“Γνώρισα γονείς που το βλέμμα τους είχε σβήσει, σε ορισμένους υπό το βάρος του σώματος κάποιου πειρατή, σε άλλους κατά τη διάρκεια της υπερβολικά μακρόχρονης κομμουνιστικής αναμόρφωσης στα στρατόπεδα, όχι τα στρατόπεδα του πολέμου εν μέσω πολέμου αλλά αυτά της ειρήνης, μετά τον πόλεμο”. Πρόκειται για μία από τις πολλές καταγραφές της συγγραφέως Kim Thuy, που σε πρώτο πρόσωπο απευθύνεται σε όλους εμάς τους αναγνώστες και καταθέτει τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής, μιας ζωής στα χαρακώματα της μνήμης. Αναμνήσεις, πληγές, έρωτες, οι περιγραφές της είναι ζωντανές σαν την ίδια της την σάρκα, μιλούν από μόνες τους και εμείς στεκόμαστε θεατές ενός μονολόγου θεατρικού που αγγίζει κάθε σημείο του σώματος και του πνεύματος.
Ένας χείμαρρος γεγονότων που συγκλονίζουν
Το αφηγηματικό της πλαίσιο βρίσκεται και ξεκινά από τις απαρχές του βίου της μέχρι και το σήμερα, αφηγείται τα δύσκολα παιδικά χρόνια σε ένα Βιετνάμ υπό ξένη κατοχή και υπό πολεμικές ιαχές, έναν κόσμο άγριο και σκληρό για τα μάτια ενός παιδιού, αφηγείται το δράμα των ενήλικων και ανήλικων κοριτσιών που για λίγα χρήματα γίνονται σύντροφοι για μία ή πολλές νύχτες. Τα ανεπούλωτα τραύματα είναι πράγματι πολλά, σαν τον Άγιο Σεβαστιανό έχει δεχθεί πολλές φορές τα βέλη των ανθρώπων και τώρα πασχίζει να τα εκφράσει για να προσπαθήσει να τα θεραπεύσει. Είναι εδώ όμως με ορθωμένο το ανάστημα, περήφανη και πάνω από όλα ζωντανή και με θάρρος, γενναιότητα αλλά και με πλήρη συνείδηση των όσων μοιράζεται με τον αναγνώστη εξομολογείται. Αναμφίβολα, το βιβλίο αποτελεί μία λύτρωση, έναν τρόπο να ερμηνεύσει τα όσα της συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια.
Η αφήγησή της κυλάει σαν νερό στις φλέβες του ποταμού, ενός λόγου που η ίδια έχει ανάγκη. Δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά, δεν φοβάται τον λόγο της αλλά ο λόγος της είναι δυνατός και ισχυρός και ταράζει τα θεμέλια της δικής ψυχολογίας με τέτοιο τρόπο που εκμυστηρεύεται μικρές αλλά έντονες στιγμές. Για παράδειγμα αναφέρει χαρακτηριστικά: “Για πολύ καιρό, πίστευα πως η μητέρα μου αντλούσε τρομερή ικανοποίηση ωθώντας με συνεχώς στο χείλος του γκρεμού. Μόνο όταν απέκτησα κι εγώ τα δικά μου παιδιά, κατάλαβα πως θα έπρεπε να την είχα δει πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, με το βλέμμα κολλημένο στο ματάκι…”. Η Thuy ξεδιπλώνει το κουβάρι πολλαπλών γεγονότων και μας κάνει κοινωνούς της ζωής της σε όλα τα επίπεδα, έτσι που εμείς νιώθουμε πως έχουμε την υποχρέωση να αφουγκραστούμε πλήρως τον πόνο της και να την συνδράμουμε με κάθε τρόπο και υποστήριξη.
