Η παγκόσμια καταγραφή για την βία κατά των γυναικών αλλά και για τον τρόπο αντιμετώπισής τους στον χώρο εργασίας δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική – καθόλου τυχαίες οι αποκαλύψεις τον τελευταίο καιρό – και καταδεικνύει πως έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για την πραγματική ισότητα των φύλων, όχι στα χαρτιά αλλά στην πράξη. Το βιβλίο της Κολομπανί είναι μια γροθιά στο στομάχι για τον σύγχρονο κόσμο και τον τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στο “ασθενές φύλο”, κάτι βέβαια που τείνει να γίνει κανονικότητα. Η αφήγηση της συγγραφέως δείχνει πως ακόμα και σε χώρες του δυτικού κόσμου και μάλιστα προηγμένες όπως ο Καναδάς, οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας και δεν έχουν ίσες ευκαιρίες όπως θα ήταν το σωστό. Η παράλληλη ιστορία των τριών γυναικών είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά και καταγράφει μαρτυρίες τριών γυναικών που πάλεψαν για την θέση τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ένας αγώνας για δικαιοσύνη και ίση θέση στον κόσμο
Εξαιρετικά ευφυής και δεξιοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο η Κολομπανί αποφασίζει να μοιραστεί με τον αναγνώστη τις υπέροχες αυτές ιστορίες, ιστορίες που κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει ή να αγνοήσει. Οι γυναίκες της Κολομπανί δεν είναι ηρωίδες από κάποιον άλλο κόσμο ή πλανήτη, είναι γυναίκες που μοχθούν για τα κεκτημένα, άλλες με καλύτερες προϋποθέσεις και άλλες με καθόλου θετική εκκίνηση μιας και το περιβάλλον της κοινωνίας όπου ζουν δεν ευνοεί την τύχη τους. Αποτελεί σαφώς ιδιαίτερα έξυπνο το γεγονός πως η Κολομπανί καταπιάνεται και πραγματεύεται τα τρία διαφορετικά παραδείγματα γυναικών από διαφορετικά μέρη του κόσμου που στο τέλος τις συνδέει ένας κοινός κρίκος. Η πλεξούδα αυτή που εμφανίζεται και στο εξαιρετικό εξώφυλλο του βιβλίου, αυτό το τόσο πολύτιμο κομμάτι τους είναι η κοινή συνισταμένη που τις ενώνει για να αντιμετωπίσουν η καθεμία από την πλευρά της το πρόβλημά της.
Η αφετηρία τους είναι εντελώς διαφορετική, ο κόσμος γύρω τους εντελώς διαφορετικός και όμως αυτές οι τρεις γυναίκες, η μία από την Ινδία, η άλλη από την Ιταλία και η τρίτη από τον Καναδά, δεν έχουν και πολλές διαφορές γιατί η ψυχή τους αποζητά και διψά για αναγνώριση πως υπάρχουν εκεί έξω, έχουν φωνή και δεν τους αξίζει αυτό το παρόν. Οι γυναίκες της Κολομπανί μόνο ως ασθενές φύλο δεν λογίζονται, είναι μαχήτριες, αποφασισμένες και γενναίες στον δικό τους αγώνα, υψώνουν ανάστημα και απαιτούν. Είναι εκεί να προστατεύσουν τα παιδιά τους, είναι παρούσες όταν δέχονται χτυπήματα, αντλούν δύναμη η καθεμία από τα έγκατα τη ψυχής της και από μέσα τους αναδύονται αποθέματα θάρρους που ούτε και οι ίδιες ίσως να μην ήξεραν ότι διέθεταν.
