Αναμφίβολα, όταν βλέπεις το όνομα του Χέρμαν Μέλβιλ αυτόματα τον ταυτοποιείς με το συγκλονιστικό και εμβληματικό Μόμπυ Ντικ, το οποίο έχει γνωρίσει τόσες και τόσες εκδόσεις, έχει διασκευαστεί σε παιδικό βιβλίο, έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχει εμπνεύσει τον Ναθάνιελ Φίλμπρικ να γράψει το δικό του βιβλίο που ονομάζει στην Καρδιά της θάλασσας. Με λίγα λόγια, αυτός ο κορυφαίος και μοναδικός συγγραφέας αποτελεί πυξίδα στην παγκόσμια λογοτεχνία και κάθε νέα έκδοση στα ελληνικά είναι εκδοτικό γεγονός. Έχουμε λοιπόν την ανείπωτη χαρά να έχουμε ένα από τα πολύ ιδιαίτερα και ξεχωριστά του κείμενα, την ιστορία του Μπίλλυ Μπαντ ναύτη, μια ιστορία που έχει πολλαπλές ερμηνείες, πολυεπίπεδες προσεγγίσεις και άλλες τόσες αναλύσεις για αυτόν που θα το διαβάσει δύο και τρεις φορές. Έτσι και αλλιώς, τέτοια βιβλία αξίζει να διαβάζονται πάνω από μία φορά.
Η ιστορία ενός ναύτη και η μάχη του καλού και του κακού
Ένας λόγος παραπάνω για να εκθειάσουμε το βιβλίο, εκτός από την αφηγηματική δεξιοτεχνία και τον αριστοτεχνικό παλμό του λόγου του Μέλβιλ, είναι η εξαιρετική μετάφραση των Κώστα Σπαθαράκη και Παναγιώτη Κεχαγιά αλλά και το άκρως διαφωτιστικό επίμετρο του Θοδωρή Δρίτσα που μας παρέχει ακόμα περισσότερες πληροφορίες για αυτό το αριστούργημα και το οποίο είναι αποτέλεσμα πλούσιας βιβλιογραφίας που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου για όποιον θέλει να εντρυφήσει ακόμα περισσότερο, κάτι που συστήνεται θερμά. Και είναι σαφέστατα αριστούργημα αυτό το βιβλίο, γιατί αφενός ο Μέλβιλ δεν ήθελε να γράψει μια ακόμα ναυτική ιστορία με άγριες θάλασσες και περιπέτειες τέτοιου ύφους που ήταν τότε πολύ δημοφιλείς. Επιθυμούσε διακαώς να γράψει μια ιστορία με διαφορετικά νοήματα – ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά “αυτό που θέλω περισσότερο να γράψω αυτό ειδικά μου είναι απαγορευμένο”.
Μέσω των σημειώσεων που επιμελήθηκαν οι μεταφραστές, ο αναγνώστης κατανοεί πως το κείμενο αυτό είναι ενισχυμένο από ιστορικές και άλλες αναφορές, είναι ένα κείμενο πολύ καλά δουλεμένο, είναι μια ιστορία που έχει αδιαμφισβήτητα ψυχολογικές και δικανικές πτυχές αλλά και διαπνέεται από ένα φιλοσοφικό και ηθικό πνεύμα, πραγματεύεται την ίδια την ανθρώπινη φύση και τις προεκτάσεις της, είναι μια ιστορία που είναι ποτισμένη από τις ίδιες τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ο ίδιος ο Μέλβιλ προσφέρει στον αναγνώστη την δυνατότητα να διαβάσει τα πολύπλευρα και πολύπλοκα γεγονότα με τον δικό του τρόπο και με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά της ανταρσίας και της δολοφονίας που ακολούθησε αλλά αφήνει το νήμα σε εμάς όσο εκείνος καταθέτει στοιχεία και συμβάντα.