Οφείλουμε να σταθούμε στην υπέροχη μετάφραση της Δάφνης Κιούση από τα Γαλλικά γιατί έχει προσδώσει στα Ελληνικά όλο αυτόν τον παλμό της γραφής της συγγραφέως και μας έχει παραδώσει μια μετάφραση που μεταφέρει την ποιητικότητα και την λυρικότητα που χαρακτηρίζει την αφήγηση και την γραφή της Thuy. Ένα εγχείρημα καθόλου εύκολο γιατί η συγγραφέας είναι η ίδια ποταμός, ένα ποτάμι λέξεων που μας πλημμυρίζει με αίμα και νερό, νερό που ξεπλένει το αίμα των επίπονων και επώδυνων αναμνήσεων. Η ίδια παίρνει την θέση του παιδιού και της μητέρας σε δύο ρόλους που εναλλάσσονται σαν να έπαιζε σε θεατρικό έργο που η ίδια σκηνοθετεί. Έχει την ικανότητα να εναλλάσσει τους ρόλους αυτούς με ξεχωριστό τρόπο και η ίδια δηλώνει με γλαφυρό τρόπο: “Λοιπόν, ίσως να μην είναι απαραίτητο η μητέρα μου να είναι βασίλισσά μου, αρκεί που είναι αποκλειστικά μητέρα μου, ακόμη κι αν τα σπάνια φιλιά μου πάνω στα μάγουλά της είναι λιγότερο μεγαλοπρεπή”.
Η πολιτική κατάσταση και ο πόλεμος του Βιετνάμ, με Αμερικανούς και Γάλλους να βρίσκονται εκεί ως δυνάμεις κατοχής, είναι γεγονότα που την σημάδεψαν, που την στιγμάτισαν στα παιδικά της χρόνια, σε αυτήν την τρυφερή ηλικία που το μυαλό του παιδιού απορροφά σαν σφουγγάρι θετικές και αρνητικές εμπειρίες. Η ίδια καταφέρνει να μιλήσει για αυτά τα τραγελαφικά που συνέβησαν, για την βία και την ωμότητα ανθρώπων που δεν είχαν κανέναν οίκτο για τον αθώο πληθυσμό που βίωνε ανείπωτη τραγωδία, απώλειες ζωών. Είναι τόσο απροκάλυπτες οι ειδεχθείς πράξεις βαρβαρότητας απέναντι στον απλό λαό του Βιετνάμ που κανείς δεν μπορεί να μην εκφράσει τον αποτροπιασμό όταν η ίδια αναφέρει: “Προτού οι Γάλλοι εγκαταλείψουν το Βιετνάμ, προτού να φτάσουν οι Αμερικανοί, διάφορες συμμορίες ληστών, βαλτές από τις γαλλικές αρχές για να διαιρέσουν τη χώρα, τρομοκρατούσαν τη βιετναμέζικη ύπαιθρο. Ήταν σύνηθες φαινόμενο να πουλάνε στις εύπορες οικογένειες ένα καρφί ως αντάλλαγμα για τα λύτρα ενός ανθρώπου που είχαν απαγάγει”.
Η ίδια η συγγραφέας και η οικογένειά της αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Βιετνάμ και να εγκατασταθούν στο Κεμπέκ του Καναδά όπου και η ίδια πλέον ζει. Ανήκε στην γενιά εκείνων των παιδιών που είδαν έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που φαντάζονταν και το μέλλον τους να κρέμεται από μία κλωστή. Τελικά, τα βιώματα γεννούν λογοτεχνία και εμείς τυχεροί που την διαβάζουμε, αν και θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε λιγότερη λογοτεχνία και καθόλου δυστυχία. Δεν είναι τυχαίο πάντως πως το βιβλίο αυτό ήδη από την πρώτη έκδοσή του το 2009 προκάλεσε θετικά σχόλια και αναγνωρίστηκε άμεσα καθώς έλαβε πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία από την συγγραφέα, τα οποία ελπίζουμε και ανυπομονούμε να δούμε στα ελληνικά σύντομα από τις εκδόσεις Άγρα. Εν αναμονή λοιπόν!
“Ξεχνάμε συχνά την ύπαρξη όλων αυτών των γυναικών που σήκωσαν το Βιετνάμ στις πλάτες τους όσο οι σύζυγοι και οι γιοι τους σήκωναν τα όλα στις δικές τους. Τις ξεχνάμε γιατί κάτω από το κωνικό τους καπέλο δεν κοιτούσαν τον ουρανό. Περίμεναν να πέσει ο ήλιος πάνω τους για να μπορέσουν να λιποθυμήσουν μάλλον παρά να κοιμηθούν”.
“Προτιμώ να θυμάμαι τα εσωτερικά μου σκιρτήματα, την παραζάλη μου, τ’αναποδογυρίσματά μου, τους δισταγμούς μου, τις αλλαγές μου, τις παραλείψεις μου… Τα προτιμώ γιατί μπορώ να τα πλάθω ανάλογα με το χρώμα των καιρών, ενώ ένα αντικείμενο παραμένει άκαμπτο, παγωμένο, φορτικό”