Ο συγγραφέας του “Μερσώ, ο άλλος Ξένος” Καμέλ Νταούντ συνεχίζει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο την παράδοση του Νομπελίστα Καμύ και για αυτό ίσως αφιέρωσε σε εκείνον το πρώτο του βιβλίο ως ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτόν τον πολύ σπουδαίο στοχαστή και συγγραφέα που από ό,τι φαίνεται τον έχει επηρεάσει. Εδώ επανέρχεται με ένα βιβλίο/χείμαρρο σκέψεων και καταθέσεων, ένα βιβλίο αφιερωμένο σε αναγνώσματα, ένα βιβλίο ύμνο στη γνώση που αποτελεί πυξίδα πολιτισμού και παιδείας. Ο Καμέλ Νταούντ ξετυλίγει το κουβάρι μιας ζωής που ίσως να είναι η δική του, πρόκειται για μία εξομολόγηση μέσω των βιβλίων και θυμίζει όλο το σκηνικό πάνω στο οποίο χτίζει την αφήγησή του ένα επεισόδιο βιβλικό μιας και μέσα στο κείμενο εντάσσει την θρησκεία και τους ψαλμούς. Με πίστη, θάρρος, δεξιότητα και τρυφερότητα παραδίδει στον αναγνώστη ένα εξαιρετικό βιβλίο και αποδεικνύει πως δεν έλαβε τυχαία το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.
Η μοναχική πορεία ενός επίμονου αναγνώστη
“Η γραφή, απλά, είναι καθ’ εαυτή ένας τρόπος να θεραπεύω τους άλλους γύρω μου, να τους προστατεύω. Και μια ακόμα λεπτομέρεια: πριν την τελευταία πνοή ενός δικού μου, έχω περιθώριο χάριτος τριών ημερών, σε περίπτωση που το ξεχάσω – μου αρέσει να το πιστεύω αυτό, έτσι ώστε να διατηρώ την πειθαρχία μου. Μπορώ να καθυστερήσω ως και τρεις ημέρες τη στιγμή που θα γράψω για κάποιον, όχι περισσότερο”. Η γραφή για τον Νταούντ είναι λύτρωση, είναι ένας οδηγός επιβίωσης, είναι η αντιμετώπιση ενός δύσπιστου πατέρα που δεν έχει την δυνατότητα να κατανοήσει την πολυτιμότητα των στιγμών, την καταβύθιση σε αυτόν τον κόσμο που η γνώση ανοίγει ορίζοντες. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής παλεύει μέσω της γνώσης που θα αποκομίσει να γλιτώσει τον πατέρα του από έναν επικείμενο θάνατο, έστω και αν αυτός δεν του έδειξε ποτέ την απαιτούμενη αγάπη.
Το Ζαμπόρ είναι η αλυσίδα εκείνη από την οποία θα πιαστεί ο νεαρός αφηγητής, είναι το λιμάνι μέσα στο οποίο μπορεί να βρει την γαλήνη που απαιτείται για να συνεχίσει να ζει καθώς δεν είναι ένα από τα κανονικά παιδιά, διαφέρει από τα άλλα παιδιά γύρω του και δεν το κρύβει. Μοιάζει ο συγγραφέας να περιγράφει τον εαυτό του και την δική του παιδική ηλικία και αν όχι ακριβώς, σίγουρα μας αφηγείται τη ζωή ενός παιδιού που γνωρίζει σε μία ευρύτερη περιοχή – η Αλγερία, η Τυνησία και άλλες χώρες – όπου η γνώση δεν είναι από τις πρώτες προτεραιότητες και άρα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από το ευρύτερο περιβάλλον. Ζει και αναπνέει για να ανακαλύψει νέες πατρίδες και νέους τόπους μέσω των βιβλίων, για να έρθει σε επαφή με τον κόσμο των ψαλμών από τον οποίο αντλεί ευχαρίστηση καθώς συμμετέχει στο ιερό δίδαγμα των βιβλίων που είναι και η πυξίδα του.