Ο Μέλβιλ έχει διαβάσει και έχει ασχοληθεί με διάφορα ζητήματα της εποχής, μιας εποχής εντελώς διαφορετικής από την σημερινή, μιας εποχής όπου η Γαλλική Επανάσταση ήταν στο προσκήνιο και κάθε συζήτηση για ανθρώπινα δικαιώματα, για ηθικά διλήμματα, για σύγκρουση πολιτικής εξουσίας και θρησκείας βρισκόταν σε πρώτη προβολή και δεν θα μπορούσε να μην τον επηρεάσουν οι εξελίξεις όταν έχτιζε το κείμενο. Και σαφώς το κίνημα του Διαφωτισμού που είχε διαπεράσει τα γαλλικά σύνορα έχει και αυτό τον ρόλο του. “Υπάρχει κάτι στο φθόνο που σε όλη την οικουμένη τον κάνει να φαίνεται πιο επαίσχυντος ακόμη και από ένα κακούργημα. Και όχι μόνο τον αποκηρύσσουν οι πάντες, αλλά οι αξιοπρεπείς άνθρωποι συνήθως δυσπιστούν όταν προσάπτεται σε έναν έξυπνο άνθρωπο. Καθώς όμως ενοικεί στην καρδιά και όχι στο νου, ακόμα και η πιο υψηλή ευφυία δεν παρέχει καμία προστασία από αυτόν”.
Ο κόσμος του Μέλβιλ είναι οι ναυτικές ιστορίες αλλά όχι μόνο. Πρόκειται για έναν συγγραφέα στοχαστή, για έναν λογοτέχνη υψηλού πνευματικού επιπέδου που βάζει το κεντρί στον πυρήνα του ανθρώπινου νου που ταλαντεύεται και ενώπιόν μας ξετυλίγει το κουβάρι μιας ανταρσίας σε ένα πλοίο για να αφηγηθεί πολύ περισσότερα, για να αφηγηθεί όσα δεν θα μπορούσε χωρίς το περιτύλιγμα. Μοιάζει κάπως με τις αστυνομικές ιστορίες όπου ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την πλοκή για να απλώσει τα δίχτυα της σκέψης του σε κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό επίπεδο. Ο Μέλβιλ αυτό πράττει, αλλά πάει πολύ παραπέρα και μοιάζει να έχει ασχοληθεί με τον ποινικό κώδικα μιας και οι γνώσεις του μέσα στην αφήγηση δίνουν στον αναγνώστη για το στίγμα των όσων ίσχυαν τότε. Και σαφώς εμπλέκονται στην δίκη του ναύτη και στο ναυτοδικείο που στήνεται σαν να επρόκειτο για θεατρικό σκηνικό μια μάχη ανάμεσα στα διλήμματα της συνείδησης εμπρός σε αυτό το έγκλημα. Είναι δηλαδή σαν να βρισκόμαστε σε αίθουσα δικαστηρίου και να ακούγονται οι απόψεις των αντίδικων.
Και έχει βέβαια δίκιο ο Θοδωρής Δρίτσας όταν γράφει στο επίμετρο: “…ο Μπίλλυ Μπαντ δεν διαβάζεται πια ως μια απλή ναυτική ιστορία, ούτε καν ως μια αλληγορία για τη μάχη του καλού με το κακό που οδηγεί σε ένα τραγικό αποτέλεσμα, αλλά αναγνωρίζεται, αφενός, σαν ένας στοχασμός για την πολιτική και τους όρους της συζήτησης για αυτήν και, αφετέρου, για την ιδέα της ταυτότητας και της αναγνώρισης”. Η ιστορία του Μπίλλυ Μπαντ είναι ένας γρίφος για δύσκολους λύτες και ένα αίνιγμα, μια υπόθεση που χωράει συζήτηση για το τι τελικά αξίζει να γίνει με τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης λογικής και του παραλόγου, της σκέψης περί ζωής και θανάτου και άλλων πτυχών σε μία εποχή όπου όλα αυτά ήταν ρευστά και καθόλου καθορισμένα όπως είναι σήμερα.
“Το πάθος, και μάλιστα το βαθύτερο πάθος, δεν είναι κάτι που χρειάζεται τη σκηνή του ανακτόρου για να παίξει το ρόλο του. Εκεί κάτω, ανάμεσα στους άθλιους που στέκονται όρθιοι στην πλατεία, ανάμεσα σε ζητιάνους και ρακοσυλλέκτες, επιτελείται κάποτε το πιο βαθύ πάθος”
“Όπως κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος δεν διατυμπανίζει τίποτα απρεπές ή καταστροφικό που συμβαίνει στην οικογένειά του, έτσι κι ένα έθνος σε ανάλογη περίσταση δικαιούται να είναι εξίσου διακριτικό”