Η Νανά του Ζολά είναι ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα που έχει όλα τα στοιχεία της ζωής που εκτυλίσσεται στο πολύβουο Παρίσι της εποχής, δηλαδή είναι απόλυτα ταυτισμένο με την κοινωνία του τότε μέρος της οποίας αποτελεί η Νανά. Ο Εμίλ Ζολά εκδίδει την Νανά το 1880 εν μέσω φόβων για έναν γαλλοπρωσικό πόλεμο που βρίσκεται προ των πυλών αλλά και αναταραχών για μία γαλλική κοινωνία σε έκρυθμη κατάσταση παρά την φαινομενική της ηρεμία. Μία κοινωνία η οποία άλλωστε δείχνει να ζυμώνεται και να πλάθεται μέσα από τα γεγονότα που όλο τρέχουν. Την ίδια περίοδο το γαλλικό κίνημα του ιμπρεσιονισμού έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και έχει προκαλέσει σκάνδαλο, ακριβώς όπως και η Νανά με τους ζωγράφους να βγαίνουν έξω από τα εργαστήριά τους για να απαθανατίσουν στιγμές των ανθρώπων σε καθημερινές και απλές δραστηριότητές τους, τα λεγόμενα instantané. Δεν μπορεί κανείς να λησμονήσει εξάλλου τη φιλία του συγγραφέα με μεγάλους ζωγράφους της εποχής όπως τον Μανέ ή τον Τουλούζ Λωτρέκ, από τους οποίους θα αντλήσει και πολλά στοιχεία και θα συζητήσει πρόσωπα και πράγματα.
Ένα μυθιστόρημα που εξυμνεί μια αδύναμη ιέρεια του έρωτα
Σε αυτόν τον κύκλο διανοουμένων κινείται ο Ζολά, επηρεασμένος από την ευμάρεια της παρισινής κοινωνίας που ζει ένα παραμύθι γιορτής και ευδαιμονίας, την οποία όμως επιθυμεί να προβάλει από την άλλη πλευρά του κάδρου, αυτού που δεν φαίνεται. Τα κοινωνικά ζητήματα όπως αυτό της ισότητας γυναικών και αντρών, των δικαιωμάτων των γυναικών και της μεταχείρισής τους τίθενται συνεχώς εν αμφιβόλω και δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου αυτού. Είναι ένα δικό του πορτραίτο μίας γυναίκας της εποχής που βιώνει τις διακυμάνσεις της, είναι θύτης και θύμα της. Εξάλλου ο Ζολά υπήρξε αναμφισβήτητα ένας κριτής και ένας παρατηρητής των κοινωνικών προβλημάτων, όπως έκανε και με το Ζερμινάλ, λίγο καιρό αργότερα όπου έθιγε τις απάνθρωπες συνθήκες των μεταλλωρύχων σε αυτό το μικρό γαλλικό χωριό.
Η Νανά, είναι η πρωταγωνίστρια των καμπαρέ, της πολυτελούς ζωής και της λάμψης όταν βγαίνει στην σκηνή για να διασκεδάσει τον αρσενικό πληθυσμό που βλέπει στο πρόσωπό της μία γυναίκα ποθητή, μία ερωτική οπτασία και ένα σύμβολο ηδονιστικό. Εκμεταλλευόμενη το γεγονός αυτής της απογείωσης της και του θαυμασμού στο πρόσωπό της, θα αναλωθεί σε ένα παιχνίδι επικίνδυνο όπου άλλοτε θα βγει νικήτρια και άλλοτε χαμένη. Γιατί κατά βάθος κανένας άντρας δεν δέχεται να καταπατάται ο εγωισμός του και να γίνεται έρμαιο της σαγήνης της. Απογοητευμένη όταν κατεβαίνει από το θρόνο της σκηνής που τα μάτια των ανδρών την έχουν τοποθετήσει, θα νιώσει την απαξίωση σαν η βαφή της περάσει και την αντικαταστήσει κάποια άλλη πιο φανταχτερή, πιο απαστράπτουσα και πιο λαμπερή. Αυτό είναι εξάλλου και το τίμημα της προβολής και της επιβίωσης σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν χαρίζεται, κανένας δεν συμπονά και ο χρόνος είναι αμείλικτος και εχθρός της αξιοπρέπειας. Το χρήμα είναι η μόνη πυξίδα και η μόνη επένδυση και οι άνθρωποι είναι απλά τα εργαλεία του. Αυτόν τον σκληρό ρόλο θα παίξει η Νανά, θα απολέσει τον εαυτό της, θα τον ξαναβρεί, θα γίνει σκιά του εαυτού της, θα ξαναέρθει στο φως αλλά στο τέλος δεν θα είναι ποτέ πια ίδια, μία κούκλα που χάνει λίγο λίγο την λάμψη της και ξεθωριάζει σαν βρίσκεται εκτεθειμένη στο πολύ κοινό χωρίς προστασία. Αναφέρει η Νανά: “Χωρίς τους άνδρες, αγαπητέ μου, αν δεν με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα, θα ήμουν σε κάποιο μοναστήρι και θα προσευχόμουν στο Θεό, γιατί από μικρή ήμουν θρήσκα…”. Κανείς όμως δεν βυθίζεται μόνος του στον βούρκο αν προηγουμένως δεν έχει εισέλθει σε αυτόν από επιθυμία ή από ανάγκη.