“Στο οκτώ μου χρόνια ακριβώς, ανακάλυψα τη φρίκη του άφατου. Ο Θεός είχε ενενήντα εννέα ονόματα αλλά ο κόσμος μου δεν είχε κανένα. Το όνομά είναι ένα φυλαχτό, μία ρήτρα, δηλαδή μια περίφραξη, με την παλιά έννοια. Κάτι που διαχωρίζει την ιδιοκτησία από τα άγρια δάση. Όλοι, για να μην τρελαθούν, έχουν την ανάγκη να αναμειχθούν με τους άλλους και να πεθάνουν μέσα στον όχλο. Οι παιδικές μου κρίσεις ήταν απόρροια μιας υπόθεσης σοβαρής και παμπάλαιας: της γλώσσας”. Για εκείνον, το παιχνίδι της ημέρας είναι η επαφή με τις λέξεις, με την απάτητη κορφή νέων γλωσσικών ανακαλύψεων και εκεί βρίσκει καταφύγιο και στέγη. Αναζητά ενδελεχώς νέα νοήματα και αν είναι μικρός σε ηλικία, είναι σε θέση να κατανοήσει πολύ περισσότερα από αυτά που οι άλλοι θεωρούν βατά για εκείνον.
Υπάρχει μία μεταφυσική διάσταση στο μυθιστόρημα, μία υπερφυσική δύναμη που λειτουργεί υπέρ του πρωταγωνιστή, σαν ένα μαγικό χέρι κάποιου θεού που δεν γνωρίζουμε, να προσφέρει την γνώση απλόχερα και εκείνος να την αγγίζει με κάθε ευκαιρία. Όλα όσα περιγράφει συγκλίνουν στο γεγονός πως όσο περνάει ο καιρός η ωριμότητα ακουμπά στο προσκεφάλι του και με απόλαυση νιώθει την έκσταση, την οποία και μας παρουσιάζει τόσο γλαφυρά προς το τέλος του βιβλίου. “Όλος μου ο κόσμος ήταν ένα είδος θάμνου ηλεκτρισμένου απ’ την κίνηση ενός ζώου κρυμμένου μέσα του που τον διέσχιζε, αφανέρωτο. Τίποτα σαφές στο κάτω σπίτι, μα η υπόσχεση μιας μελωδίας. Το τρίτο κομμάτι της ζωής μου μου έταζε μια ανείπωτη απόλαυση: την έκσταση”.
Και όταν μεγαλώνει και βλέπει τα πράγματα με την απόσταση χρόνου που μεσολαβεί όλα όσα διάβασε έρχονται και ξανάρχονται στον νου του σαν ένα ταξίδι που ποτέ δεν σταμάτησε, σαν ένα καράβι από το οποίο ποτέ δεν κατέβηκε και καλώς έπραξε. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε πληθώρα γνωστών και άγνωστων τίτλων, βιβλίων που τον στιγμάτισαν και τον σημάδεψαν, προσφέροντας έτσι τόσο την δική του παρακαταθήκη στον αναγνώστη όσο και την δυνατότητα να γνωρίσει ο ίδιος αναγνώστης τις επιρροές του, τις αναγνωστικές του προτιμήσεις. Ο Νταούντ ξετυλίγει μέσα σε αυτές τις σελίδες μία μαγική ματιά στην γνώση και μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα που παραπέμπει σε παραβολές, σε αλληγορίες, σε κάθε λογής πτυχές αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία στην ευρύτερη έννοιά της. “Μια πελώρια βιβλιοθήκη συνδιαλεγόταν ήδη εκείνη την εποχή μέσα από μένα και μ’ έπαιρνε υπό την προστασία της, όπως χρόνια αργότερα θα αναλάμβανα κι εγώ την προστασία των δικών μου”.
“Κάθε τίτλος βιβλίου που διάβασα έκτοτε πράγματι ξεπρόβαλε στη ζωή μου την κατάλληλη στιγμή, σαν γνέψιμο”
“Ακόμα και ως σήμερα αυνανίζομαι διαβάζοντας ορισμένα βιβλία, επειδή μέσα σ’ αυτά η επαφή μας με τα σώματα είναι πολύ στενή…”