Η πρώτη βρίσκεται σε δραματική κατάσταση σε μία κοινωνία που δεν λαμβάνει υπόψη της γυναίκες της δικής της τάξης, δεν υπάρχει κανένα μέλλον και καμία ελπίδα μιας και ολόκληρες γενιές της συγκεκριμένες κάστας στην Ινδία είναι θύματα του εξευτελισμού και της αναξιοπρέπειας. Η δεύτερη από την Σικελία, με τον πατέρα της ετοιμοθάνατο θα προσπαθήσει με την βοήθεια του αγοριού της, ο οποίος δεν είναι και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος μιας και δεν είναι Ιταλός, να προτείνει μία αναδόμηση της οικογενειακής επιχείρησης με σκοπό την επιβίωσή της. Η τρίτη είναι εκείνη που την χτυπά η επάρατη νόσος και βρίσκεται από το ζενίθ στο ναδίρ της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας να έχει να παλέψει με τέρατα ανθρώπους που δεν υπολογίζουν παρά μόνο ψεύτικο έλεος και δήθεν συμπόνια ενώ εκείνη παίζει τη ζωή της κορόνα γράμματα.
Η μία εκ των ηρωίδων, η Σμίτα, δηλώνει χαρακτηριστικά: “Ξέρει πως εδώ, στον τόπο της, τα θύματα βιασμού θεωρούνται ένοχα. Δεν υπάρχει σεβασμός για τις γυναίκες, ακόμη λιγότερο δε για όσες ανήκουν στους Ανέγγιχτους: αυτά τα πλάσματα που κανείς δεν πρέπει να τ’ αγγίζει, ούτε καν να τα κοιτάζει, αλλά που μπορεί κάλλιστα να τα βιάζει ξεδιάντροπα. Τιμωρούν έναν άντρα που έχει χρέη βιάζοντας τη γυναίκα του. Τιμωρούν κάποιον που έχει σχέση με μια παντρεμένη βιάζοντας τις αδελφές του. Ο βιασμός είναι ισχυρό όπλο, ένα όπλο μαζικής καταστροφής.” Και για τις άλλες δύο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, μπορεί να είναι ελεύθερες και να ζουν σε έναν κόσμο δυτικό και άρα θεωρητικά πολιτισμένο ωστόσο τα στερεότυπα δίνουν και παίρνουν και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Τόσο για την Τζούλια στην Σικελία όσο και για την Σάρα στο Μόντρεαλ, η ζωή δεν είναι γεμάτη από ροδοπέταλα.
Και οι τρεις γυναίκες ζητούν κάτι απλό αλλά τελικά δύσκολο σε μία κοινωνία που θέλει να κλείνει τα μάτια στην αγάπη και την τρυφερότητα, στην κατανόηση και την ευαισθησία, την στοργή προς τον άλλον, το μέλλον τους μοιάζει τελικά δυσοίωνο εκ πρώτης τουλάχιστον όψης. Βιώνουν και οι τρεις, η καθεμία με τον τρόπο της την σκληρότητα των ανθρώπων και την υποκρισία, η Σμίτα όταν στέκεται μόνη απέναντι σε όλους και όλα, η Τζούλια όταν για στήριγμα έχει το πνεύμα του πατέρα της στο όνειρό της, η Σάρα που έχει τρία παιδιά να φροντίσει και η ζωή της αξίζει μόνο και μόνο για αυτά άρα παλεύει να θεραπευτεί για να μπορέσει να τα χαρεί. Και έτσι εξομολογείται με πάσα ειλικρίνεια πως “…αποδέχομαι την αρρώστια, δεν την απορρίπτω, δεν την αρνούμαι, την κοιτάζω κατάματα έτσι όπως είναι, όχι σαν τιμωρία ή σαν κάτι μοιραίο, σαν κατάρα που πρέπει να υποστώ, αλλά μάλλον σαν πραγματικότητα, ένα γεγονός της ζωής μου, μια δοκιμασία που πρέπει να αντιμετωπίσω”.
“Δεν ήξερα πως ήταν αδύνατον και έτσι το έκαναν” Μαρκ Τουέιν
“Μην αφήσει κανέναν να σε βγάλει απ’ τον δρόμο σου, της απαντά εκείνος. Κράτα την πίστη σου. Η θέλησή σου είναι μεγάλη. Πιστεύω στη δύναμή σου και στις ικανότητές σου. Πρέπει να επιμείνεις. Η ζωή έχει μεγάλα σχέδια για σένα”