς ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ βρίσκεται ενώπιον της δολοφονίας ενός Αμερικανού πολίτη που κουβαλούσε την επικίνδυνη πληροφορία. Ο ήρωας προσπαθεί να διασταυρώσει την πληροφορία, να την εμπεδώσει ο ίδιος και να κρατηθεί στη ζωή αντικρούοντας κάθε πιθανή απειλή από αυτούς που επιθυμούν να τον αποστομώσουν μια για πάντα. Από τη μία αναζητεί διακαώς τρόπο να αποτρέψει την άδικη εμπλοκή της Μεγάλης Βρετανίας στον πόλεμο και από την άλλη να σώσει το δικό του τομάρι από το ανθρωποκυνηγητό που έχουν εξαπολύσει εναντίον του οι αδυσώπητοι Γερμανοί κατάσκοποι και η βρετανική αστυνομία που τον θεωρεί αριθμό ένα ύποπτο για τη δολοφονία του Αμερικανού. Ξεγλιστρά στη Σκοτία ώστε να αποφύγει τα χειρότερα, όμως εκεί το ανθρωποκυνηγητό συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και βρίσκεται μπλεγμένος σε μία ατέρμονη συνθήκη αγωνίας και φόβου για τη ζωή του, την οποία θα ξεπεράσει για να ξεσκεπάσει τους διώκτες του. Ο Χάνει ενσαρκώνει το γενναίο και ανώνυμο πρωταγωνιστή που θυμίζει Σέρλοκ Χολμς και με υψηλό το ένστικτο της επιβίωσης και την καπατσοσύνη του καταφέρνει και επιβιώνει των διαφόρων κακόβουλων και αδίστακτων κακοποιών στοιχείων που επιθυμούν την εξολόθρευσή του. “Αγωνιούσε θανάσιμα για την επιτυχία της αποστολής που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας, αλλά δεν έδινε δεκάρα για τη ζωή του”.
Ο ήρωας του βιβλίου προσκαλεί τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει σε όλη τη διαδρομή της αγωνίας, καθώς με τίμημα την ίδια του τη ζωή διαφυλάσσει ένα μυστικό που μόνο εκείνος γνωρίζει, ενώ δεν υποκύπτει σε απειλές και κατηγορίες. Τιμώντας την μνήμη του αδικοχαμένου Αμερικανού διατηρεί υψηλά το φρόνημά του καθώς και φροντίζει σε κάθε στιγμή να αποδεικνύει την δική του αθωότητα απέναντι σε εκείνους που θέλουν να τον εμπλέξουν σε βρώμικα παιχνίδια. Ο Μπιούκαν στήνει μία υπόθεση αληθοφανή με πολλά στοιχεία εμπνευσμένα από τη θητεία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο και με όπλο τη δεινότητά του στο γράψιμο υφαίνει ένα ξεχωριστό αστυνομικό μυθιστόρημα όπου δεν είναι τόσο η λύση του γρίφου και η εξιχνίαση του εγκλήματος, όσο ο δρόμος προς αυτό που έχει σημασία. Και εκεί ο Μπιούκαν κερδίζει το λογοτεχνικό στεφάνι ελιάς γιατί η αφήγησή του είναι ξεχωριστή και μοναδικά σαγηνευτική.
“Ο ανόητος προσπαθεί να εμφανιστεί διαφορετικός ͘ ο έξυπνος εμφανίζεται ίδιος και είναι διαφορετικός”
“Ποτέ δεν θα μπορέσεις να πείσεις ή να συνεχίσεις να υποκρίνεσαι ως το τέλος, αν δεν πιστέψεις ότι είσαι αυτός που υποδύεσαι”