Είναι όμως παράλληλα και η γυναίκα θύμα που επωμίζεται την ασυδοσία των αντρών για επιθυμία, για ανεξέλεγκτη χειραγώγηση του αδύναμου φύλου, όπου θέλει να ξεσπάσει κάθε κρυφό και παράνομο πόθο του. Με οργασμικές διαθέσεις μακριά από την λογική και την σύνεση, είναι το θύμα της αδυναμίας ενός αντρικού πληθυσμού που επιθυμεί διακαώς να τιθασεύσει τις ορέξεις του και επιδίδεται αλόγιστα στον εμπαιγμό της φύσης της. Οι άντρες, όργανα κυρίαρχα και με καμία αυτοσυγκράτηση, θα βρουν το οχυρό που λέγεται Νανά έτοιμο για πολιορκία και τα δικά της όπλα ανίκανα να τους αντισταθούν. θα την βρουν εξιλαστήριο θύμα τους. Αυτοί οι ακόλαστοι στρατιώτες θα την οδηγήσουν, εκούσια ή ακούσια, στην πλήρη ηθική κατάπτωση και σε έναν εξευτελισμό που αν και θα ωραιοποιηθεί από τα πλούσια αρώματα, τα ακριβά ρούχα και τα υπέρογκα χρηματικά ποσά, θα είναι η ανακοίνωση ενός τέλους που ήρθε νωρίς.
Η Νανά, ένοχη και η ίδια αλλά και συμμέτοχη σε αυτό το έγκλημα που διαπράττεται εις βάρος της, θα τυφλωθεί από την μαγεία της δόξας και της γοητείας της και θα παρασυρθεί σε έξοδα που δεν μπορεί να καλύψει. Σε αυτό το σημείο θα γίνει σύντροφος και συνοδός αντρών, αμέτρητων θαυμαστών κάθε ηλικίας που θα πλαγιάσουν μαζί της για να ξεκλέψουν λίγο από τον ψυχικό και σωματικό της θησαυρό. Θα γίνουν οι ληστές κυρίως της ψυχής της γιατί αυτή παραδίνει κάθε φορά που δέχεται κάποιος να εισβάλει στον μικρόκοσμό της και να την διαφθείρει, να την εξουσιάσει, να την “μαστιγώσει” με έναν τρόπο που δεν πονάει μεσοπρόθεσμα αλλά μακροπρόθεσμα, εδώ ο θάνατος θα είναι αργός και μοιραίος.
Ο Ζολά, με δεξιοτεχνία ζωγραφίζει το πορτραίτο αυτό και παρουσιάζει την εποχή του ως μία ατιμασμένη δημιουργία ανθρώπων που διψούν για το εύκολο, το γρήγορο κέρδος μακριά από την προσήλωση σε αξίες και αρχές. Πνιγμένοι άνδρες από το ποτό της ακολασίας και γευόμενοι τους καρπούς γυναικών που είναι έτοιμες για κάθε ανήθικο βήμα αρκεί αυτό να τους προσφέρει ένα όνειρο που αλλιώς θα έμοιαζε μακρινό και απατηλό. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ζολά: “Τι άλλο είχε μείνει άλλωστε σ’ αυτόν τον κόσμο πέρα από την τιμιότητα και την εργασία?”. Ο ίδιος μάλλον σύχναζε μαζί με τους ιμπρεσιονιστές στα περίφημα αυτά καμπαρέ του Παρισιού και πρέπει να είδε ιδίοις όμμασι την παράδοση ψυχών στον Θεό του χρήματος που όλα τα αγοράζει και όλα τα πουλάει ξεχνώντας το πολύτιμο χθες μπροστά στο κερδοφόρο σήμερα.
“Τα νιάτα επιτέλους ξυπνούσαν, μία ακόρεστη εφηβική πυρπολούσε την ψυχρότητα του καθολικού και την αξιοπρέπεια του ώριμου άνδρα”
“Τις μέρες που δεν την απασχολούσε το παιδί της, η Νανά ξαναβυθιζόταν στην πολυθόρυβη μονοτονία της ζωής της. Περίπατοι στη Βουλώνη, πρεμιέρες, δείπνα και σουπέ στο “Μαιζόν ντ’ Ορ” ή στο “Καφέ Ανγκλαί” κι ύστερα όλα τα δημόσια κέντρα, όλα τα θεάματα, όπου έτρεχε ο κόσμος, στις επιθεωρήσεις, στις κούρσες”.